Το πέρασμα από την παιδικότητα προς την μοιραία ενηλικίωση μεταφέρεται με αθεράπευτη νοσταλγία στη «Riviera», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του γνωστού από μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ Ορφέα Περετζή, που απέσπασε 4 βραβεία στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI και Πρωτοεμφανιζόμενης Ηθοποιού, από κοινού στις δυο πρωταγωνίστριες).
Μέσα σε ένα καλοκαίρι, η Άλκηστη (Εύα Σαμιώτη), που μόλις τελείωσε το σχολείο και αναμένει τα αποτελέσματα των πανελλαδικών, βλέπει στο παραθαλάσσιο θέρετρο όπου μεγάλωσε, τα πάντα γύρω της να αλλάζουν δραστικά. Η παλιά παρηκμασμένη πανσιόν που διατηρούσε η μητέρα της πουλήθηκε σε Κινέζους, ο εμβληματικός φοίνικας στην αυλή προσβλήθηκε από κόκκινο σκαθάρι, ενώ η ίδια ανακαλύπτει τον έρωτα στο πλευρό του Μάκη (Μιχάλης Συριόπουλος), ενός τριαντάρη μηχανικού που δουλεύει σε κάποιο εργοτάξιο της περιοχής.
Αναζητώντας τη σχέση ανθρώπου-τοπίου-φύσης, σ’ ένα αστικό περιβάλλον που αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα στο βωμό του κέρδους, στην ταινία καταγράφεται η υπαρξιακή αποτύπωση του χρόνου που περνά και τα ίχνη που αφήνει στο τοπίο και στους πρωταγωνιστές, με φόντο την «εξευγενισμένη» αστική ανάπλαση στη λεγόμενη Αθηναϊκή Ριβιέρα, στα νότια προάστια της Αθήνας.
Βαθύτερα και παλιότερα τραύματα, όπως ο απροσδόκητος χαμός του πατέρα της σε δυστύχημα, όταν ήταν παιδί, αλλά και μια αδιέξοδη καθημερινότητα αναδύονται μέσα από αλληγορικά στοιχεία, ανοίγοντας ρωγμές στις εφησυχασμένες συνειδήσεις. Από το πρώτο πλάνο της ταινίας φιγουράρει ο λεκές από μούχλα που εμφανίστηκε στον τοίχο του δωματίου, όπου κοιμάται το ηλικιωμένο ζεύγος Χατζηβασιλείου (Σοφία Σεϊρλή/Άλκης Παναγιωτίδης), οι μακροβιότεροι και πλέον οι μοναδικοί θαμώνες της πανσιόν. Η σταδιακή και γρήγορη επέκταση του λεκέ -οιωνός μιας βαλτωμένης κατάστασης που αναζητά διέξοδο- σηματοδοτεί, σχεδόν όπως στα θρίλερ, μια χρόνια προβληματική κατάσταση που υποβόσκει, ένα μεταφορικό «καρκίνωμα», που κυοφορεί τη μελαγχολία της παρακμής. Όσο η Άλκηστη τον καθαρίζει, τόσο συνειδητοποιεί πως πρέπει να αποκαλύψει την αιτία της υγρασίας, όπως ακριβώς καλείται να αντιμετωπίσει φοβίες, τραύματα και αναμνήσεις του παρελθόντος. Αντίστοιχα λειτουργεί και ο αγαπημένος της φοίνικας -ανατολίτικο στοιχείο των παραμυθιών- με τον οποίο συνομιλούσε σκαρώνοντας ευφάνταστες ιστορίες, ο οποίος όμως πεθαίνει, άλλο ένα σημάδι για να εγκαταλείψει κάθε παιδικό στοιχείο, ώστε να εισέλθει στην «κανονικότητα των μεγάλων».
Οι χαρακτήρες χτίζονται κυρίως μέσα από αντιθέσεις. Προσκολλημένη στις παιδικές αναμνήσεις και σ’ ένα παρελθόν που χάνεται ραγδαία, η συνεσταλμένη Άλκηστη φοβάται να μεγαλώσει. Εμφανίζεται ατημέλητη και αδιάφορη για τη θηλυκότητά της, φορώντας φαρδιές μπλούζες, σε αντίθεση με την κολλητή της Αφροδίτη (Μυρτώ Μεϊτάνη-Καστρινάκη), ντυμένη με κοντά σορτσάκια και εφαρμοστά μπλουζάκια, η οποία προκαλεί διαρκώς την Άλκηστη, ξεστομίζοντας σκληρές αλήθειες για τις φοβίες της, προκειμένου να την ενεργοποιήσει και να την φέρει σε επαφή με τον Μάκη.
