Παραδίδω τη στήλη για σήμερα στα παιδιά ενός Νηπιαγωγείου και στο παραμύθι τους
(Ηρόστρατος)
Μια φορά και έναν καιρό, στους δρόμους μιας μακρινής πόλης ζούσε μια σκυλίσια παρέα, φίλων κολλητών. Σεργιάνιζαν στους δρόμους θυμωμένοι και σχεδίαζαν πολλές, μα πολλές αταξίες εις βάρος των ανθρώπων. Ήταν βλέπετε πολύ πικραμένοι, γιατί οι άνθρωποι τούς εγκατέλειψαν. Έτσι από τότε ζούσαν μέσα στο κρύο λερωμένοι και πεινασμένοι, με μοναδική τους παρηγοριά τις πονηριές και τις αταξίες.
Μια φορά μάλιστα σε μια λεωφόρο πέταξαν μαγικά καρφιά. Όταν τα αυτοκίνητα, τα ποδήλατα, τα σχολικά, ακόμα και τα καρότσια τα ακουμπούσαν γινόταν κάτι ανήκουστο! Όχι μόνο δεν τρυπούσαν οι ρόδες τους, αλλά φούσκωναν και φούσκωναν τόσο πολύ που γίνονταν σαν μπάλες χοπ-χοπ και το μόνο που άκουγες ήταν «ντόινγκ-ντόινγκ» και κορναρίσματα. Το μποτιλιάρισμα ήταν τόσο δυνατό που κανείς δεν κατάφερνε εκείνη την ημέρα να πάει στη δουλειά του, στο σχολείο του, στην παιδική χαρά ή ακόμα και στο σπίτι του. Τα σκυλιά φυσικά χαίρονταν και γελούσαν με τη ψυχή τους.
Μια άλλη πάλι φορά, πέταξαν μαγική χρυσόσκονη και ο δρόμος μεταμορφώθηκε σε ένα γιγάντιο τραμπολίνο. Άνθρωποι, οχήματα, πυροσβεστικά και παγωτατζίδικα χοροπηδούσαν στον αέρα. Άλλα έπεφταν στα σύννεφα, άλλα κουτουλούσαν με αεροπλάνα και με ιπτάμενους δίσκους. Εκεί τα γέλια των σκυλόφιλων ήταν τόσο δυνατά που ακουγόντουσαν μέχρι το διάστημα.
Σε όλα τα σκυλιά άρεσαν αυτές οι αταξίες, εκτός από ένα, την Αντριάνα που τόσο αγαπούσε τον αρχηγό της σκυλομάδας μας, τον Βασίλη.
– Σε παρακαλώ Βασίλη, οι άνθρωποι είναι καλοί!, έλεγε σχεδόν παρακαλετά κάθε τόσο η Αντριάνα.
– Είναι όλοι τους κακοί, σαν τέρατα, απαντούσε αυστηρά ο Βασίλης.
Σαν πέρασε ο καιρός, τα δύο αγαπημένα ζωάκια παντρεύτηκαν και ζούσαν ευτυχισμένα μέχρι που…
Τα άτακτα σκυλιά αιχμαλώτισαν έναν άνθρωπο και του φέρονταν άσχημα, σαν δούλο άλλη εποχής. Τον έβαζαν να κάνει δηλαδή ότι εκείνοι ήθελαν ή δεν μπορούσαν. Η Αντριάνα όταν το έμαθε φουρκίστηκε τόσο πολύ με τον Βασίλη. Αμέσως έτρεξε να πάει νερό στον καημένο τον άνθρωπο, παγωτό και να του συμπαρασταθεί με χάδια. Μια μέρα μάλιστα τον άφησε να πάει κρυφά στην οικογένειά του που τόσο του έλειπε. Μάλιστα είχε αγανακτήσει με όλη αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά των ιδίων της που μια νύχτα, βρήκε που έκρυβε ο Βασίλης την μαγική του χρυσόσκονη, τα μαγικά καρφιά και την μαγική του μάσκα και τα εξαφάνισε από προσώπου γης. Ο Βασίλης όταν κατάλαβε ότι είχαν χαθεί τα μαγικά του αντικείμενα δεν το έβαλε κάτω και αποφάσισε να τα αποκτήσει ξανά πηγαίνοντας στα μαγικά τρένα των ανθρώπων. Αφού διένυσε μεγάλη διαδρομή μπήκε λαχανιασμένος στο πρώτο βαγόνι. Χωρίς όμως την μαγική του μάσκα, όλοι κατάλαβαν με μιας ότι δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ένα σκυλί του δρόμου και τον πέταξαν κακήν κακώς από αυτό. Έτσι γύρισε σπίτι φανερά στενοχωρημένος. Όμως εκεί τον περίμενε μια έκπληξη που κανείς δεν φανταζόταν.
