Το editorial του Δρόμου που κυκλοφορεί το Σάββατο 25 Απριλίου
«Είμαστε έτοιμοι για συμβιβασμούς», δήλωσε χθες ο Γ. Βαρουφάκης. «Θα κάνουμε συμβιβασμούς, αλλά δεν θα συμβιβαστούμε», ήταν το νόημα μιας λίγο παλιότερης δήλωσης του υπουργού Οικονομικών. Μοιάζει, με μια πρώτη ανάγνωση, με σοφιστεία, δεν είναι όμως ακριβώς έτσι.
Πράγματι, μπορεί κανείς να προχωρήσει συνειδητά σε ορισμένους συμβιβασμούς χωρίς να παραδοθεί πολιτικά, ή πιο απλά να πουλήσει στον διάβολο ορισμένα εμπορεύματα αλλά όχι την ίδια την ψυχή του. Αυτό, όμως, έχει κάποιες προϋποθέσεις. Αλλιώς, οι συνεχείς υποχωρήσεις οδηγούν αναπόφευκτα και στον οριστικό συμβιβασμό.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που σήμερα συμβαίνει; Γίνονται άραγε ορισμένες τακτικές επιλογές με το στοιχείο του συμβιβασμού αναπόφευκτα παρόν, που όμως υπηρετούν ή αφήνουν περιθώρια στη μακροπρόθεσμη άσκηση μιας πιο συνολικής πολιτικής;
«Εμείς κάναμε ένα λάθος, όταν μπήκε η υπογραφή στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, ότι δεν σιγουρέψαμε πως αυτή η συμφωνία θα ήταν το σήμα προς την ΕΚΤ για να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τη ρευστότητα», δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος, προσθέτοντας ότι το κυβερνητικό επιτελείο αρκέστηκε στην προφορική δέσμευση του Ντράγκι ότι μόλις υπογραφόταν η συμφωνία, η ΕΚΤ θα προχωρούσε στις αναγκαίες κινήσεις.
Σίγουρα πρόκειται για ένα όχι μικρής σημασία λάθος. Γιατί η Συμφωνία δέσμευσε τη χώρα ότι θα τηρήσει απαρέγκλιτα όλες τις «υποχρεώσεις» της, προχωρώντας σε υποχωρήσεις, χωρίς να έχει καν οποιοδήποτε χειροπιαστό αντάλλαγμα. Προξενεί προβληματισμό η εμπιστοσύνη που επιδείχθηκε στις διαβεβαιώσεις των «θεσμών». Οφείλεται στη σχετική απειρία των κυβερνητικών κλιμακίων ή και σε μία λανθασμένη εκτίμηση για το ρόλο των «δανειστών»;
Η κυβέρνηση, λοιπόν, υποχωρεί κερδίζοντας χρόνο για να επανέλθει εφαρμόζοντας σε βάθος χρόνου το πρόγραμμά της; Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε εύκολα να υποστηριχθεί. Γιατί ο χρόνος που «κερδίζεται» μεταφράζεται σε ολοένα και πιο δυσχερή θέση της ελληνικής πλευράς. Όχι μόνο από οικονομική, αλλά και από πολιτική άποψη. Γιατί δεν κινδυνεύουν με εξάντληση μόνο τα ταμειακά αποθέματα, αλλά σιγά-σιγά και αυτά της στήριξης που απλόχερα της πρόσφερε ο ελληνικός λαός.
Από την άλλη, η στάση των ηγεμόνων της Ευρώπης είναι αρκετά σαφής για να παρερμηνευτεί. Την Πέμπτη, και αφού η Μέρκελ είχε δηλώσει ότι η Γερμανία θα κάνει τα πάντα για να μην “ξεμείνει από ρευστό” η Ελλάδα, ο Β. Σόιμπλε πρότεινε στους δημοσιογράφους να ξεναγηθούν στην «ωραία Ρίγα», αφού τίποτα άλλο ενδιαφέρον δεν επρόκειτο να συμβεί στο Eurogroup που φιλοξενούσε η πρωτεύουσα της Λετονίας.
Αναμφίβολα πρόκειται για το παιχνίδι του «καλού και του κακού μπάτσου», μόνο που ακόμα και ο «καλός» κάνει διαρκώς φανερό το ρόλο του. «Η γερμανική πλευρά είναι έτοιμη να παράσχει όλη τη στήριξη που θα της ζητηθεί. Αλλά σίγουρα πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις», ήταν οι πιο «φρέσκιες» δηλώσεις της Μέρκελ.
Έστω και τώρα, το σχέδιο στραγγαλισμού που εφαρμόζουν οι δανειστές θα πρέπει να ερμηνευτεί σωστά και να παρθούν τα απαραίτητα μέτρα για μια άλλη πορεία. Αλλιώς, η χώρα θα οδηγηθεί δεμένη χειροπόδαρα σε μια πολύ πιο επώδυνη συμφωνία το καλοκαίρι, αλλά και στις όποιες πολιτικές εξελίξεις αυτή θα συνεπάγεται.
Σκίτσο – Βαγγέλης Παπαβασιλείου: “Ρευστότητα”