Γεμάτη φαντασία και ποιητική διάθεση, η Άλκηστη παρουσιάζεται ως άλλη Κασσάνδρα, που αναζητά το δικό της βηματισμό στον χυλό της κυρίαρχης κουλτούρας και σαν σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, αναφέρει «σε λίγα χρόνια θα καούμε όλοι ζωντανοί. Θα αρχίσουν να παίρνουν όλα φωτιά από μόνα τους, δέντρα, άνθρωποι, μόνο οι νεκροί θα γλιτώσουν…». Επιχειρώντας μάταια να κερδίσει χρόνο από την επικείμενη καταιγιστική αλλαγή, επωμίζεται πολλές δουλειές στην πανσιόν, σε αντίθεση με την μητέρα της, την όμορφη Άννα (Μαρία Αποστολακέα), που αποφασίζει να ξεπουλήσει τα πάντα, για να νιώσει έστω για λίγο ανέμελη και ποθητή, συμβουλεύοντας και την κόρη της να κάνει το ίδιο –βάφοντας οριακά κιτς κατακόκκινα τα νύχια της- όπως της προσάπτει επικριτικά η Άλκηστη, πριν πέσει στην αγκαλιά του γοητευτικού μεσίτη-μεσσία Φάνη (Χρήστος Βασιλόπουλος). Παρατηρώντας πως η μητέρα της «δεν κοιτάει πια τον ουρανό, ούτε διαβάζει ποιήματα», η Άλκηστη απογοητεύεται, άλλο ένα δείγμα πως έφτασε η ώρα της δικής της ανεξαρτητοποίησης και είναι η μόνη που εναντιώνεται στον φανφαρονισμό του μεσίτη, που οραματίζεται μια περιοχή «αγνώριστη», με πολυτελείς βίλες και πισίνες, εκτοπίζοντας κάθε λαϊκό στοιχείο. Ωστόσο, είναι η δραστική απόφαση της Άννας για αλλαγή που βγάζει την κατάσταση από το τέλμα, αναγνωρίζοντας μοιραία και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Αλλά και ο πρώην φίλος τής Άννας, ο Πέτρος (Κώστα Κορωναίος), μπορεί να θεωρείται ηττοπαθής και αποτυχημένος συγγραφέας, όμως είναι αυτός που μπόλιασε με ποιητική διάθεση την Άλκηστη και οι δυο τους μοιράζονται μια τρυφερή σχέση, καθώς συνομιλούν ανταλλάσσοντας ιστορίες και ποιητικά στιχάκια. Έχοντας επωμισθεί το ρόλο της πατρικής φιγούρας, την προτρέπει «να πάψει να ασχολείται με τους άλλους, γιατί όσο τους κρίνει, τους πλησιάζει και ταυτίζεται», ενώ με την κάμερα να εστιάζει αργά καθώς της απαγγέλλει αποχαιρετιστήριους στίχους, αναφέρει «κρυφτήκαμε πίσω από λέξεις σύνθετες και αναμνήσεις… απλωθήκαμε σε βολικές καρέκλες και αφήσαμε το χρόνο να κυλά… σταματήσαμε να ζητάμε και να ακούμε, μόνο βλέπουμε, με βλέμμα αδιάφορο…και χείλια τραβηγμένα, πάνω από αστραφτερά χαμόγελα», ευφάνταστο δείγμα της ποιητικής σεναριογραφής του σκηνοθέτη, που εκφράζει το συναισθηματικό και υπαρξιακό σημαινόμενο της ταινίας.
