«…Δεν το ’χω σκοπό ν’ αγιάσω. Βαριέμαι όσο δεν παίρνει τους αγίους, και προπάντων εκείνους που το ξέρουν πως θα γίνουν Άγιοι και γλαρώνουν ζαχαρολυπημένα τα μάτια τους για ναν τους πάρει έτσι κάπως υπεργήινους ο φακός του φωτογράφου μου…»
Γιάννης Ρίτσος,
Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Άγιος
«…Στη μέση της κάμαρας η μεγάλη πράσινη λεκάνη της εξορίας – τέλειος κύκλος…»
Τριάντα χρόνια πριν, τον Φεβρουάριο του 1985, με αυτή τη φράση έκλεινε ο ένατος και τελευταίος τόμος του Εικονοστάσιου Ανωνύμων Αγίων, του Γιάννη Ρίτσου. Ήταν το τέλος μιας περιπέτειας που ξεκίνησε το 1942:
«…Προσπαθώ να είμαι ειλικρινής, αφού και το 1942, μέσα σ’ εκείνη την τρομερή εποχή, γράφοντας κάτι σαν ημερολόγιο, για να ξεδώσω μια στάλα απ’ την πίκρα, την πείνα και τον θάνατο, το ’χα ονομάσει “Ασκήσεις ειλικρίνειας”… κάτω από ’να ύφος καραγκιοζίστικο, παλαβό, αυτοειρωνικό ή και παρανοϊκό (κι αυτό το βλέπω καθαρότερα τώρα), πολλά κρύβονταν, αποσιωπούνταν, παραμορφώνονταν, για χίλιους γνωστούς και άγνωστους λόγους, κάτω απ’ τις απαγορεύσεις πολλαπλής λογοκρισίας τόσο γενικής όσο και ατομικής…»
Το υλικό αυτό είχε αποτελέσει τη βάση του βιβλίου Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1942, στην Αθήνα, ξαναγράφτηκε το 1971 στο Καρλόβασι και πήρε την τελική του μορφή το 1983, οπότε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά.
Στην ουσία έμεινε για 41 χρόνια στο συρτάρι, αλλά η έκδοσή του πυροδότησε την έμπνευση του συγγραφέα που λίγο καιρό αργότερα γράφει και κυκλοφορεί το Τι παράξενα πράματα, που θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων. Ακολουθεί σε λίγους μήνες το μυθιστόρημα Με το σκούντημα του αγκώνα και για πρώτη φορά ο Ρίτσος, σε σημείωσή του στο τέλος του βιβλίου, μιλά για «Τριλογία» που ίσως εκδοθεί σε έναν τόμο.
Ακολουθεί το Ίσως να ’ναι κι έτσι, το οποίο θεωρεί «ολοφάνερη συνέχεια του Με το σκούντημα του αγκώνα» και γράφει πως μπορεί να υπάρξει και συνέχεια.
Το Ίσως να ’ναι κι έτσι, χωρίς να είναι πιο τολμηρό από τα δυο προηγούμενα βιβλία πυροδότησε… θύελλα.
Ξέσπασε μια απίστευτη διαμάχη που ξεκίνησε από σειρά άρθρων της Πολιτιστικής, πέρασε στην Αυγή και στον Ριζοσπάστη και σε άλλες εφημερίδες της εποχής.
