από τον Δημήτρη Ουλή
Ένα από τα πολλά τεκμήρια του υπερφίαλου και θεομάχου πνεύματος της παρούσας κυβέρνησης αποτελεί εξάπαντος το φορολογικό «μασάζ» στο οποίο υποβάλλει προοδευτικά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, προκειμένου να προωθήσει την υπόθεση του πλαστικού χρήματος. Ήδη, η παρούσα φορολογική συνθήκη απαιτεί ηλεκτρονικές αποδείξεις για το δέκα τοις εκατό του εισοδήματος, όταν αυτό δεν υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ, και για το δεκαπέντε τοις εκατό του εισοδήματος, όταν αυτό φτάνει μέχρι και το ποσό των 30.000 ευρώ. Για όποιον δεν μασάει κουτόχορτο, είναι προφανές ότι τα ποσοστά αυτά αποτελούν απλώς τιμές εκκίνησης: χρόνο με το χρόνο θα αυξάνονται διαρκώς, κατά τρόπον ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες ολοκληρωτικής πλαστικοποίησης και ψηφιοποίησης της ελληνικής οικονομίας, μέσα σε προοπτική πενταετίας. Δεν αργεί ο καιρός, επομένως, κατά τον οποίο όλες οι οικονομικές μας συναλλαγές θα γίνονται αποκλειστικά μέσω κάρτας. Για να παταχθεί κατακέφαλα η φοροδιαφυγή, να εμπεδωθεί θεσμικά το πόθεν έσχες, για να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή οι ιθύνοντες πού βρισκόμαστε, τι πουλάμε και σε ποιον, τι αγοράζουμε και από ποιον.
Δεν ξέρω αν στο barcode ή στο τσιπάκι της κάρτας με την οποία πρόκειται όλοι να εφοδιαστούμε οσονούπω, θα αναγράφεται ο αριθμός «666». Δεν χρειάζεται ωστόσο μεγάλη οξυδέρκεια για να αντιληφθεί κανείς ότι, στην καθημερινή της χρήση, η κάρτα αυτή είναι προορισμένη να επιτελέσει όλες τις λειτουργίες που παραδοσιακά συνυφαίνονται με το «σφράγισμα του Αντιχρίστου», έτσι τουλάχιστον όπως αυτό αναπαράγεται στη ψυχωφέλιμη λαϊκή φιλολογία της ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεκαετίες τώρα, προφητείες αγίων και γερόντων, οράματα μοναχών και διαπρύσια κηρύγματα δεσποτών, καταγγέλλουν με ασίγαστο μένος τις «νέες» ηλεκτρονικές ταυτότητες και κάρτες, ως αναπότρεπτα «σημεία» της επικείμενης συντέλειας. Η επαγρύπνηση του χριστεπώνυμου πληρώματος έναντι των συγκεκριμένων «σημείων» αναδεικνύεται σε πλείστες περιπτώσεις ως ζήτημα ζωής και θανάτου, κατακλύζει δε σε τέτοιο βαθμό το εκκλησιαστικό φαντασιακό, ώστε φτάνει στο σημείο να αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της, ακόμα και σε καινοφανή μορφώματα λαϊκής χριστιανικής τέχνης (θυμηθείτε, για παράδειγμα, το αριστουργηματικό Τσιπάκι των «παπα-ροκάδων»).
Όθεν και η οδυνηρή απορία μου για τη συντονισμένη σιωπή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας απέναντι στο συντελούμενο κακό. Η κάρτα με το τσιπάκι του Αντίχριστου, σεβαστοί γέροντες και πατέρες, δεν αφορά πλέον σε κάποιο απροσδιόριστο μελλοντολογικό σενάριο. Αντίθετα, αποτελεί μία τρέχουσα πραγματικότητα. Σκεφθείτε το: ακόμα και οι πιο ασήμαντες δοσοληψίες μας, πρόκειται στο εξής να εποπτεύονται, να καταγράφονται και να αστυνομεύονται από την παντεπόπτρια Αγορά και τη δολοπλόκο Κάρτα της. Γιατί, λοιπόν, δεν εξεγείρεστε; Γιατί δεν πρωτοστατείτε ώστε να κατέβουν ξανά πλήθη στους δρόμους, όπως επί μακαριστού Χριστοδούλου; Γιατί το πάλαι ποτέ αγωνιστικό και μαρτυρικό πνεύμα της Ορθοδοξίας αποδεικνύεται καθεύδον έναντι της νέας φορολογικής δυστοπίας; Γιατί δεν χτυπάτε πρώτοι εσείς, ως πατέρες του Έθνους και θεματοφύλακες της Ορθοδοξίας, τις καμπάνες ενός γενικού σωτηριολογικού συναγερμού; Γιατί δεν διασφαλίζετε πατρικά το ποίμνιό σας από τους θανάσιμους κίνδυνους της Κάρτας, που φέρει εντός της το τσιπάκι του Αντιχρίστου;