του Δημήτρη Παπαχρήστου*
Καθώς περνούν τα χρόνια πληθαίνουν οι κριτές που μας καταδικάζουν, διαπιστώνει ο Σεφέρης, εκφράζοντας τον αναστοχασμό του και την πικρία του. Και συμπληρώνει: «Είναι πιο μεγάλος ο πόνος όταν νοιώθεις ξένος στον ίδιο σου το τόπο». Μισός αιώνας πέρασε και συμβαίνει το ιστορικό παράδοξο, να φτάσουμε στο σημείο να επικαλούνται το Πολυτεχνείο, «ήμουν κι εγώ εκεί», και να το τιμούν και οι απόντες ως ιστορικό γεγονός, επειδή έγινε η περηφάνια της χώρας μας και ένα από τα παγκόσμια γεγονότα του νεολαιίστικου κινήματος, και να το μισούν και να το πολεμούν πιο πολύ δεξιοί και φασίστες.
Η εξέγερση του Νοέμβρη του ’73, πέρα από όλα τ’ άλλα, ξελάσπωσε και την παθητικότητα και την ανοχή που έδειξε η πλειονότητα του λαού μας, που βολεύτηκε από τη δήθεν ανάπτυξη και κρύφτηκε πίσω από τον φόβο. Γι’ αυτό φωνάζαμε όλοι οι εξεγερμένοι, όχι μόνο οι φοιτητές αλλά και οι εργάτες και οι αγρότες και οι μαθητές: «Έξι χρόνια είναι πολλά, δεν θα γίνουνε εφτά», «Ή τώρα ή ποτέ», «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός».
Πέρα από την ιστορία που γράψαμε χωρίς να το γνωρίζουμε εκείνες τις τρεις μέρες, η εξέγερση της 17 Νοέμβρη του 1973 έγινε και συμβολικό γεγονός, που δείχνει το δρόμο της συνέχειας του αγώνα στους νέους. Έγινε και σταθμός ανεφοδιασμού για να πάρουν εφόδια, πετώντας από πάνω τους τα βάρητα του παρελθόντος, για να συνεχίσουν από εκεί που δεν μπορέσαμε να φτάσουμε εμείς. Επειδή ο αγώνας μας δεν δικαιώθηκε, αν και συνέβαλε αποφασιστικά να πέσει η χούντα.
Το Πολυτεχνείο δεν έχει ιδιοκτήτες
Ανήκει σ’ όλους εκείνους που συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται, επειδή όποιος αγωνίζεται δεν έχει καιρό να απογοητευτεί. Το Πολυτεχνείο είναι το αγκάθι της υπνώττουσας κοινωνίας μας. Είναι επικίνδυνο. Δείχνει το δρόμο εκεί στην Πατησίων, στέκει όρθιο, προτρέπει στην εξέγερση και στην καθημερινή αφύπνιση, και εμπνέει. Επειδή δεν έγινε κάποτε και άπαξ, είναι η ζώσα μνήμη, αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας, το κρατάνε μέσα τους και το κουβαλάνε πάνω τους, οι πάνω από 1.103 τραυματίες και οι πάνω από 1.500 συλληφθέντες.
Οι νεκροί δεν σκοτώθηκαν άδικα, είναι πάνω από 38 καταγεγραμμένοι με όνομα και επώνυμο, συν αυτοί που δεν θα τους μάθουμε ποτέ, επειδή η χούντα τους έθαψε τρομοκρατώντας τους γονείς τους και τους συγγενείς τους. Στο βιβλίο «30+1, το Πολυτεχνείο ζει» αναφέρονται τα ονόματά τους. Τιμούμε τους νεκρούς μας, είναι η παράδοση του πολιτισμού μας από αρχαιοτάτων χρόνων.
Από την πρώτη στιγμή αμφισβήτησαν τους νεκρούς. Είπαν πως το εκμεταλλεύτηκε ο Ιωαννίδης για να ρίξει τον Παπαδόπουλο, με αποτέλεσμα την προδοσία της Κύπρου οκτώ μήνες αργότερα. Μα είναι γνωστό και ειπώθηκε στη δίκη της χούντας ότι, ένα μήνα πριν το Πολυτεχνείο, με την προτροπή-ανοχή των ΗΠΑ, είχαν αποφασίσει την ανατροπή του. Το ομολόγησε το πρωτοπαλίκαρο του Ιωαννίδη, ο ταγματάρχης Αριστείδης Παλαίνης, πως συνωμότησαν ο Μπονάνος, ο Πυλιχός, ο Γκιζίκης (ο μετέπειτα πρόεδρος της δικτατορικής δημοκρατίας), και φυσικά ο πρωταίτιος του πραξικοπήματος Ιωαννίδης.
