Τα όσα διαμείφθηκαν κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14-15 Δεκεμβρίου δίνουν σημαντικές ενδείξεις για την «κατάσταση της Ένωσης». Τόσο οι αποφάσεις που λήφθηκαν – και επιπλέον ο τρόπος με τον οποίο αυτές λήφθηκαν – όσο και εκείνες που σπρώχτηκαν για το μέλλον εξ αιτίας των δισεπίλυτων ενδοευρωπαϊκών αντιθέσεων. Όπως γίνεται κατά κανόνα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τέτοιων «συνοψιστικών» Συνόδων Κορυφής προηγούνται μακρόσυρτες διαβουλεύσεις / ζυμώσεις που παρά το πιο χαμηλότερο προφίλ τους και την κρυπτική-τεχνική γλώσσα της ευρωκρατικής γραφειοκρατίας που τις χαρακτηρίζει, συχνά παρέχουν πολύ σημαντικότερες πληροφορίες για το «τι παίζεται» επί της ουσίας και ιδιαίτερα για τις πραγματικές προθέσεις των μεγάλων παικτών (της Γερμανίας κυρίως και της Γαλλίας κατά δεύτερο λόγο). Αξίζει να αρχίσουμε με μια παρατήρηση σχετική και με τις πρόσφατες ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ακόμα (και ίσως ιδιαίτερα) μέσα στο ταραγμένο και ασταθές σημερινό τοπίο, φαίνεται να επαληθεύεται ότι όποιος μπορεί να υποστηρίξει στα σοβαρά την αυτόνομη ύπαρξή του κατ’ αρχήν δεν βγαίνει χαμένος. Η περίπτωση της Ουγγαρίας είναι η χαρακτηριστικότερη αυτή την περίοδο.
Η επιδίωξη διεύρυνσης της Ε.Ε. και οι προσπάθειες περικύκλωσης της Ρωσίας
Η Σύνοδος αποφάσισε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία και την Μολδαβία και παραχώρησε καθεστώς υποψήφιας χώρας στη Γεωργία. Οι αποφάσεις αυτές πρέπει να εκτιμηθούν με διπλό τρόπο.
Κατ’ αρχάς έρχονται τη στιγμή που γίνεται φανερό (γενικά και στους δυτικούς ιθύνοντες κύκλους ιδιαίτερα) ότι τουλάχιστον με τον τρόπο που διεξάγει η Δύση μέσω αντιπροσώπων (Ουκρανία) τον πόλεμο με τη Ρωσία αυτός δεν μπορεί να κερδηθεί. Το αδιέξοδο του καθεστώτος Ζελένσκι είναι ήδη ορατό και η θέση του αδυνατίζει διεθνώς, το ίδιο και η προθυμία οικονομικής του υποστήριξης από τη Δύση. Πιο πρόσφατη εξέλιξη, το μέχρις ώρας μπλοκάρισμα της περαιτέρω αμερικανικής χρηματοδότησης της Ουκρανίας από το Κογκρέσο των ΗΠΑ. Η εμπλοκή του θέματος στους παροξυσμούς της διελκυστίνδας Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών λίγο πριν την έναρξη της εκλογικής χρονιάς 2024 που αναμένεται πολύ ταραγμένη και με άδηλη έκβαση, σε συνδυασμό με την καθίζηση των ποσοστών που συγκεντρώνει η υποστήριξη της συνέχισης «του πολέμου της Ουκρανίας» στην αμερικανική κοινή γνώμη, δίνουν το μέτρο «της κατάστασης πνευμάτων» που επικρατεί. Την ίδια στιγμή το Ουκρανικό και οι χρήσεις του από την Ουάσιγκτον για την ποδηγέτηση της Ευρώπης πιέζει αφόρητα οικονομικοπολιτικά την τελευταία και ωθεί κρίσιμες χώρες της σε τροχιά σοβαρής πολιτικής κρίσης (Γαλλία, Γερμανία,. Ολλανδία αλλά και Βρετανία η κάθε μια με το δικό της ιδιαίτερο τρόπο).
