του Νίκου Σταθόπουλου*

Η πιο κοινότοπη διαπίστωση των ημερών είναι η «κοινωνική σιωπή». Ενώ συμβαίνουν τα μύρια όσα, ενώ έθνος και κοινωνία οδεύουν ταχύρρυθμα σε μοιραίες αποδομήσεις, το «πάσχον υποκείμενο» λάμπει δια της απουσίας του από τα δρώμενα, δημιουργώντας μια ισχυρή αίσθηση «τέλους της ιστορίας». Ό,τι αποκαλούμε «σύστημα» φαίνεται να «παίζει μόνο του» όχι απλά χωρίς αντίπαλο αλλά χωρίς καν «γήπεδο», δηλαδή σε κάτι σαν οφθαλμαπάτη όπου όλα γίνονται έννοιες και η πραγματικότητα αποκτά μια μεταφυσική διάσταση. Η ταχύτητα εναλλαγής των οικτρών παραστάσεων λες και τις «αποϋλοποιεί» δημιουργώντας μια ονειριστική σχέση απλής θέασης!

Δεν είναι που μιλάμε για τις καταστάσεις σα να ανταλλάσσουμε σκέψεις για μια έκθεση ιδεών, αλλά κυρίως είναι αυτή η ψυχοπαθητική προσκόλληση σε ένα θέμα το οποίο υποκαθιστά κάθε άλλο: και αυτή η «του γιατρού» προσήλωση, αφορά κατά κανόνα επουσιώδεις όψεις και πτυχές του λεγόμενου «εποικοδομήματος», δηλαδή λεπτομέρειες κατά την καθολικευτική αναπαραγωγή των εξουσια-στικών θεσμίσεων… Είτε Βαλκάνια είτε Μανχάταν είτε συνοικία της Βομβάης: το Θέαμα είναι ο κόσμος, ειδικά στα μαύρα κι άραχλα χρόνια του Χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου της «απογειωμένης» Τεχνολογίας! Και το Θέαμα δεν είναι αποστασιοποιημένο εποικοδόμημα αλλά είναι ο κυρίαρχος τρόπος οργάνωσης της γενικευμένης Εξουσιαστικής Εκμεταλλευτικής Ιεραρχικότητας.

***

Το πρόβλημα της «κοινωνικής αδράνειας», σε αυτό το φόντο θεωρούμενο, έχει διττή σύσταση: Αφενός μεν την αντικατάσταση των ανακλαστικών ευαισθησίας από συμπεριφορικούς αυτοματισμούς διαχείρισης, αφετέρου δε την ισοπέδωση του Πραγματικού εντός ενός τηλεχειριζόμενου συλλογικού φαντασιακού όπου η κρίσιμη και θεμελιώδης αρετή της διάκρισης έχει καταλυθεί από μια τυφλή εξουσιαστική γητειά της «εμπειρίας». Μια «εμπειρία» εντελώς «εδώ και τώρα» και αποκομμένη από κάθε παράδοση και δυναμική χρόνου, άρα «γεγονός» που όπως κάθε «γεγονός» υπάγεται σε μια κάποιου τύπου «ιατρική διευθέτηση»!

Μέσα από ποικίλους δρόμους (πολιτικούς, πολιτιστικούς, ψυχολογικούς) έχει αναιρεθεί η κινητήριος έννοια «υποκείμενο» από μια έμπρακτη αυτοαίσθηση χωρίς βιωματικό βάθος και συντεταγμένες αναγωγές σε κανένα επίπεδο. Ο μεταμοντέρνος καπιταλισμός επιτίθεται καταιγιστικά ασκώντας πολιτική φιλοσοφικών προταγμάτων, κι εμείς (ποιοι είμαστε «εμείς», άραγε;) πνιγόμαστε αενάως σε κλισαρισμένες πολιτικολογίες αρχαιοπρεπούς άσφαιρης πλήξης. Οι «παρίες» αυτοπροσφέρονται στους δουλέμπορους, τον Ερντογάν και τους εμπόρους όπλων, και το «προλεταριάτο» είναι ένα ανεκδιήγητο συνονθύλευμα «ατόμων που κάνουν μια δουλειά»!

