του Θανάση Μουσόπουλου*
Στο πρώτο μέρος θα προσεγγίσουμε συνολικά τη νεοελληνική τέχνη του πεζού λόγου.Η λογοτεχνία είναι από την ίδια της τη φύση μια υπόθεση συνέχειας. Από κάπου κάποτε ξεκινά μαζί με την ιστορία και τις περιπέτειες της χώρας όπου γεννήθηκε, με τις συνήθειες και την ψυχή του λαού της. Είναι αγώνας και μόχθος, να ξεκαθαρίζει κάθε φορά το πρόσωπο του λαού και το πρόσωπο της λογοτεχνίας.
Η νεοελληνική πεζογραφία καθυστέρησε σε σχέση με την ποίηση, γιατί η πεζογραφία είναι φανέρωμα και έκφραση κοινωνικής ωριμότητας. Στην Ελλάδα έχουμε αργό πέρασμα από την αγροτική οικονομία και πατριαρχική κοινωνική οργάνωση σε μια νόθη αστικοποίηση. Τούτο το πέρασμα συντελείται στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα.
Από το Σολωμό ως τον Παπαδιαμάντη η νεοελληνική παράδοση σχετίζεται με τον υπαίθριο βίο. Ιδιαίτερα για τη γλώσσα, η δημοτική ‒που ήταν γλώσσα της δημοτικής ποίησης και της ποίησης γενικότερα‒ έπρεπε να στρωθεί / να δουλευτεί σε χιλιάδες σελίδες πεζών κειμένων, ώσπου να βρει την ταυτότητά της.
Ο Σπύρος Πλασκοβίτης στο βιβλίο του «Η Πεζογραφία του Ήθους», από όπου παίρνουμε σκέψεις και στοιχεία, γράφει για τον 20ό αιώνα:
«Όμως, τέτοιες μετακινήσεις πληθυσμών, σε τόσον όγκο και με τέτοιον πλημμυριακό ρυθμό, τέτοιες αλλοιώσεις, σαν αυτές που παρατηρούμε στη χώρα μας, από το 1960 ιδιαίτερα και πέρα, δεν έχει ξαναγνωρίσει η Ελλάδα από την εποχή της άλωσης, αν εξαιρέσει κανείς μόνο τη μετακίνηση από την Ιωνία και την εγκατάσταση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, το 1922-’23. Οι αλλοιώσεις αυτές είναι παράλογο να υποθέσει κανείς ότι θα έχουν συνέπειες μόνο στην οικονομία, στα οικιστικά και περιβαλλοντολογικά προβλήματα που πρέπει να λυθούν, ή στις πολιτικές προοπτικές και στις συγκρούσεις των κοινωνικών ομάδων. Έχουν, από τώρα κιόλας, και θα έχουν στο μέλλον τις πιο σοβαρές συνέπειες στο ήθος και στο πνεύμα του νέου ελληνισμού, καθώς οι τελευταίες αντιστάσεις της εθνικής παράδοσης –όπως ως τώρα τις γνωρίσαμε‒ πηγαίνουν απότομα να υποχωρήσουν» (σελ. 56).
Δημιουργήθηκε μια νέα πραγματικότητα, την οποία προσεγγίζει η νεότερη πεζογραφία. Στο Μεσοπόλεμο η νέα πραγματικότητα και η νέα πεζογραφία παρουσιάζουν σχέσεις αλληλεξάρτησης. Ξαναγυρίζουμε στο Σπ. Πλασκοβίτη «Η νέα πεζογραφία εγκαταλείπει τα γνωστά εδάφη, τους δοκιμασμένους τρόπους γραφής και την ως χθες θεματολογία των δημιουργών της. Φιλοδοξεί να γίνει πεζογραφία του αστικού χώρου» (σελ. 83).
Η μεταπολεμική γενιά ασχολήθηκε περισσότερο με τα δημόσια γεγονότα, ενώ οι εντελώς νεότεροι πεζογράφοι δείχνουν μια τάση επιστροφής στον εγωκεντρισμό και στη φορμαλιστική εκζήτηση, υποστηρίζει ο Σπ. Πλασκοβίτης.
***
Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι ωριμάζουν στη δεκαετία του ’40. Έχουν εμπειρίες από τα δραματικά γεγονότα της περιόδου. Τα πρώτα έργα εκδίδονται στα 1944-47, ενώ γύρω στα 1950 φαίνεται η διαφορετικότητά τους. Το 1954 εκδίδεται το σημαντικό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» με το οποίο συνεργάζονται νέοι πεζογράφοι.
Στη μεταπολεμική πεζογραφία διαπιστώνουμε:
Α) ρεαλισμό με κριτική διάθεση της πραγματικότητας,
Β) κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς,
Γ) φυγή από την πραγματικότητα και καταφυγή στον λυρισμό του κλειστού χώρου,
Δ) νέες εκφραστικές αναζητήσεις, όπως φαντασία και εφιαλτικούς κόσμους.
Στην πρώτη μεταπολεμική γενιά (1940-50) μπορούμε να εντάξουμε τον Δημήτρη Χατζή, τον Στρατή Τσίρκα, αλλά και τον Νίκο Καζαντζάκη, του οποίου το έργο είναι διεθνώς αναγνωρισμένο.
Στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά (δεκαετία του ’60) εντάσσεται ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αντώνης Σαμαράκης, Κώστας Ταχτσής και Μαργαρίτα Λυμπεράκη.
***
Για τους πεζογράφους αυτούς θα μας δοθεί η δυνατότητα να ασχοληθούμε αργότερα. Στο σημερινό κείμενο θα φέρουμε αποσπάσματα παραδειγματικά από την πρώτη περίοδο του Στρατή Τσίρκα και της Μαργαρίτα Λυμπεράκη από τη δεύτερη.
Στρατής Τσίρκας (1911-1980)
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηανδρέα. Γεννήθηκε στο Κάιρο και πέθανε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με την ποίηση, τη μελέτη, την πεζογραφία και μεταφράσεις ξένων συγγραφέων. Με ιδιαίτερη επιτυχία καλλιέργησε το διήγημα και κυρίως το μυθιστόρημα.
Αριάγνη (απόσπασμα)
Οι μούντζες και τα φτωχά τους έπιπλα κρύωσαν τις γειτόνισσες. Μην πεις πως ήρθε καμιά να τα ρωτήσει αν χρειάζεται τίποτε σαν καινουριοφερμένη που ήτανε. Αργότερα, καλημέρα καλημέρα, και στο παζάρι καμιά φορά να σταθούν για να πούνε για το λάδι και το σαπούνι και τον κλέφταρο το μπακάλη και για τον ψωμά. Η Αλέγρα κουβαλήθηκε κάνα χρόνο πιο ύστερα, μα κι αυτής στην αρχή ήταν λίγα τα λόγια της. Κι όταν βγήκε πρώτη φορά η Αριάγνη στο μπαλκόνι και κοίταξε γύρω κατάλαβε πως αλλάξανε γειτονιά μα όχι και γειτόνισσες. Σκοτίστηκε. Τα παιδιά της να ‘ναι καλά. Κατέβηκε ο Μιχάλης της με μια κομμάτα ψωμί, έκοβε χαψιές και μπούκωνε. Στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι του ποδηλατά. Αυτός, σκυμμένος μαστόρευε τη μαγκωμένη αλυσίδα ενός ποδήλατου κι η μαρίδα του μαχαλά χάζευε. Ο Μιχάλης έκοψε μια γωνιά και την άπλωσε πίσω του στο Ναμπουλιόν, δίχως να πάρει τα μάτια του από το μάστορη. Το παιδί πήρε το ψωμί και το έφαγε, αμίλητο και ντούρο. Απόφαγε ο Μιχάλης το δικό του, τίναξε τα ψίχουλα, σήκωσε λίγο το παντελόνι της φόρμας για να μη ξηλώσει στον καβάλο, κάθισε στα τακούνια κι άπλωσε το χέρι. Ο ποδηλατάς τον κοίταξε. Το σκέφτηκε κομμάτι μα του παράδωσε την πένσα. Τράβηξε ο Μιχάλης πιο κοντά το πλαγιασμένο ποδήλατο κι ώσπου να πεις κινίνο η αλυσίδα γλιστρούσε δόντι με δόντι.
Μαργαρίτα Λυμπεράκη (1919-2001)
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919 και όταν χώρισαν οι γονείς, της μεγάλωσε με τον παππού της, τον εκδότη Γεώργιο Φέξη, που της μετέδωσε την αγάπη για το βιβλίο. Σε παιδική ηλικία ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Παρίσι και έμαθε γαλλικά. Τέλειωσε το Αρσάκειο γυμνάσιο και σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το σενάριο, επίσης με τη ζωγραφική. Πέθανε το 2001.
Τα ψάθινα καπέλα (απόσπασμα)
Από χτες ο καιρός είναι στη βροχή, μα δε λέει να βρέξει. Συννεφιάζει, βγαίνει ο ήλιος, ξανασυννεφιάζει, αυτό γίνεται. Λίγες ψιχάλες παν να πέσουν, όμως μένουν στον αέρα, αναδίνοντας το άρωμα της ένωσής τους με τη γη που ακόμα δεν έγινε. Τα δέντρα, αναποφάσιστα, λυγίζουν πότε από δω πότε από κει, οι ρίζες κι οι κορμοί ζητάν νερό, τα φύλλα θέλουν ήλιο. Σκοτεινιάζει, ο ουρανός χαμηλώνει, όλα χαμηλώνουν. Τα ζώα φοβούνται. Οι κότες κουρνιάσανε, τα κουνέλια κάθουνται μαζεμένα και γλείφουνται, οι κατσίκες ρίχνουν γύρω βλέμματα ανήσυχα. Κι ο Μαυρούκος φοβότανε. Κατέβαζε την κομμένη του ουρά, τα μάτια του παρακαλούσαν, φαινόταν το ένα του δόντι σα να το ‘χε ξεχάσει έξω από το στόμα, και δεν το κουνούσε από κοντά μου. Εκεί, τώρα, δεν έχει να φοβάται. Η πλάκα που τον σκεπάζει είναι στέρεα, κανένας άνεμος δεν μπορεί να τη σηκώσει.
Βροντάει. Μια αστραπή. Κλείνουμε τα μάτια γιατί τη μεγάλη λάμψη δεν την αντέχουμε.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής







































