Κατά δεύτερον, το πέρασμα των προτάσεων που έπεσαν στο τραπέζι της ευρωπαϊκής Συνόδου περιλαμβάνοντας εκτός από το κάποιο εν πολλοίς συμβολικό προχώρημα της προσέγγισης Ουκρανίας-Ε.Ε. και την χρηματοδότησή της με ένα πακέτο 50 δισ. (σε αντιστάθμιση του αντίστοιχου ποσού που μπλόκαρε το Κογκρέσο των ΗΠΑ) αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση. Οι υπολογίσιμες αντιδράσεις που για την ώρα εκπροσωπούνται πολιτικά από το βέτο της Ουγγαρίας, παρέπεμψαν την απόφαση για τα οικονομικά στις καλένδες του 2024 ενώ χρειάστηκαν πρωτόγνωροι χειρισμοί του γερμανού καγκελάριου Σολτς προκειμένου να απουσιάσει από την αίθουσα των συνεδριάσεων ο Ούγγρος πρωθυπουργός για όσο χρειαζόταν ώστε να αποφασίσουν οι υπόλοιποι «ομόφωνα» για την πρόταση διεύρυνσης της ΕΕ που ήδη αναφέραμε! Η φόρμουλα αυτή κόστισε ένα πακέτο 10 δις που καταβλήθηκε στην Ουγγαρία ως σχετικό ρεγάλο για τον Όρμπαν. Με βάση τα παραπάνω και με ρητή τη συνέχιση της προσπάθειας περικύκλωσης της Ρωσίας όπως προκύπτει από το τόξο Μολδαβία-Ουκρανία-Γεωργία, οι αποφάσεις αυτές, περισσότερο δείχνουν να αποκαλύπτουν τα όρια των Δυτικών δυνατοτήτων υποστήριξης του καθεστώτος Ζελένσκι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα την τελευταία περίοδο.
Η γερμανική πλευρά ηγείται εντός Ε.Ε. μιας εντεινόμενης προσπάθειας κατάργησης της δυνατότητας άσκησης βέτο και της αντικατάστασής του από ένα σύστημα ειδικών πλειοψηφιών. Το θέμα, όπως είναι προφανές, «πνίγει τη φωνή» των μικρών χωρών και θίγει ειδικότερα με άμεσο τρόπο, τις δυνατότητες προάσπισης ζωτικών ελληνικών και κυπριακών συμφερόντων
Οι σχεδιασμοί διεύρυνσης της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Γερμανικά προσχήματα για την κατάργηση του βέτο
Η Σύνοδος συζήτησε την επιτάχυνση της διαδικασίας ενσωμάτωσης τριών χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε: Αλβανίας, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, «Β. Μακεδονίας». Εδώ προκύπτουν σημαντικά θέματα. Ιδιαίτερα το ελληνικού ενδιαφέροντος ζήτημα που έχει προκύψει στις σχέσεις με την Αλβανία από τον χειρισμό της υπόθεσης του Δημάρχου Χειμάρας Φρ. Μπελέρη και η αποκαλυπτικά δυσμενής για τα συμφέροντα της χώρας μας, σχετική γερμανική τοποθέτηση.
Ήδη στο πλαίσιο των ζυμώσεων που προηγήθηκαν της Συνόδου (πρόσφατο Συμβούλιο σύνδεσης Ε.Ε.-Δυτικών Βαλκανίων) ο Γερμανός καγκελάριος, αγνοώντας επιδεικτικά τις ελληνικές αντιρρήσεις και το ενδεχόμενο ενός βέτο από ελληνικής πλευράς στο προχώρημα της ενταξιακής πορείας της Αλβανίας (λόγω της στάσης της αλβανικής πλευράς στο θέμα Μπελέρη) δήλωσε επίσημα ότι «πρέπει πλέον να βλέπουμε την μεγάλη εικόνα» και ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να πάψουν τα θέματα της διεύρυνσης της Ε.Ε. και οι κρίσιμες αποφάσεις της εξωτερικής της πολιτικής να εξαρτώνται από την προβολή βέτο επιμέρους μελών.