Με απεχθή γερασμένη γλώσσα αριστερίζουσας πολιτικής οικονομίας, όπου –παρά τα διακηρυκτικά μπλα μπλα περί «όχι πια οικονομιστική μονομέρεια και μονοδιάστατη ταξικότητα»– όλη η φραστική της μεταπολιτευτικής μπροσούρας ανανεώνει νεκρόφιλα τις αποτυχημένες συνταγές και οπτικές: Η έντρομη «σκέψη» τού «έτσι τα βρήκαμε έτσι τ’ αφήνουμε» αριστερού επιστρέφει και θνήσκει γαλήνια στο τίποτα της ιστορικής μανίας της να πατεντάρει νεολογισμούς.

Τι έχει μείνει από αλήθεια και αξία και όραμα από το 1974 ως τα σήμερα; Πόσο μίζερα εύκολη είναι η «κουλτούρα των αναθεμάτων» που εστιάζει στην «αστική ψευδοδημοκρατία» και μεταφυσικοποιώντας το Πολυτεχνείο «στήνει» αναληθείς διαχωρισμούς ; Ποιοι στήριξαν έμπρακτα και καίρια το «σάπιο αστικό καθεστώς»; Ποιοι μάντρωσαν την κοινωνική δυναμική σε οργανωμένους φενακισμούς; Ποιοι, μαζί με τα ΜΑΤ και –στην άκρη του πλάνου– το Στρατό, περιφρούρησαν το Κοινοβούλιο όπου, σε μια κορυφαία στιγμή απόλυτης γελοιότητας της Πολιτικής, θεσπίστηκε στην πράξη η κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας και η μετατροπή της δημοκρατίας σε «εθνικό γραφείο γενικών εξυπηρετήσεων»; Με αυτό το αισχρό ξεπούλημα ποια «πατρίδα» μπορεί να εκδηλωθεί μέσα σε έναν κατακλυσμό παραποιητικών λέξεων;

Η «κανονικότητά» τους είναι μια νέα «ρουτίνα της υποτέλειας» που πότε θα «σπάει» από υπερμεγεθυμένες ασημαντότητες (Λιγνάδης…) και πότε θα αυτοϊκανοποιείται σε κοινή θέα «κοινοποιώντας» «εξεγέρσεις» και «ανατροπές» σε διάφορα σημεία του «κυβερνοχωριού»

Η διάχυτη «σιωπή των αμνών», υλοποιημένη σαν θορυβώδης πληθύς σκιών, αντανακλά και ανακαθορίζει τη δομική κρίση του παρασιτικού μεταπρατισμού: «Οργανικοποιούμενη» σαν αποικία η Ελλάδα, δηλαδή μεταβαίνοντας από τη μεταπρατική «κατάσταση» στη μεταπρατική «λειτουργία», η κοινωνική της σύνθεση τροποποιείται εκ θεμελίων αφού αποσυνδέεται απόλυτα από την παραγωγή και πλέον αναπαράγεται ως «πλέγμα υπηρεσιών», άρα ως παρα-υποκείμενο που το «ιδρύει» η δοσμένη συνθήκη και όχι μια σαφής και σταθερή δομικότητα.

Το «ρευστό» και το «μεταβλητό» γίνονται οι συντελεστές διαμόρφωσης της συνείδησης, κι αυτό, συνδυασμένο με την ενσωμάτωση του «καλού» πολιτικού προσωπικού, επιφέρει ένα παθητικό ψευδοπράττειν αφού όλα πλέον υπάγονται σε μια ψυχολογία αναμονής και σε μια σταθεροποιημένη αστάθεια που ακυρώνει κάθε προγραμματισμό. Η ετερονομία της Οργανικής Αποικίας δεν είναι μια τυπική υπαγωγή σε κάποιο ξένο δίκαιο, αλλά είναι η τυφλή αυτοϋπαγωγή της σε μια «ορίζουσα γενική δυναμική»: Ο πολίτης πλέον έχει «διεθνοποιηθεί» και αυτό εκφράζεται «αθόρυβα» σαν άτυπη αίσθηση ότι «είμαστε ένα επεισόδιο σε μια παγκόσμια σκηνή».