Η Αντριάνα είχε φέρει στον κόσμο το πρώτο τους κουταβάκι. Όταν το αντίκρισε εκείνος έτρεξε να το σφίξει στην αγκαλιά του, αλλά ήταν πολύ, μα πολύ άρρωστο. Η Αντριάνα έκλαιγε με λυγμούς, ενώ ο Βασίλης δεν ήξερε από την ταραχή του τι να κάνει. Μόλις είδε ο άνθρωπος τι είχε συμβεί έφυγε τρέχοντας από το λημέρι που ήταν φυλακισμένος. «Έτσι είναι οι άνθρωποι, στα δύσκολα σε παρατάνε…», είπε ο Βασίλης και κλότσησε ένα πετραδάκι. Δεν πέρασε όμως μισή ώρα και όχι μόνο επέστρεψε ο άνθρωπος, αλλά έφερε και παρέα. Μαζί του ήταν μια γυναίκα, φίλη του. Όταν είδε το άρρωστο κουτάβι, έτρεξε κοντά του και ξεκίνησε να το εξετάζει. Βλέπετε ήταν κτηνίατρος, γιατρός δηλαδή των ζώων. Του έδωσε τα κατάλληλα φάρμακα και το κουτάβι μας μέσα σε λίγες ώρες γάβγιζε από χαρά, κουνώντας τη μικρή του ουρά ρυθμικά.
– Τι έχεις να πεις τώρα Βασίλη; Ρώτησε η Αντριάνα που έλαμπε το πρόσωπό της από χαρά.
– Είχες δίκιο αγάπη μου, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί, παραδέχτηκε ο Βασίλης και έκλαψε για τα λάθη που είχε κάνει.
Από εκείνη την ημέρα όλα τα σκυλιά φέρονταν γλυκά και τρυφερά στους ανθρώπους. Τόσο πολύ που οι άνθρωποι τα έβαλαν όχι μόνο μέσα στις καρδιές τους, αλλά και μέσα στα ζεστά τους σπίτια. Τα υιοθέτησαν δηλαδή και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Δημιουργία 45 παιδιών του Νηπιαγωγείου «Αγωγή και Φροντίδα», με διευθύντρια τη Μένια Λουκέρη, και προϊσταμένη την Αριστέα Σοφιού. Οι εκπαίδευτικοί που συνέβαλαν στη δημιουργία του είναι: Μαρία Ρουμελιώτου , Κική Καραγιάννη και Μαρία Δελή.
Και το δικό μου σχόλιο
Όπως έμαθα από τη δασκάλα των παιδιών το παραμύθι δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της «Μαγικής Τράπουλας» που έχουμε φτιάξει μαζί με τη ζωγράφο Στεφανία Βελδεμίρη κι αυτό μου έδωσε διπλή χαρά…
Χιούμορ, φαντασία, αλλά και μηνύματα προς όλους: Το ζήτημα των αδέσποτων ζώων και της –δυστυχώς– άθλιας συμπεριφοράς πολλών ανθρώπων απέναντι σε σκύλους, γάτες και άλλα είδη του ζωικού βασιλείου που απασχολεί τα παιδιά στο παραμύθι τους είναι πιστεύω πολύ σημαντικό, όπως και η διαφορετική προσέγγιση τους σε αυτό…
Η καλοσύνη και η αλληλεγγύη μπορεί στο τέλος να νικήσουν. Αρκεί να αρχίσουμε να βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια των παιδιών!
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι της Rachele Z Cecchini.
Βραβεύτηκε στον διαγωνισμό «Dog Photographer of the Year» το 2018