Παρ’ όλα αυτά το χρησιμοποίησαν περισσότεροι οι άκαπνοι και τα κόμματά τους, που ήταν εναντίον της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, και μιλάνε σήμερα για ξεπούλημα και για κάποιους που το εξαργύρωσαν προκειμένου να συκοφαντήσουν το ίδιο το γεγονός, την ίδια την εξέγερση. Επειδή και σήμερα το φοβούνται καθότι, τηρουμένων των αποστάσεων και των αναλογιών, έχουμε και ζούμε μια αντιπροσωπευτική- ολιγαρχική Δημοκρατία που κάνει πράγματα χειρότερα και από τη χούντα των συνταγματαρχών, και μας καθιστούν και από πάνω και συνένοχους.
Μοιραστήκαμε τον φόβο
Μας ρωτάνε τα παιδιά αν φοβηθήκαμε. Δεν μπορούμε να πούμε πως δεν φοβηθήκαμε μπροστά στα τανκς, τους φαντάρους και τους σκυλιασμένους αστυνομικούς. Μοιραστήκαμε τον φόβο και τον υπερβήκαμε. Κρατούσε ο ένας τον άλλο από το μπράτσο, κάναμε τα τραγούδια και τα συνθήματα γροθιές τη στιγμή που πυροβολούσαν και σκότωναν οι ελεύθεροι σκοπευτές από το Ακροπόλ και από τους γύρω δρόμους, όπου είχαν στήσει οδοφράγματα οι συναγωνιστές μας. Η συλλογικότητα, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη μας ένωσαν και έγιναν η υπέρτατη δύναμη μας.
Και όσοι συναγωνιστές-συμφοιτητές μας πίστευαν πως δεν ήταν ώριμες οι συνθήκες να συγκρουστούμε άμεσα με τη χούντα, και μας είπαν «οι τριακόσιοι προβοκάτορες του Ρουφογάλη» στην Πανσπουδαστική Νο 8, τον Φλεβάρη του ’74, σήμερα κάνουν την αυτοκριτική τους. Παρ’ όλα αυτά μείνανε εκεί, κι ας είχαν πάρει από το ΚΚΕ, που ήτανε αλάργα, τη γραμμή να φύγουνε, το ίδιο και από το ΚΚΕ εσωτερικού, γιατί τους καπελώνανε οι «αριστεριστές».
Δεν κάναμε μια στροφή στην Πατησίων για να μπούμε στο Πολυτεχνείο να το καταλάβουμε. Ήταν το αποκορύφωμα του αγώνα μας, που άρχισε μέσα από τις παρέες μας, τους έρωτές μας, από το κίνημα στην Αμερική ενάντια στον πόλεμο, το Γούντστοκ, από το «Φράουλες και Αίμα» και φυσικά από τον Μάη του ’68. Μα πιο πολύ από την πίστη μας στην ελευθερία, στη ζωή, και από το όραμά μας να αλλάξουμε τον κόσμο.