***

Ο «λαός» δεν «βγαίνει στους δρόμους» γιατί οι «ηγεσίες αγώνα» έχουν ακυρωθεί, γιατί όλες οι γραμμές στραβωθήκαν κι αποτύχαν», γιατί εμπεδώνεται μια πολιτισμική κουλτούρα γενικευμένου χαοτικού κατακερματισμού, γιατί υπάρχει συντριπτική αδυναμία ατομικής ή μικροσυλλογικής διαχείρισης των δισεκατομμυρίων πληροφοριών και ερεθισμάτων, γιατί η Οργανική Αποικία όχι απλά διυπάρχει δια βίου ως «διαρκής διαχείριση χρέους» (άρα, ο «ρεαλισμός» επιβάλλει συμβιβασμό…) αλλά, κυρίως, γιατί η «νέα τάξη συνείδησης» οργανώνεται ως «συμφιλίωση με τον φόβο», «ιδεολογικοποίηση της ασημαντότητας» και «αυτοφαντασιοκοπία επί της λεπτομέρειας».

Ο «λαός», μέσω αυτών, τρέπεται (με «μόρφωση» και «σκέψη», όλα κι όλα…) σε άθροισμα ματαιωμένων ιδιωτικών «κλωβών» αυτεπίστροφης «κραυγής». Ακόμα και όταν συγκεντρώνονται κάπως μεγάλα πλήθη είναι είτε αναπαλαιωμένες κομματικές λειτουργίες είτε εκτονώσεις που συμπληρώνουν με τον «εναλλακτικό πασιφιστικό δημοκρατισμό» τους την Jokerική βία του γραφικού «επαναστατικού» ακτιβισμού.

Στο ενδότατο βάθος αυτής της τραγωδίας, κρύβεται η κόλαση της απουσίας νοήματος! Δεν είναι απλά «πώς να αλλάξουμε τα πράγματα;», αλλά είναι κυρίως «τι ακριβώς να αλλάξουμε, και γιατί, και προς ποια κατεύθυνση;» Δείξτε μου ένα, μόνο ένα, Νόημα που να έχει «μείνει όρθιο», που να μην έχει πολτοποιηθεί είτε από τη φρίκη μιας σατανικής ανθρώπινης διαχείρισης είτε από τις τρομερές μυλόπετρες της επιστημονικοποιημένης «γλωσσικής αναπαράστασης». Οι άδειοι δρόμοι είναι το ρυμοτομημένο άδειο μιας ξεπουλημένης και βραχυκυκλωμένης πνευματικότητας, και οι έρημες πλατείες είναι η απερήμωση μιας παλιωμένης γηραλέας αυτοαναφλεγόμενης συνείδησης.

Αγιάτρευτα παθιασμένοι με τον «υλισμό», κανονικά θύματα του αστικού περιβαλλοντισμού της θετικιστικής υπερβλακείας, αποστρέφουμε σταθερά το πρόσωπο από το πρωτείο της συνειδησιακής ανασυγκρότησης, κι έτσι αυτοπαραπεμπόμαστε στις θλιβερές καλένδες της «πολιτικής αφύπνισης», δηλαδή στον εκλογικισμό που «θα τροποποιήσει σταδιακά τις συνθήκες αλλάζοντας τα περιβάλλοντα». Είναι η καρδιά του ρεφορμισμού ο οποίος στους καιρούς μας βασίζεται στην κατάργηση κάθε πνευματικού υλικού και την απολυτοποίηση του «λειτουργικού πρακτικού λόγου», δηλαδή αντικειμενικά στην προσαρμογή στην Αγορά, το Εμπόρευμα και την Τεχνολογία. Εξ ου και όλο και περισσότερο γίνεται επίκληση στην «υψηλή θεωρία» η οποία εγκλωβίζει στις έννοιες τη φυσική δυναμική της εμπειρίας καταργώντας την απλή λογική και ηθική.

***

«Πού είναι όλοι;»! Είναι πια είτε στην πληκτρολογούσα αδράνεια είτε στη στιγμιαία άναρθρη ανάφλεξη: Η «κανονικότητά» τους είναι μια νέα «ρουτίνα της υποτέλειας» που πότε θα «σπάει» από υπερμεγεθυμένες ασημαντότητες (Λιγνάδης…) και πότε θα αυτοϊκανοποιείται σε κοινή θέα «κοινοποιώντας» «εξεγέρσεις» και «ανατροπές» σε διάφορα σημεία του «κυβερνοχωριού». Ώι ώι μάνα μου, η Παγκοσμιοποίηση είναι εδώ και πολύ πιο βαθιά από ό, τι αποφαίνεται ο νεοτυποποιημένος μαρξισμός της μετανεωτερικής απόγνωσης!

Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα: Κάθε άλλη συζήτηση είναι ήδη αποτυχημένη αφού θα διεξάγεται εντός των τειχών…

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!