Σκίτσο: Ν. Ζαχαριάδης. Του Πέτρου Ζερβού

 

Η ιστορία δεν τελείωσε ούτε οι εκπλήξεις από τις τροπές της εξέλειπαν. Γι’ αυτό, έχει αξία να μαθαίνουμε από τη συσσωρευμένη εμπειρία της ανθρωπότητας γενικότερα και τη δική μας ειδικότερα. Είναι φυσικό να σκεφτούμε ότι ποτέ δεν είσαι απόλυτα προετοιμασμένος ακόμα και γι’ αυτό που περιμένεις, αλλά είναι πολύ αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι ζωτικής σημασίας να είμαστε συνεχώς σε εγρήγορση για να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε στις συνθήκες που συχνά αλλάζουν με απρόβλεπτο και ανεπιθύμητο τρόπο, γιατί η παραμικρή καθυστέρηση αποβαίνει μοιραία. Δύο ιστορικά γεγονότα που επιβεβαιώνουν αυτή την ανάγκη επιφυλακής, αντίληψης και ευελιξίας, είναι η μικρασιατική τραγωδία και ο εμφύλιος πόλεμος, που όχι μόνο χάραξαν τα όριά μας, αλλά δίνουν και ανεκτίμητα μαθήματα για το σήμερα και το αύριο, αφού είναι σίγουρο ότι πάντα κάτι πολύ κρίσιμο για τις εξελίξεις μάς διαφεύγει.

 

Η εκστρατεία-περίπατος κατέληξε σε εθνική καταστροφή

Από τη θριαμβευτική είσοδο του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το Μάη του 1919, μέχρι την ταπεινωτική του έξοδο, τον Αύγουστο του 1922, το γεωπολιτικό τοπίο είχε αλλάξει τόσο πολύ που ήταν αγνώριστο. Ήδη από τον πρώτο χρόνο, οι συνιστώσες που στήριζαν την ελληνική εκστρατεία είχαν αρχίσει να μεταβάλλονται. Η ιθύνουσα τάξη στην Ελλάδα φαίνεται ότι δεν είχε αντιληφθεί ποια ήταν η πραγματική κατάσταση, ούτε στο πεδίο του πολέμου ούτε στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο. Ο ελληνικός στρατός έπαιρνε από την Αθήνα τη διαταγή να απλωθεί σε ένα τεράστιο μέτωπο εκατοντάδων χιλιομέτρων στα βάθη της Μικράς Ασίας, ενώ κάθε θετικός παράγοντας που συνέτεινε αρχικά στην εκστρατεία μετατρεπόταν σε αρνητικό.

Η Αγγλία, ο μέγας σύμμαχος της Ελλάδας που αποφάσισε και προώθησε την επέμβαση, επιδίωκε προσέγγιση με τους Τούρκους της Ανατολίας. Η ελληνική στρατιωτική παρουσία έδινε τεράστια ώθηση στον τούρκικο εθνικισμό και επέσπευδε τη συγκρότηση του νέου στρατού υπό τον Μουσταφά Κεμάλ. Οι Γάλλοι αποχωρούσαν από την Κιλικία παραδίδοντας το στρατιωτικό τους υλικό στους Τούρκους. Οι μπολσεβίκοι, οι οποίοι είχαν πολύ πρόσφατα δεχτεί στρατιωτική επίθεση από τους συμμάχους μας με τη συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κριμαία και την Οδησσό, έδιναν βοήθεια στον Κεμάλ που αντιμαχόταν τους ίδιους ιμπεριαλιστές που προσπαθούσαν να ανατρέψουν την επανάσταση στη Ρωσία. Ο στρατός της ανεξαρτησίας, με τον Κεμάλ επικεφαλής, αποκομμένος από την Πύλη και σχεδόν ανενόχλητος προετοίμαζε στην Ανατολία την αντεπίθεσή του.

Στην Ελλάδα, η σύγκρουση στους κόλπους της άρχουσας τάξης κορυφώθηκε με την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, ο στρατός στο μέτωπο παρουσίαζε σημεία κόπωσης και το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που ήταν αντίθετο στη συνέχιση του πολέμου μεγάλωνε. Παρ’ όλ’ αυτά, με τις συνθήκες διεξαγωγής της εκστρατείας να αλλάζουν δραματικά, η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα ενεργούσε σαν να ήταν όλα σταθερά και ευνοϊκά, όπως φαίνονταν την άνοιξη του 1919. Εθελοτυφλία, ανικανότητα, φανατισμός, αλαζονεία, κομματισμός, εξάρτηση από ξένα κέντρα, υποτίμηση του αντιπάλου και άλλοι παράγοντες είχαν ξεκόψει την ελληνική ηγεσία από την πραγματικότητα και την εμπόδιζαν να προσαρμοστεί εγκαίρως στις νέες καταστάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ιδιαζόντως καταστροφικό.