Η χούντα πίστεψε πως με τα στρατοδικεία, τις φυλακές, τα βασανιστήρια, τις εκτοπίσεις αγωνιστών της αντίστασης, διαλύοντας τις οργανώσεις που από την πρώτη στιγμή την πολέμησαν με προκηρύξεις, μπόμπες και δυναμικές ενέργειες, θα επιβληθεί η τάξις και η ασφάλεια. Με το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» του Ζαγοριανάκου, τα καθαρά χέρια του Λαδά, το μυστρί του Πατακού και το γύψο του Παπαδόπουλου, που τον έβαλε στον ελληνικό λαό, ως γιατρός και σωτήρας, για να θεραπευτεί από την αρρώστια της δημοκρατίας…
Στις δύο κολώνες της πύλης του Πολυτεχνείου τα συνθήματα είχαν γραφτεί από τα χέρια και το πινέλο του φοιτητή της Σχολής Καλών Τεχνών Γιάννη Καΐλη από το Δίστομο, που τον Φλεβάρη του 1974 τον δολοφόνησαν, παρουσιάζοντας το θάνατό του ως αυτοκτονία. Εκεί στα Εξάρχεια, στην οδό Δερβενίων…
Αυτοοργάνωση
Εμείς, παρ’ όλες τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια, αρχίσαμε να αυτοοργανωνόμαστε σε τοπικούς συλλόγους πανελλαδικά, και σε φοιτητικές επιτροπές αγώνα στις σχολές μας, από το 1969. Αυτό βοήθησε να γνωριστούμε και να συντονιστούμε εναντίον των εγκάθετων διορισμένων στα διοικητικά συμβούλια των σχολών. Οι εκλογές που διεκδικούσαμε από το 1972 με υπογραφές των ψυχωμένων φοιτητών και με τις προσφυγές στα πρωτοδικεία ήταν το μέσον και ο αποφασιστικός μας τρόπος να πολεμήσουμε τη χούντα και το σύστημα που γεννάει χούντες, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τις παραφυάδες αυτού, το ΝΑΤΟ, που στήριζαν τη δικτατορία.
Η δημιουργία του φοιτητικού κινήματος λειτούργησε αυτόματα, κι όταν μας στράτευσαν κόβοντας την αναβολή μας με το νόμο 1347 το Φλεβάρη του 1973, μετά τη δίκη των έντεκα, οι συμφοιτητές μας κατέλαβαν τη Νομική το Φλεβάρη και το Μάρτη, φωνάζοντας το σύνθημα «Φέρτε τα αδέλφια μας πίσω».
Είχαμε ξανοιχτεί στην ελληνική κοινωνία αψηφώντας τις συλλήψεις, τρομοκρατώντας τους τρομοκράτες. Το αυθόρμητο της νιότης αυτοοργανώθηκε στην κατάληψη του Πολυτεχνείου μετά από οκτώ μήνες, ανατρέποντας και αποτρέποντας τους γεφυροποιούς του Αβέρωφ και την προσπάθεια της χούντας με τον Μαρκεζίνη, που τον φωνάζαμε μασκαρά στο Πολυτεχνείο, να φιλελευθεροποιήσουν και να εκδημοκρατίσουν τη δικτατορία με τους στρατηγούς από πίσω, α λα Τούρκα, και τους πολιτικούς που λίγο έλειψε να ενδώσουν μπροστά, ως μαριονέτες πολιτικοί. Η αυτοργάνωση του φοιτητικού κινήματος στη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου δημιούργησε την άμεση δημοκρατία του Σόλωνα, του Κλεισθένη και του Περικλή. Η ουτοπία μας έγινε πραγματικότητα και βρήκε τον τόπο της στο Πολυτεχνείο.
Το κάστρο μας
Μια μειοψηφία είμασταν, πέντε χιλιάδες στους εβδομήντα χιλιάδες των σχολών της Αθήνας. Το ίδιο έγινε στη Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα. Δεν ήταν όλος ο ελληνικός λαός, γι’ αυτό φωνάζαμε «Συμπαράσταση λαέ» και «Πώς είναι δυνατόν να κοιμάστε όταν σκοτώνουν τα παιδιά σας;» από το ραδιοφωνικό σταθμό. Μια μεγάλη κομμούνα γίναμε, οι συνελεύσεις των σχολών έγιναν καθημερινές. Απελευθερώθηκαν δυνάμεις της ελευθερίας και της αντίστασης, πνευματικές, σωματικές και ψυχικές.
Δημιουργήσαμε τη συντονιστική επιτροπή με ανακλητούς εκπροσώπους. Η ανακοίνωση της συντονιστικής επιτροπής μιλούσε ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το ΝΑΤΟ και τον καπιταλισμό. Μιλούσαμε για ελευθερία και δημοκρατία στην πατρίδα μας, που τελούσε υπό κατοχή των στρατοκρατών. Η ανακοίνωση της συνέλευσης των εργατών ήταν η προέκταση της δικής μας. Η συνέλευση των μαθητών, που την είχαν κοπανήσει από τα σχολεία τους, ήταν ο δυναμίτης της ελπίδας μας. Το Πολυτεχνείο έγινε το κάστρο μας, αισθανθήκαμε ελεύθεροι πολιορκημένοι όπως στο Μεσολόγγι οι αγωνιστές του 1821. Γι’ αυτό και η έξοδος μας έγινε με την είσοδο του τανκ.
