Δεν περνά μέρα που να μην βομβαρδιστούμε από καταιγισμό «βομβών»-ειδήσεων για τη δράση βιαστών και για βιασμούς που γίνονται σε όλη τη χώρα. Τα ΜΜΕ διογκώνουν υπέρμετρα το ζήτημα, μετατρέπουν εσκεμμένα τον τηλεθεατή ή αναγνώστη σε κάτι σαν μπανιστιρτζή των αποτρόπαιων εγκλημάτων, ιδιαίτερα σε βάρος παιδιών και γυναικών, ενώ μοιάζει σαν να διαφημίζεται ο τρόπος που μπορεί κανείς να κάνει χρήση του διαδικτύου για να ικανοποιήσει αρρωστημένες ορέξεις. Άλλωστε η εμπορευματική και ψηφιακή κοινωνία προσφέρουν όλα τα «προϊόντα», και το διαδίκτυο πραγμάτων θα λύνει την αναγκαία διασύνδεση πελατείας και κυκλωμάτων για την πραγματοποίηση του εμπορεύματος. Δεν έχει τόση σχέση αν πρόκειται για παιδί, για αγόρι ή κορίτσι, δεν ενδιαφέρει τίποτα – επειδή κι εδώ ισχύει το σχήμα «προσφορά και ζήτηση», πιθανά και το «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο»…
Με την κατεργασία τριών τουλάχιστον δεκαετιών λιτότητας-μνημονίων-ανατίναξης όλων των ισχνών δομών κοινωνικής μέριμνας που υπήρχαν, με την εγκατάλειψη ολόκληρων περιοχών-γειτονιών, με τη φτωχοποίηση και τον εγκλεισμό λόγω πανδημίας, ήταν αναμενόμενο να αυξηθούν οι σκοτεινές πλευρές της κοινωνίας, ο υπόκοσμος, η παραβατικότητα, η εγκληματικότητα, η πορνεία και η εκπόρνευση. Όπως είναι φυσικό να έχουν εκτιναχθεί οι ψυχικές ασθένειες σε μεγάλο φάσμα του πληθυσμού – γεγονός που ακόμα υποτιμάται και δεν απασχολεί.
Αλλά από αυτό το σημείο έως το σημείο να δημιουργείται η αίσθηση ότι είμαστε ένας λαός βιαστών και παιδοβιαστών, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Σαν να θέλουν να μας δημιουργήσουν αισθήματα ενοχής, να νοιώθουμε όλοι συνένοχοι, και με «μαγικό» τρόπο να μετατίθενται οι ευθύνες των θυτών στα θύματα, να στρέφεται η κοινή γνώμη ουσιαστικά ενάντια στα θύματα, και μετά… Μετά έρχονται οι μεγαλοδικηγόροι να «εξηγήσουν» ότι «η επαφή μέσω αγγελίας στο διαδίκτυο δεν διώκεται», ή ότι «πραγματοποιούνται οι φαντασιώσεις μιας 19χρονης μέσα στο αστυνομικό τμήμα» όταν τη βιάζουν δύο αστυνομικοί. Κι ύστερα ο Λιγνάδης αποφυλακίζεται (παρόλο που έχει καταδικαστεί), οι δύο αστυνομικοί του Α.Τ. Ομονοίας είναι ελεύθεροι, προφυλακίζεται χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία η μάνα της 12χρονης του Κολωνού, και τα παιδιά της σχεδόν «καμένης» οικογένειας κλείνονται σε διάφορα ιδρύματα…
Μπροστά μας συντελείται μια κατεργασία και ένα τεράστιο «δούλεμα». Ο βιαστής-προαγωγός και βασικός συντελεστής των επαφών μέσω του διαδικτύου τυγχάνει να είναι παράγοντας κομματικός, να κάνει χρήση των σχέσεων που είχε με το κράτος και τους διάφορους θεσμούς, και αυτή η πλευρά δεν ερευνάται, ούτε τονίζεται. Η λίστα των 213 ονομάτων δεν αποκαλύπτεται, με πολύ αργό ρυθμό εντοπίζονται «μικρά ψάρια» της λίστας, και συγκαλύπτονται άλλα που πιθανόν έχουν σχέσεις με κράτος, κυβέρνηση, δημοσιογραφία, επιχειρηματίες κ.ο.κ.
Διογκώνεται η σαπίλα, και αυτό επηρεάζει και μέρος της κοινωνίας. Η κοινωνία όμως είναι πολλαπλά κατακερματισμένη, εγκαταλειμμένη όσο ποτέ άλλοτε, με διαλυμένες δομές, χωρίς έκφραση και δυνατότητα αντίδρασης, χωρίς ελπίδα. Η συντριπτική πλειοψηφία βλέπει και αισθάνεται ότι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή, ότι η επισφάλεια είναι μόνιμος όρος, ότι η επιβίωση δυσκολεύει, ότι οι νέες γενιές αντιμετωπίζουν πολλά αδιέξοδα. Παράλληλα βλέπει και νοιώθει την ασυδοσία, την αλαζονεία, το «ακαταδίωκτο» που έχουν οι ελίτ και το κράτος τους (αστυνομία, δικαστική εξουσία, ΜΜΕ κ.λπ.), και καταλαβαίνει ότι υπάρχει μια σύμφυση των ελίτ με τον υπόκοσμο και ένα νέο παρακράτος που έχει δημιουργηθεί.
Από ποιον να ζητήσει η κοινωνία προστασία σε τέτοιες συνθήκες; Μπορεί να διανοηθεί κανείς τι προϋποθέσεις χρειάζονται και τι θα σήμαινε μια πραγματική κάθαρση έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα; Τι χρειάζεται για να καθαρίσει η «κόπρος του Αυγεία»; Αναζητείται μια απάντηση που να εμπλέκει την κοινωνία σε κίνηση, σε αντίσταση, σε επανανοηματοδότηση.