 

Από το έπος της αντίστασης στην τραγωδία του εμφυλίου

Αν και πολύ διαφορετική η περίπτωση, η ελληνική Αριστερά πραγματοποιώντας, μετά το έπος της Εθνικής Αντίστασης, το μεγαλύτερο και ηρωικότερο επαναστατικό της εγχείρημα, οδηγείται στην ήττα καθώς οι συνθήκες αλλάζουν, ρόλοι αντιστρέφονται και νέοι παράγοντες υπεισέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι οι Άγγλοι σύμμαχοι, και συνεργάτες του ΕΛΑΣ, σε μία βδομάδα, από την αναχώρηση των Γερμανών μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης Παπανδρέου και του στρατηγού Σκόμπι στην Αθήνα, τον Οκτώβρη του 1944, μεταβλήθηκαν σε εχθρούς το ίδιο σκληρούς με τους Γερμανούς. Και πριν λαλήσει τρις, οι άλλοι μεγάλοι φίλοι, οι Αμερικάνοι έριχναν το βάρος τους στην Ελλάδα, με προσωπικό, δολάρια, πολεμικά αεροπλάνα και διπλωματική επίθεση, για να αιματοκυλήσουν περισσότερο τον τόπο και να αποτρέψουν την επικράτηση της Αριστεράς.

Με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, παρ’ όλο που αφενός το κίνημα είχε δεχτεί βαρύ πλήγμα τον Δεκέμβρη του 1944 και τα όπλα είχαν παραδοθεί με τη συμφωνία της Βάρκιζας και αφετέρου η Δεξιά είχε εξαπολύσει δολοφονικό πογκρόμ εναντίον των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και ιδίως των κομμουνιστών σε όλη την Ελλάδα, υπήρχαν σημαντικοί παράγοντες που δημιουργούσαν τη βάσιμη πεποίθηση για μια αληθινή και νικηφόρα επανάσταση στην Ελλάδα. Πρώτα-πρώτα, η ΕΣΣΔ ήταν ο μεγάλος νικητής του πολέμου και το κύρος της ήταν σε όλο τον κόσμο, και ιδίως στην Ευρώπη, στα ύψη. Όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, που αποτελούσαν τμήματα ενός παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος με τη Σοβιετική Ένωση επικεφαλής, είχαν αναθαρρήσει. Ειδικότερα στα Βαλκάνια, το σοσιαλιστικό συνεχές, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία, έφτανε και κάλυπτε όλα τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας! Και στο εσωτερικό της χώρας, το ΚΚΕ, σαν αποτέλεσμα του αντιφασιστικού αγώνα, με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, είχε πρωτόγνωρη επιρροή και οργάνωση. Και το κυριότερο, υπήρχε αξιόμαχη επαναστατική συνείδηση.

Αλλά εάν η κατάσταση είχε ευνοϊκά στοιχεία στο ξεκίνημα της ένοπλης αντιπαράθεσης το 1946, μέσα σε δύο χρόνια θα γινόταν δυσμενής για την ελληνική Αριστερά. Πέρα από το ότι η βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν επαρκής, διαψεύδοντας προσδοκίες, η ρήξη της ΕΣΣΔ με τη Γιουγκοσλαβία στην πιο κρίσιμη φάση της ένοπλης σύγκρουσης και η άμεση εμπλοκή των Αμερικάνων στην ελληνική υπόθεση, ήταν δύο παράγοντες που άλλαζαν άρδην την κατάσταση και περιόριζαν ασφυκτικά τις δυνατότητες νίκης του Δημοκρατικού Στρατού.

Το 1948, είχε χαθεί η δυνατότητα ελέγχου των μεγάλων αστικών κέντρων από τις επαναστατικές δυνάμεις και είχε περιοριστεί η δυνατότητα τροφοδοσίας, αλλά και στρατολόγησης στο Δημοκρατικό Στρατό λόγω της μαζικής τρομοκρατίας και της αναγκαστικής μετακίνησης πληθυσμών από τις εμπόλεμες περιοχές. Έτσι, οι προϋποθέσεις για μια νίκη στο μέτωπο συρρικνώνονταν απελπιστικά.

Ο πατριωτισμός, το αγωνιστικό φρόνημα και η αυτοθυσία των κομμουνιστών δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τη δυνατότητα της κυβέρνησης να αυξάνει συνεχώς το μέγεθος και τη δύναμη πυρός του κυβερνητικού στρατού με την καθοριστική οικονομική και στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ, που είχαν βγει αλώβητες και ενισχυμένες από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και αποφασισμένες να επιβάλλουν την κυριαρχία τους σ’ αυτό που θεωρούσαν ως δυτική σφαίρα επιρροής. Αντιθέτως, η ΕΣΣΔ ήταν εξαντλημένη οικονομικά, πιεζόταν να ανοικοδομήσει τη Ρωσία και όλη την Ανατολική Ευρώπη που ήταν ερειπωμένη και ξεχαρβαλωμένη και να διασώσει τα κεκτημένα που αμφισβητούνταν και υπονομεύονταν από τη δυτική συμμαχία.