Οι τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί:
Αντώνης Στέμνης, Όχι κι έτσι – Κ., Ψάρεμα στα θολά νερά – Έλλη Αλεξίου, Προβοκάτσια εναντίον τίνος; – Γιώργος Λιζικιρίκης, Κρούσμα οδυνηρό – Λιλιάνα Δρίτσα, Κριτική αναφορά χαρακτηρισμοί κι ιδανικά – Αύγουστος Μπαγιόνας, «Ηθικολογία» και ποιητικός λόγος – Ελένη Αστρινάκη, Ή δεν είναι έτσι; – Θάνος Ασίκης, Ίσως να ‘ναι η ουσία – Λιλή Ζωγράφου, Η ώρα της κριτικής – Νίκος Παππάς, Μακάρι στο χώρο της στενής κι ευρύτερης Αριστεράς να ’χαμέ τέτοιας ποιότητας όργανα – Ευτύχης Μπιτσάκης, Αλλόκοτα πράγματα – Ήλεκτρα Ανδρεάδη, «Ήθος», άποψη και «προβοκάτσια» – Δημήτρης Βάρος, Ασυλία κριτικής; – Μαρία Νεοφώτιστου, «Θεοί» και λογοτεχνία – Στρατής Γ. Φιλιππότης, Βαρύτατη ύβρις
(Ίσως να ‘ναι κι έτσι, Πολιτιστική, 20 (Ιούνιος ‘85) 41-55, [Δ 1049] )
Πάντως, πριν ξεσπάσει η διαμάχη ο Ρίτσος είχε ήδη γράψει τον Γέροντα με τους χαρταϊτούς, το Όχι μονάχα για σένα, το Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο, το Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις καθώς και τον ένατο και τελευταίο τόμο, Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Άγιος…
Όπως γράφει ο ίδιος ο ποιητής, τα κείμενα ήταν ουσιαστικά έτοιμα, όταν «ένα ξαφνικό γεγονός (ο θάνατος του αξέχαστου φίλου Μάνου Κατράκη) με υποχρέωσε να επιστρέψω στην Αθήνα και μ’ έβγαλε εντελώς έξω απ’ το σαρκαστικό πνεύμα του Αρίοστου…». Πέρασαν πέντε μήνες για να ξαναπιάσει τα χαρτιά του.
Το «Εικονοστάσιο» σήμερα
«…Πιο πολύ ο Ρίτσος με αγγίζει με τη γραφή του και με την προσοχή που δίνει στα μικρά πράγματα της καθημερινότητας, το κομμάτι του σπασμένου γυαλιού, όπου καθρεφτίζεται ο ουρανός. Είναι ποιητικός χωρίς να γίνεται απολιτικός και πολιτικός, χωρίς να παραβλέπει την ποίηση και το αίνιγμα που είναι ο κόσμος και ο κάθε άνθρωπος…». Ο Αυστριακός συγγραφέας Ξάβερ Μπάγιερ, στη συνέντευξή του στον Δρόμο, εντόπισε την ουσία της πεζογραφίας του Ρίτσου και επί της ουσίας με παρακίνησε να ξαναπιάσω τα βιβλία στα χέρια μου, λέγοντας πως συχνά ο ίδιος ανατρέχει στο Εικονοστάσιο.
Οι ίδιοι οι τίτλοι των βιβλίων είναι τα κεφάλαια-κλειδιά ενός σημαντικού έργου. Όσοι προτίμησαν να διαλέξουν τα «τολμηρά» και κατά κάποιους «πορνογραφικά» κομμάτια κατάφεραν να συσκοτίσουν και να εμποδίσουν την ελεύθερη προσέγγιση του έργου.
Προφανώς κι ο ίδιος ο Ρίτσος θέλησε, στο τέλος, να προσγειωθεί με τον κάπως «κατευναστικό» τελευταίο τόμο. Παρ’ όλο που την στιγμή που έγραφε συνειδητοποιούσε κι ο ίδιος τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε, ήδη από το Τι παράξενα πράματα που αποτελούν και το βιβλίο-τομή της εννεαλογίας:
«…Τι παράξενα πράματα είναι τούτα. Ξεδιάντροπα, πορνά… φτου πιπέρι στο στόμα του. Θα του ’στριψε του παιδιού. Πρέπει να του τα ψάλουμε. Τον παραχαϊδέψαμε βλέπεις κι εμείς… Αμέ τα παλιά του; Α, εκείνα μάλιστα. Ας μη τον πικράνουμε, λέω δικός μας είναι. Θα συνέλθει…».
Και απαντά ο ίδιος: «Θα νιώσουν μια μέρα τα συντρόφια μου, τα σημερινά (και πιότερο τ’ αυριανά) πως με τούτα ακριβώς τα «παράξενα πράματα» τους έχω δώσει ό,τι περισσότερο και καλύτερο κι ελεύθερο, ό,τι πιο ξάστερο έχω και έχουν και έχουμε και θα έχουν, από άσπρο, από κόκκινο, από βαθύ και μυστικό και γαλάζιο, από φτερό και αιωνιότητα. Αλλά μπορεί και να με κόψει κι η μονόφθαλμη, άγρυπνη λογοκρισία…».
