Το θυμάμαι πολύ καλά, λες και γίνεται τώρα κι ας έχουν περάσει πάνω από εξήντα χρόνια. Τα καλοκαίρια αφήναμε τη Μυτιλήνη και πηγαίναμε στο κτήμα μας, στο Καγιάνι. Να καθαρίσουμε τις ελιές, να ξεπετραδιάσουμε, να φτιάξουμε τα αυλάκια για το πότισμα των λιόδεντρων, να δούμε τη θεία Μαριάνθη, να πάει και η μάνα μας σε καμιά αγρύπνια στον Ταξιάρχη, που το είχε τάμα.
Κάποια βράδια, όταν το σκοτάδι πύκνωνε κι ανάβαμε το λουξ, η μάνα μας έπαιρνε ένα σκαμνί, πήγαινε στην άκρη της εμπασιάς κι αγνάντευε τα φώτα στα απέναντι παράλια. Βαριαναστέναζε, σιγόκλαιγε, γύρναγε προς τη μεριά μου και μου ένευε να πάω κοντά της. Και τότε, άρχιζε: Για τη Σμύρνη, το Ντεμίσι, τα μπερεκέτια της Ανατολής και την προσφυγιά στη Μυτιλήνη. Για τους ανθρώπους που τους φίλεψαν από το υστέρημά τους και για άλλους που τους πήραν τα δαχτυλίδια για ένα γιατάκι στο υπόγειο. Για τη ράφτρα, τη θεία Άρτεμη, που της έφτιαξε την «κουρελού», μια πανένια κούκλα, και για μια άλλη «κυρία», που δεν ήθελε «παστρικές και τουρκόσπορους» και τους κυνήγησε από τα σκαλοπάτια του σπιτιού της όπου έκατσαν να ξαποστάσουν.
Έλεγε, έλεγε, κι εγώ αποκοιμιόμουνα με τούτα τα παραμύθια κι από τους γρύλους που δεν έλεγαν να σταματήσουν.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω πως δεν ήταν παραμύθια, αλλά ισόβιες πληγές ενός κόσμου αλλιώτικου, του κόσμου της προσφυγιάς.
Όταν πριν κάνα δυο χρόνια βρέθηκα, ως συνήθως, καλοκαίρι στη Μυτιλήνη, νόμισα πως ξαφνικά οι ιστορίες της μάνας μου για τη προσφυγιά του ’22 βρικολάκιασαν. Σαν είδα τους πρόσφυγες με τα παιδιά, τους ανήμπορους, τους φτωχοδιάβολους, να ψάχνουν να κρατηθούν, να επιβιώσουν, να αποδείξουν πως είναι ανθρώπινα όντα, νόμισα πως όλες οι φιγούρες από τα παραμύθια της Αφρούλας ζωντάνεψαν. Μόνο που η Σμύρνη του τότε, λεγόταν τώρα Χαλέπι… Και ξανασυνάντησα πάλι την πονόψυχη «θεία Άρτεμη», αλλά και τους απάνθρωπους εκείνους να τους παίρνουν πάλι «τα δαχτυλίδια» για μια σκηνούλα σήμερα. Λες και η ζωή αποφάσισε να περπατήσει προς τα πίσω.
Ένιωσα πως κάτι έπρεπε να κάνω. Το μόνο που κατάφερα ήταν να δώσω μια κουβερτούλα σ’ ένα παιδάκι και να γράψω τούτο το παραμύθι.
Δεν ξέρω αν είναι καλό το παραμύθι. Νομίζω όμως πως θ’ άρεσε στη μάνα μου, την Αφρούλα. Και της το αφιερώνω, με μιαν ευχή:
Καμιά μάνα ποτέ από δω και μπρος να μην έχει να πει τέτοια παραμύθια σε κανένα παιδί του κόσμου.
Σωκράτης Μαντζουράνης
Μυτιλήνη, Αύγουστος του ’16
INFO
Το παραπάνω σημείωμα είναι από το προλογικό κείμενο του νέου βιβλίου του Σωκράτη Μαντζουράνη με τίτλο «Όταν τα χρώματα και οι ήχοι έβαλαν φυλακή τα δάκρυα», με εικονογράφηση της Βίβιαν Σαββίδου και που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καμπύλη.