Εδώ προκύπτουν κρίσιμα ζητήματα: Πρώτα απ’ όλα την τελευταία περίοδο η γερμανική πλευρά ηγείται εντός Ε.Ε. μιας εντεινόμενης προσπάθειας κατάργησης της δυνατότητας άσκησης βέτο και της αντικατάστασής του από ένα σύστημα ειδικών πλειοψηφιών. Το θέμα, όπως είναι προφανές, «πνίγει τη φωνή» των μικρών χωρών και θίγει ειδικότερα με άμεσο τρόπο, τις δυνατότητες προάσπισης ζωτικών ελληνικών και κυπριακών συμφερόντων. Είναι δε σ’ αυτό το πλαίσιο που πρέπει να εκτιμηθεί η πρωτοφανής στάση υποστήριξης ή ανοχής της κατάργησης του βέτο από σχεδόν το σύνολο των ευρωβουλευτών της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη σχετική διαδικασία στο Ευρωκοινοβούλιο. Επιπλέον η παραπάνω πρόταση Σολτς έδωσε το σύνθημα για ένα ρεσιτάλ υποστήριξης της ανάγκης άρσης του «αντιπαραγωγικού για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις» βέτο (!) από τα γνωστά κέντρα του εγχώριου πολιτικού συστήματος, στις σχετικές δημοσιογραφικές συζητήσεις που οργανώθηκαν αυτές τις μέρες με μόνιμη υπερεκπροσώπηση των κύκλων του ΕΛΙΑΜΕΠ. Οι Δυτικοί και εντός τους οι ιδιαίτεροι γερμανικοί σχεδιασμοί για τα Βαλκάνια καλά κρατούν και επιταχύνονται. Αυτοί περιλαμβάνουν την ενσωμάτωση των πολλών κατακερματισμένων και αποδυναμωμένων βαλκανικών κρατιδίων, τη σχετικοποίηση των συνόρων με κατά το δοκούν ενοποίηση χώρων και διαδρόμων, τη λυσσασμένη μάχη επιρροής με τη Ρωσία (η περίσφιξη της Σερβίας είναι κύρια πλευρά ως προς αυτό), και το ειδικό γερμανικό ενδιαφέρον για μια εταιρική σχέση με την Τουρκία και το αβαντάρισμα των βλέψεών της για άπλωμα της επιρροής της στα Βαλκάνια. Βεβαίως όπως έδειξαν και τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής –υπό αίρεση προχώρημα της διαδικασίας για Βοσνία-Ερζεγοβίνη και «Β. Μακεδονία» και η εν τέλει μη αναφορά στην Αλβανία– η πορεία ενσωμάτωσης της περιοχής ακολουθεί δύσβατους δρόμους μπλεγμένη όπως είναι μέσα σε πυκνούς (και ενδοδυτικούς) ανταγωνισμούς αλλά και λόγω των δυσκολιών διαχείρισης των εκτρωματικών πολιτικών καταστάσεων που η ίδια η Δύση έχει επιβάλει στα διάφορα αλληλοσυγκρουόμενα και ασταθή κρατικά μορφώματα της περιοχής. Η ακραία πολιτική κρίση που προέκυψε στην Αλβανία, η επαπειλούμενη απόσχιση της σερβικής συνιστώσας της Βοσνίας, τα απανωτά επεισόδια της κρίσης του Κοσσυφοπεδίου και η ενδημική αστάθεια στα Σκόπια είναι μόνο οι πιο ορατές πλευρές αυτής της κατάστασης.