 

Από καραμπόλα

Ουσιαστικά, αυτή η προσπάθεια από την αρχή είχε εναντίον της σοβαρά γεωπολιτικά δεδομένα. Η συμφωνία της Γιάλτας, στην αρχή του 1945, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για να αξιοποιηθεί στην Ελλάδα η μεγάλη νίκη της Σοβιετικής Ένωσης. Η ίδια η ΕΣΣΔ φρόντιζε πρώτα και πάνω απ’ όλα να διασφαλίσει την ακεραιότητά της, που είχε κατακτηθεί με τη θυσία 25 εκατομμυρίων ανθρώπων, και να σταθεροποιήσει την κυριαρχία της στις χώρες που είχε συμφωνηθεί να ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της.

Η Σοβιετική Ένωση δεν διαχειριζόταν την ελληνική υπόθεση σαν ανεξάρτητο κομμάτι, αλλά σαν ένα μέρος του ευρύτερου μετώπου που της είχαν ανοίξει οι δυτικοί, οι μέχρι πρότινος σύμμαχοί της. Οπότε, η όποια βοήθεια του ελληνικού κινήματος από τους Σοβιετικούς εξαρτιόταν από τις εξελίξεις σε άλλες περιοχές, από το μπραντεφέρ Δύσης-Ανατολής, σε ένα πολύ πιο σύνθετο πλέγμα. Για παράδειγμα, οι Αγγλο-Αμερικάνοι πίεζαν πολύ τη Σοβιετική Ένωση αναμιγνυόμενοι στα εσωτερικά της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Πολωνίας, επιδιώκοντας την όσο το δυνατό μεγαλύτερη παρέμβασή τους στις πολιτικές εξελίξεις αυτών των χωρών. Πίεζαν πάρα πολύ και τη Γιουγκοσλαβία να αποσκιρτήσει προσφέροντάς της οικονομική βοήθεια που ήταν απαραίτητη για την ανοικοδόμησή της και την οποία η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να καλύψει. Η ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας, έχοντας σαν πρώτο μέλημα το δικό της συμφέρον, κρατούσε ευμετάβλητες και ριψοκίνδυνες ισορροπίες ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τους Δυτικούς. Επιπλέον, στην περιοχή, αναφύονταν ενδοβαλκανικές τριβές, επειδή κάθε χώρα διαφορετικά όριζε τα συμφέροντά της και χαρτογραφούσε τα σύνορά της.

Τα ντοκουμέντα δείχνουν ότι ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, που είχε το γενικό πρόσταγμα, αντιλαμβανόταν τις δυσχέρειες, αντιλαμβανόταν και τις μεταβλητές, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι είχε και τα περιθώρια ελιγμών και αναπροσαρμογών που θα αντιστάθμιζαν τις απώλειες που προξενούσαν αυτές οι μεταβολές.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν σοβαρά λάθη, αλλά ήταν μάλλον αξεπέραστη η δυσκολία να παρακολουθεί κανείς τις πολλαπλές μεταβολές και να προσαρμόζεται εγκαίρως, να λαμβάνει υπόψη στους σχεδιασμούς και τις αποφάσεις του όλα τα νέα δεδομένα που ήταν πολύ ρευστά και να αποφεύγει τα χτυπήματα από τις καραμπόλες των παιχνιδιών που παίζονταν σε ολόκληρο το γεωπολιτικό πεδίο. Η δολοφονική επίθεση των Άγγλων στο αντιφασιστικό κίνημα, η επιστράτευση των συνεργατών των Γερμανών από την εγκάθετη κυβέρνηση, το στρίμωγμα της Σοβιετικής Ένωσης μετά τις ρίψεις των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία, η κάθοδος των Αμερικάνων στην Ελλάδα και το δόγμα Τρούμαν, οι βαλκανικές ιδιαιτερότητες και πολλοί άλλοι παράγοντες δημιουργούσαν καταστάσεις που μάλλον ξέφευγαν από τις δυνατότητες που είχε το εντόπιο επαναστατικό κίνημα είτε να τις αντιληφθεί σε όλο τους το βάθος είτε να τις διαχειριστεί έγκαιρα και σωστά. Μετά τη συντριβή, ο ίδιος ο Ζαχαριάδης είχε δηλώσει ότι εάν γνώριζε εγκαίρως ότι ο Τίτο θα συνεργαζόταν με τους δυτικούς, δεν θα είχε ξεκινήσει την επανάσταση.

Συμπερασματικά, σε κάθε περίπτωση, είναι καθοριστικό για την έκβαση μιας αναμέτρησης η ευχέρεια γρήγορης και σωστής προσαρμογής σε συνθήκες που μεταβάλλονται συνεχώς είτε προς το ευνοϊκότερο είτε, ιδίως, προς το δυσμενέστερο. Οι αγώνες εκτός από αρετή και τόλμη θέλουν και ταχύτητα προσαρμογής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!