Ένας βασιλέας μια φορά είχε πεθάνη και δεν άφησε διάδοχον εις το βασίλειόν του· και οι άνθρωποι γύρευαν άνθρωπον μ’ αρετή να τους κυβερνήση.

Εκεί ήταν ένας δεσπότης πολλά ενάρετος. Είχε ένα δίχτυ κι’ όταν θα ’τρωγε ψωμί, το πάγαινε ο διάκος και το ’στρωνε· κι’ έτρωγε απάνου στο δίχτυ. Οι άνθρωποι οπού δεν είχαν βασιλέα είδαν αυτόν τον άγιον δεσπότη με τόση αρετή και τον θέλουν διά βασιλέα τους. Πήγε όλος ο κόσμος και τον πήραν και τον θρόνιασαν. Αφού τον κάμαν βασιλέα, τότε το βράδυ ο δυστυχής διάκος παίρνει το δίχτυ να το στρώση να φάγη ο βασιλέας. Τότε το ’χει μίαν κατακεφαλιά του διάκου και του λέγει· «Βρε αχρείε, το ψάρι οπού γυρεύαμεν τόσα χρόνια, κι’ αφανιστήκαμεν τρώγοντας εις το δίχτυ, το πιάσαμεν· και τώρα σ’ αυτό μου φέρνεις να φάγω; Φέρε τραπέζια και συγύρια λαμπρά κι’ ο Θεός να μη μας το χρωστάγη να ξαναϊδούμεν το δίχτυ».
Κι’ ο Κυβερνήτης μας σπούδαζε τους Έλληνες την οικονομίαν όσο να τους μπερδέψη με το δίχτυ. Όμως οι λύκοι οπού τρώγαν τα πρόβατα δεν ψόφησαν – γέννησε κι’ άλλους πολλούς ο Κυβερνήτης μας κι’ ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος. Φωνάζουν όλοι οι Έλληνες: ο Βιάρος κι’ ο Αγουστίνος λένε των αγωνιστών· «Σύρτε διακονέψετε». Και οι σπιγούνοι πλερώνονται βαριά να μαθαίνουν τι κάνουν οι άνθρωποι εις τα σπίτια τους. Κι’ από αυτό φαίνεται ότι είναι μακρυά από την δικαιοσύνη του Θεού.
Οι Έλληνες, Κυβερνήτη, διψούσαν δι’ αρετή και διά πατριωτισμόν, να τους σώσης από τα δεινά τους καθώς έσωσε ο Βάσιχτον την πατρίδα του Αμερική και του κάνουν τρόπαια και θα του κάνουν όσο στέκει ο κόσμος, ότι του ανήκουν – λευτέρωσε την πατρίδα του. Εσύ ο Έλληνας, ο φωτισμένος, ο ζυγωμένος εις τους δυνατούς, αν ήθελες να τους μιλήσης ως τίμιος Έλληνας, ως Κυβερνήτης αυτεινών των δυστυχισμένων, οπού κάθε στιμή έγραφες να σ’ εκλέξουν Κυβερνήτη, κι’ ο Κολοκοτρώνης κι’ ο Μεταξάς κι’ η συντροφιά σε έκλεξαν, πού είναι η δικαιοσύνη σου; Αν είχες αρετή, εκεί οπού σου είπαν οι δυνατοί δεν κάνει σύνταμα εις την Ελλάδα, δεν θα τους έλεγες εσύ· «Μήνα τό ’φκειασα εγώ να τους το χαλάσω; Το ’χουν φκειασμένο μ’ αίμα και με δυστυχίες. Τώρα που θα λάβω τα χρέη του Κυβερνήτη εγώ θα ορκιστώ σ’ αυτό το σύνταμα – πώς μπορώ να γένω επίορκος;» Και του Σουλτάνου να το ’λεγες με τρόπον θα συνκατάνευε, όχι οι ευεργέται μας χριστιανοί. Κι’ αν δεν θέλαν, τότε να μην έρθης. Τότε λεγέσουνε κι’ όντως Χρυσόστομος κι’ η πατρίδα σου θα σ’ ευγνωμονούσε και θα σ’ έλεγε ευεργέτη της. Κι’ είχες τον τόπον των ευεργέτων· κι’ ερχόσουν και σε θεωρούσε ως τοιούτον· κι’ ας μην ήσουν κυβερνήτης – τότε ήσουνε καλύτερος. Ότι θα την γλύτωνες από τους λύκους.
Τώρα, ήταν λύκοι, έφκειασες κι’ αρκούδια. Όλα τα είχαμεν, σπιγούνους δεν είχαμεν· τώρα έγειναν οι περισσότεροι Έλληνες. Και δεν έγιναν μόνοι τους, τους κάνεις η Εξοχότη σου, ο Βιάρος, ο Αγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργειές πλερωμές ανθρώπων οπού δεν έχουν δικαιώματα. Των αγωνιστών πολλών τους λέτε· «Σύρτε διακονέψετε». Τότε όλοι θα γένουν σπιγούνοι. Κι’ αυτό το σκολείον θα φάγη την λευτερία μας· κι’ αυτείνη την λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο· ότι δεν είμαστε πουλάκι να χωρέσουμεν πίσου, εγίναμε πουλί και δεν χωρούμεν.

* Στρατηγού Μακρυγιάννη,
Απομνημονεύματα (Βιβλίο 1ο, απόσπασμα).

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!