Στις δύο κολώνες της πύλης του Πολυτεχνείου τα συνθήματα είχαν γραφτεί από τα χέρια και το πινέλο του φοιτητή της Σχολής Καλών Τεχνών Γιάννη Καΐλη από το Δίστομο, που τον Φλεβάρη του 1974 τον δολοφόνησαν, παρουσιάζοντας το θάνατό του ως αυτοκτονία. Εκεί στα Εξάρχεια, στην οδό Δερβενίων…
Ο ραδιοφωνικός σταθμός
Με τον ραδιοφωνικό σταθμό σπάσαμε τη μοναξιά μας μέσα στο κέντρο της Αθήνας και ακουστήκαμε σε όλη την Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Πάνω από πενήντα χιλιάδες αγωνιστές έγιναν ασπίδα προστασίας μας, με νεκρούς και τραυματίες, στα οδοφράγματα που στήσανε στους δρόμους. Το «Εδώ Πολυτεχνείο» έγινε το δικό μας όπλο, φωνάζοντας «Αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι». Το μόνο όπλο μας ήταν η πίστη μας στην ελευθερία και τη δημοκρατία. Με το «μη χυθεί αίμα ελληνικό» και με τον εθνικό ύμνο όπως δεν έχει ειπωθεί ποτέ, τους ξεδοντιάσαμε.
«Εδώ Πολυτεχνείο – Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Το Υπουργείο Παιδείας το έκανε αργία, έλα όμως που δεν είναι μια επέτειος, δεν είναι αργία, είναι κάθε μέρα όσο υπάρχει η παγκοσμιοκρατία, ο πόλεμος, η εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση των πάντων, και προπάντων της παιδείας. Όσο θα υπάρχουν εντεταλμένα όργανα, διαχειριστές της εξουσίας, ανά χώρα οι πρόθυμοι και οι δεδομένοι, η δημοκρατία και η ελευθερία θα είναι κολοβή.
Το διαχρονικό «ΟΧΙ»
Αντιδράσαμε στη πρώτη επέτειο, όταν το αίμα ήταν νωπό και ζητούσε δικαίωση. Κάναμε την πρώτη πορεία (παρ’ όλο που ήταν η παραμονή των πρώτων μεταπολιτευτικών εκλογών) όχι στην αμερικάνικη πρεσβεία, αλλά πήγαμε εβδομήντα χιλιάδες στην Καισαριανή να αποτίσουμε φόρο τιμής στους διακόσιους εκτελεσμένους από τους Ναζί με το σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο». Το «ΟΧΙ» της αντίστασης στη χώρα μας είναι διαχρονικό: έρχεται από τον Μαραθώνα, φτάνει στο 1821 και από εκεί στο 1940 και στο 1973. Δεν χώρεσε και δεν χωράει στην αγκαλιά του «ΝΑΙ» της υποταγής.
Ο λαός μας, ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος που μνημονεύει ο Σολωμός, δεν είναι άμοιρος ευθυνών και αναμάρτητος με όλα αυτά που μας συμβαίνουν. Πέφτει στην αγκαλιά της απογοήτευσης και της υποταγής, που βολεύει την εξουσία και τους εκάστοτε διαχειριστές της. Απαξιώνει και ισοπεδώνει τους πάντες με τη θολούρα που δημιουργεί.
Στο προτελευταίο μου βιβλίο, στο «Αχ Μουρλοσκοτωμένο», αλλά και στο τελευταίο, «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε», μιλάω για την εξέγερση και τις τελευταίες στιγμές της εξόδου από το Πολυτεχνείο, και το κάνω στη μνήμη των νεκρών, επειδή δεν σκοτώθηκαν άδικα. Πενήντα χρόνια σκυλεύουν το θάνατο τους. Πρώτα αμφισβητούσαν αν είχαμε νεκρούς, και μετά άρχισαν άλλο τροπάρι, ισχυριζόμενοι συστηματικά ότι ναι μεν σκοτώθηκαν, άλλα όχι μέσα στο Πολυτεχνείο. Λες και ο θάνατος, εντός ή εκτός, είναι διαφορετικός.
* Ο Δημήτρης Παπαχρήστος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας, ποιητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Είναι όμως γνωστός ως «ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου».