Για μια ακόμα φορά η Μάγδα Φύσσα έδειξε ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω από αξιοπρεπής. Είναι ένας άνθρωπος που διατηρεί ζωντανή επαφή με τη βαθύτερη προσωπική της αλήθεια. Και γι’ αυτό της αξίζει πραγματικά να εξελιχθεί σε πρότυπο για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες και για κάθε άνθρωπο.
Άλλωστε αυτό ήδη γίνεται με κάποιο τρόπο – με τον φυσικό και ιερατικό τρόπο που γίνονται αυτά τα πράγματα: σιγά-σιγά, με βάση το ελεύθερο λαϊκό αισθητήριο, χωρίς τις υποδείξεις κάποιας άνωθεν αυθεντίας.
Αυτή την αυθόρμητη όσο και ευαίσθητη διαδικασία θα έπρεπε να την καταλαβαίνει και να τη σέβεται όποιος ενδιαφέρεται για τα σύμβολα που διέπουν τη δημόσια ζωή, εφ’ όσον βέβαια κατανοεί και σέβεται τη Μάγδα Φύσσα, τον πόνο που έχει περάσει και τον αγώνα που δίνει.
Προφανώς το ΜέΡΑ25 και ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν καταλαβαίνουν τίποτα απ’ όλα αυτά. «Επιλέξαμε μια κίνηση μεγάλης συμβολικής αξίας», γράφουν στην ανακοίνωσή τους. Όμως, παιδιά, οι κινήσεις «συμβολικής αξίας» και μάλιστα «μεγάλης», δεν επιλέγονται προγραμματιστικά, παρά μόνο αν βλέπεις την πολιτική με όρους διαφήμισης.
Είναι όπως με τα τραγούδια, τα πραγματικά τραγούδια. Κανείς δεν ξέρει από πριν ποιο θα γίνει επιτυχία. Εξαιρούνται βέβαια τα δήθεν τραγούδια –μουσικές που δεν είναι μουσική, αλλά παριστάνουν τη μουσική (για να θυμηθούμε και τον Χρ. Βακαλόπουλο)– που προγραμματίζονται από κατασκευής να είναι επιτυχία.
Να μην είμαστε αυστηροί με το ΜέΡΑ25. Κανείς σήμερα δεν κάνει στην Ελλάδα αυθεντική πολιτική. Όλοι διαφήμιση κάνουν.
Όμως και σ’ αυτό ακόμα υπάρχουν όρια. «Δεν παίζεις με τη μητέρα του σκοτωμένου», είπε κάποιος. Και είχε δίκιο βέβαια. Διότι γιά σκεφτείτε, αν η γυναίκα δελεαζόταν (άνθρωπος είναι) και έκανε το λάθος να πει «ναι», τι θα πάθαινε. Οι διαφημιστικές εικόνες είναι φαντάσματα που επιβιώνουν –όσο επιβιώνουν– κατασπαράσσοντας τους εικονιζόμενους.
Είπαν ορισμένοι ότι καλή η Μάγδα Φύσσα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του Προέδρου Δημοκρατίας. Τρίχες Κατσαρές! Σιγά τις αρμοδιότητες! Είδαμε και τους άλλους… Το θέμα δεν είναι αυτό. Δεν είναι ούτε θέμα ικανοτήτων, ούτε γνώσεων. Το θέμα είναι ο ζωτικός χώρος υπαρκτικής επαφής του καθενός με την αλήθεια. Σε ποιο δηλαδή υπαρκτικό πεδίο βρίσκει κανείς στέρεα επαφή με την αλήθειά του, και σε ποιο όχι.
Η αλήθεια της γυναίκας αυτής είναι η σχέση με το παιδί της. (Και υπ’ αυτή την έννοια η στάση της είναι βαθειά πολιτική με έναν τρόπο που έρχεται απ’ τα βάθη των αιώνων και επαναφέρει στην επιφάνεια τη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου, προσωπικού και πολιτικού που οι αρχαίοι Αθηναίοι αναγνώριζαν στους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα).
Όμως το ότι η γυναίκα αυτή αναδείχθηκε αληθινή μέσα στην τραγική της προσωπική περιπέτεια δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε να παραμείνει εξ ίσου αληθινή αν έμπαινε σε μια απρόσωπη κρεατομηχανή όπως είναι η πολιτική και η εξουσία σήμερα. Και δεν μιλώ για το –ανύπαρκτο έτσι κι αλλιώς– ενδεχόμενο εκλογής της ως Προέδρου Δημοκρατίας, αλλά για αυτή και μόνο την έκθεσή της στην πολιτική πασαρέλα (τηλεοπτικά παράθυρα κ.λπ.).
Το μόνο θετικό απ’ αυτή την ιστορία –και ίσως δεν είναι λίγο– είναι η αυθόρμητη αντίδραση πολλών εναντίον της επιλογής αυτής. Και είναι ίσως μια ένδειξη πως σ’ αυτή τη χώρα δεν αποκλείεται να υπάρχουν ακόμα όσια και ιερά, έστω και αν αυτοί που ασχολούνται με την πολιτική δεν μπορούν να πάρουν χαμπάρι.