Δεν είναι η πρώτη φορά που η αντιπαράθεση για τον έλεγχο του Κασμίρ γίνεται αιτία σύγκρουσης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, των δύο μεγάλων γειτόνων του που το έχουν μοιράσει στα δύο και το κατέχουν εδώ και πάνω από επτά δεκαετίες. Κι όπως πάντα, τη νύφη την πληρώνουν οι Κασμιριανοί, που στη μεγάλη πλειοψηφία τους θέλουν να διώξουν και τις δύο κατοχικές δυνάμεις και να επανενώσουν τη διαμελισμένη σήμερα χώρα τους. Εκατοντάδες χιλιάδες έχουν πληρώσει μέχρι σήμερα με τη ζωή τους αυτόν τον αγώνα, αλλά και τις συγκρούσεις που διεξάγουν στην πλάτη τους η Ινδία και το Πακιστάν…
Αυτή τη φορά όλα ξεκίνησαν όταν η τζιχαντιστική οργάνωση JeM, που εδρεύει στο «πακιστανικό» τμήμα του Κασμίρ και εξοπλίζεται από τις πανίσχυρες πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες, επιτέθηκε σε αστυνομικό κονβόι στο «ινδικό» τμήμα, προκαλώντας το θάνατο 44 Ινδών αστυνομικών. Η ινδική κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι πιάστηκε από την ευκαιρία για να υποκινήσει, καταρχήν, ένα νέο γύρο θρησκευτικού και φυλετικού μίσους στα εδάφη που ελέγχει, με επιθέσεις παρακρατικών σε άμαχους Κασμιριανούς. Πρόκειται για πάγια πρακτική του κυβερνώντος ακροδεξιού ινδουιστικού κόμματος BJP, που έτσι τρομοκρατεί κάθε αντιπολίτευση – πρακτική η οποία εφαρμόζεται συστηματικά, παίρνοντας τη μορφή πογκρόμ, ενάντια σε κάθε «μειονότητα» (αριστερούς, χριστιανούς, μουσουλμάνους, αυτόχθονες φυλές, νταλίτ κ.λπ.).
Όμως ο Μόντι δεν σταμάτησε εκεί: αυτήν την εβδομάδα έστειλε ινδικά αεροσκάφη να βομβαρδίσουν «βάση τρομοκρατών» σε πακιστανικό έδαφος, και η σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών (που αμφότερες διαθέτουν πυρηνικά όπλα…) κλιμακώθηκε. Τόσο οι Ινδοί όσο και οι Πακιστανοί ανακοίνωσαν ότι κατέρριψαν αεροσκάφη, ενώ σε πολλά σημεία της ινδοπακιστανικής μεθορίου τα αντίπαλα στρατεύματα άνοιξαν πυρ. Η σύγκρουση ξεκίνησε απότομα, αλλά το ίδιο απότομα αποκλιμακώθηκε. Χαρακτηριστικό δείγμα, η χθεσινή απόφαση του Πακιστάν να απελευθερώσει έναν Ινδό πιλότο μαχητικού αεροσκάφους που καταρρίφθηκε την Τετάρτη.
Το πραγματικό πρόβλημα
Κίνα και ΗΠΑ ήταν οι δύο δυνάμεις που παρενέβησαν πιο ενεργητικά. Και οι δύο έχουν προνομιακές σχέσεις με το Πακιστάν. Η μεν Κίνα θεωρούσε παραδοσιακά αντίπαλό της την Ινδία, άρα έκανε φίλο της «τον εχθρό του εχθρού της» (αν και τα τελευταία χρόνια προσέγγισε και την Ινδία). Οι δε ΗΠΑ αποτελούν επίσης «παραδοσιακό σύμμαχο» του Πακιστάν (τόσο ώστε το 1978 επέβαλαν την αιματηρή δικτατορία του στρατηγού Ζία ουλ-Χακ στη χώρα…). Και στηρίζονται πάντα σε ένα τμήμα της στρατιωτικής, κυρίως, πακιστανικής ηγεσίας για να διατηρήσουν την επιρροή τους στην ευρύτερη περιοχή. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον πλησίασε τελευταία και την Ινδία, θέλοντας να αντιρροπήσει την ιστορική συνεργασία της με τη Μόσχα. Τελικά σε αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι, όπου η έννοια «φίλη χώρα» είναι σχετική και ρευστή, κανείς δεν ήθελε μια ανεξέλεγκτη σύγκρουση μεταξύ δύο πυρηνικών κρατών.
Βοήθησε και ότι τόσο ο Μόντι όσο και ο Πακιστανός ομόλογός του Ιμράν Χαν κατάφεραν να εμφανιστούν και οι δύο ως «νικητές» στο εσωτερικό τους. Αυτό ενδιέφερε ιδίως τον Μόντι, αφού η Ινδία έχει μπει σε προεκλογική περίοδο. Ήδη την επαύριο της πολύνεκρης τζιχαντιστικής επίθεσης είχε λάβει μέτρα απαγορευτικά για τις εισαγωγές πακιστανικών προϊόντων στην Ινδία, που φτάνουν σε αξία σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. Το Πακιστάν, από την άλλη, θα εξακολουθήσει να «φιλοξενεί» Ταλιμπάν και άλλους τζιχαντιστές, και το μαρτυρικό Κασμίρ θα συνεχίσει να ματώνει ως μήλον της έριδος μεταξύ δύο εξίσου ξένων σ’ αυτών δυνάμεων…
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα (αν εξαιρεθεί ο κίνδυνος μιας πυρηνικής σύγκρουσης…) είναι ότι και οι δύο κυβερνήσεις καλύπτουν πίσω από τον φανατισμό μια πολιτική μόνιμης εξαθλίωσης, ξεπουλήματος και καταπίεσης των λαών τους. Χαρακτηριστικά, το Κ.Κ. Πακιστάν τονίζει ότι «η ένταση εξυπηρετεί μονάχα τους θρησκευτικά φανατισμένους και το στρατιωτικό κατεστημένο, τη στιγμή που πάνω από 700 εκατομμύρια Πακιστανοί και Ινδοί πεινούν, ακόμη περισσότεροι δεν έχουν δουλειά, και δεκάδες χιλιάδες καταχρεωμένοι αυτοκτονούν ή πουλάνε όργανα του σώματός τους. Οι δύο εμπλεκόμενες κυβερνήσεις αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος». Το Κ.Κ. Ινδίας (Μ-Λ), από την άλλη, καταγγέλλει ότι η κυβέρνηση Μόντι «καλλιεργεί πολεμικό κλίμα με το Πακιστάν και ταυτόχρονα ετοιμάζεται να εξαπολύσει ακόμη πιο άγρια καταστολή στο Κασμίρ» και ότι «υποδαυλίζει πογκρόμ εναντίον αυτών που αποκαλεί ανατρεπτικά και αντεθνικά στοιχεία, επιδιώκοντας την κατάργηση και των τελευταίων δημοκρατικών κατακτήσεων της ινδικής κοινωνίας».