Σελίδες συγκλονιστικές, σελίδες βαθύτατα πολιτικές, ερωτικές, προσωπικός σπαραγμός. Για εκείνα που δεν κατανοούσε η Αριστερά, αλλά που είναι αξεχώριστα κομμάτια της προσωπικότητας του καθενός μας.
«Άστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου ’ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας…». (Ίσως να ’ναι κι έτσι)
Τόλμησε να μιλήσει…
Διαβάζω, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα στο Διαδίκτυο κριτικές που αναπαράγουν και δικαιώνουν την απίστευτη επίθεση που είχε δεχτεί το έργο του Ρίτσου. Και σκέφτομαι πόσο θα είχαμε όλοι ωφεληθεί και δει καθαρότερα, αν 30 χρόνια πριν μπορούσαμε να διαβάσουμε με ανοικτό μυαλό και να καταλάβουμε το μεγάλο τόλμημα του ποιητή. Ο ίδιος μέσα από την εννεαλογία μάς χαρίζει σπαράγματα μιας αυτοβιογραφίας, δισταγμών, διχασμών, προβληματισμών, τολμώντας να μιλήσει για εκείνα που δεν μιλάμε. Και έχω την εντύπωση πως χωρίς αυτά τα εννιά βιβλία του Εικονοστάσιου είναι αδύνατον να μπούμε στο βάθος του έργου του Ρίτσου. Να δούμε πώς γεννήθηκαν οι στίχοι του. Άλλωστε, μέσα στα βιβλία παρελαύνουν κάποιοι φίλοι-πρωταγωνιστές που προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο αυτά που γράφει ο ποιητής, αμφισβητώντας τον συχνά. Είναι σαν να διαβάζουμε τον λόγο και τον αντίλογο.
Πιστεύοντας πως όλοι αυτοί οι προβληματισμοί για την τέχνη, την Αριστερά, τον έρωτα, την προσωπική στάση, τον τρόπο που μοιράζεται κανείς, «γιατί η ομορφιά παιδί μου είναι κάτι… που δεν το αντέχεις μόνος σου και θέλεις να το μοιράσεις σ’ όλους, να το δουν και να το χαρούν όλοι ανεξαιρέτως, κι όσο το μοιράζεις τόσο και πιο πολύ πολλαπλασιάζεται και τόσο πιο πολύ γίνεται δικό σου και σε ονομάζει…». Είναι αυτό που ο Ρίτσος λέει «σκούντημα του αγκώνα». Ο τρόπος που καλούμε το σύντροφο, το φίλο να μοιραστεί μαζί μας κάτι όμορφο που βλέπουμε. Μακάρι να είχα το χώρο να αναφερθώ σε κάθε ένα από τα βιβλία χωριστά, διότι το καθένα αποτελεί κι ένα αυτόνομο σύνολο, πάντα στην ίδια λογική.
Ένα «σκούντημα του αγκώνα» είναι αυτά τα πεζογραφήματα. Κι αν μπορούσαμε να τα διαβάσουμε και να κατανοήσουμε το βάθος τους σήμερα, πολλά πράγματα μέσα μας και γύρω μας θα ήταν διαφορετικά.
«…Κι ίσως μια μέρα, με μυριάδες αγώνες κι αγρύπνιες κι ανασκαφές μέσα μας κι έξω μας, μέσα στην ιστορία και στο μέλλον, να φτάσουμε στη Χώρα του Χαμόγελου, εκεί, που πέρα από φυλές, θρησκείες, παραδόσεις, γλώσσες, θ’ αναγνωρίζει ο άνθρωπος τον άνθρωπο αδελφό του απ’ το ίδιο αυτεπίγνωστο χαμόγελο και θ’ ανταλλάσουν βλέμματα κι αισθήματα μιας πανανθρώπινης δημιουργικής ευχαριστίας»… (Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο)
Κώστας Στοφόρος