Έχοντας εντάξει στίχους των Κωστή Παλαμά και Θωμά Γκόρπα στο ντοκιμαντέρ του «Iodine – Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» (2022), ο Περετζής συνεχίζει αυτή την ποιητική διάσταση και στην παρούσα μυθοπλαστική ταινία. Από την πρώτη στιχομυθία της Άλκηστης με τον φοίνικα που απαντά «άνοιξε το παράθυρο να σου κάνει ο αέρας συντροφιά, κάθε βήμα και κλάμα, κάθε βήμα και χαμόγελο», αναδύεται ο ποιητικός λόγος της, εκφράζοντας ευαισθησία και γνήσιο αντισυμβατικό ρομαντισμό, κόντρα στην κυριαρχία ενός επιβεβλημένου εκσυγχρονισμού. Αλλά και γενικότερα, ο ουρανός είναι φορτωμένος με «βιαστικά σύννεφα», ο φοίνικας «δεν ταξιδεύει ποτέ, αλλά ακούει τα πουλιά στο σούρουπο», ενώ «στην άλλη ζωή, η θεία Κική φτιάχνει λουκουμάδες με σοκολάτα από το Περού, που μυρίζει χαρούπια…», μικρή αναφορά και στο «Σοκολά» (2000/Λάσε Χάλστρομ).
Ανακαλώντας και το «Attenberg» (2010/Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη), η γεμάτη γουίρντ αναφορές «Riviera» συναντά την πιο ποπ γενιά που ακολούθησε, με στοιχεία από τις ταινίες των Αλέξανδρου Βούλγαρη και Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη, για να αφηγηθεί την επίπονη ενηλικίωση της πρωταγωνίστριας, σε σύνδεση και με τους απροσάρμοστους χαρακτήρες του Γουές Άντερσον, καταλήγοντας ωστόσο στην προσωπική ποιητική ματιά του Περετζή.
Με τον κύριο Χατζηβασιλείου να πίνει διαρκώς Μπλάντι Μαίρη και την Αφροδίτη να περιμένει το τέλος του κόσμου, «πίνοντας κοκτέιλ Ζόμπι σε παραλιακό μπαρ», η αφηγηματική δομή εμπεριέχει νοσταλγική αύρα των ταινιών του Νικολαΐδη, ωστόσο, η ποιητική διάσταση της πρωταγωνίστριας ενισχύεται και με την επιλογή ορχηστρικών μουσικών μινιμαλιστικής αισθητικής, που ακούγονται σε σύντομα επαναλαμβανόμενα αποσπάσματα, δημιουργώντας δυο αναγνωρίσιμα μοτίβα. Από τους τίτλους αρχής δεσπόζει το ανάλαφρο μελωδικό «From a dream» (2007/Oregon), ανάμεσα σε πλάνα με φοίνικες, νεόδμητες πολυκατοικίες και εργοτάξια με γερανούς που μαρτυρούν την πυρετώδη ανοικοδόμηση, ενώ ο περιπαικτικός χαρακτήρας του συνοδεύει στιγμιότυπα μιας αδιατάραχτης καλοκαιρινής καθημερινότητας. Το σύντομο ρυθμικό απόσπασμα με πιάνο και βιολί, από το «Find the answer» (2020/Laurent Dury), εκφράζει τη θλίψη της Άλκηστης, καθώς εισάγεται όταν αγκαλιάζει μες στη νύχτα τον φοίνικα, συνειδητοποιώντας αναστατωμένη πως η μητέρα της ερωτοτροπεί με τον Φάνη και επαναλαμβάνεται μόλις αισθάνεται προδομένη. Ο ρομαντισμός τής αναπόλησης της παιδικής ηλικίας στιγματίζεται από το λαϊκό «Αργοσβήνεις μόνη» (1947/Τσιτσάνης), όταν η Άλκηστη δακρύζει βλέποντας στο δωμάτιό της παλιές φωτογραφίες, ενώ πλάι σε αποσπάσματα ηλεκτρονικής ποπ του Larry Gus (Παναγιώτης Μελίδης), με τον οποίο ο Περετζής έχει συνεργαστεί παλιότερα, στους τίτλους τέλους κυριαρχεί η μουσική του Φίλιπ Γκλας για το κλείσιμο της ταινίας «Μίσιμα» (1985/Πολ Σρέιντερ).
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO
- Αφιέρωμα στον Τζον Κασσαβέτη (4/9-12/9/2025) στον θερινό κινηματογράφο Ριβιέρα, με προβολή 9 ταινιών.
- Στον θερινό κινηματογράφο Ατενέ προβάλλεται (6/9-10/9/2025) «Η Θυσία», (1986) του Αντρέι Ταρκόφσκι.