Επιμέλεια – παρουσίαση:
Θανάσης Μουσόπουλος
(φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής)

Ο Θανάσης Μουσόπουλος γεννήθηκε το 1949, ζει και εργάζεται στην Ξάνθη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Α.Π. Θεσσαλονίκης και ασχολείται με την ποίηση, το δοκίμιο, την ιστορία και τον πολιτισμό της Θράκης, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Είναι επίσης μέλος Λογοτεχνικών και Φιλοσοφικών Εταιρειών και Πολιτιστικών Φορέων. Τακτικός συνεργάτης εδώ και τρία χρόνια του Δρόμου της Αριστεράς.

Σε μια σειρά κειμένων θα προσεγγίσει τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, παρουσιάζοντας κατά χρονολογική σειρά τη ζωή, το έργο και χαρακτηριστικά αποσπάσματα έργων νεοελλήνων λογοτεχνών. Φιλοδοξία μας να συμβάλουμε στην ανάδειξη του νεοελληνικού λόγου.

«Εισαγωγή στην Ελληνική Γραμματεία και Γλώσσα»

Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, θεωρήσαμε απαραίτητο να μιλήσουμε γενικότερα για την Ελληνική Γραμματεία και Γλώσσα, συνδέοντας αυτές τις δύο πλευρές της μακραίωνης πορείας του ελληνικού λόγου.

Συντάσσομαι με την άποψη ότι η γλώσσα μας εδώ και τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια είναι μία και ενιαία – η ελληνική.  Πολύ σχηματικά διαιρείται:

1400 π.Χ. – 323 π.Χ., Αρχαία ελληνική,
323 π.Χ. – 395μ.Χ., Ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή,
395 μ.Χ. – 1453,Βυζαντινή,
1453 – 1821, Εποχή τουρκοκρατίας,
1821 – σήμερα, Νέα ελληνική.

***

Η γλώσσα είναι όργανο επικοινωνίας και έκφρασης. Η επικοινωνία και η έκφραση πραγματοποιείται με το Λόγο, την Ομιλία και τη Σκέψη.

Ως όργανο επικοινωνίας, αφού αλλάζει και εξελίσσεται η κοινωνία, αλλάζει και εξελίσσεται και η γλώσσα.

Κύρια χαρακτηριστικά του λόγου είναι η σαφήνεια, η συντομία και η ακρίβεια, ενώ για λογοτεχνία / τέχνη του λόγου μιλούμε όταν επιδιώκεται επιπλέον αισθητική ικανοποίηση και νοηματική πληρότητα.

Εξέλιξη στις γλώσσας υπάρχει (σχηματικά) σε τέσσερα επίπεδα: φωνητικό, μορφολογικό, συντακτικό, λεξιλογικό. Η καθεμιά αλλαγή πραγματοποιείται στο κάθε επίπεδο με διαφορετική συχνότητα ή ταχύτητα.

Θα αναφέρουμε μερικές φάσεις. Βασικό στοιχείο είναι η αλλαγή της προφοράς των λέξεων, της αξίας των φωνημάτων. Το η π.χ. αλλιώς διαβαζόταν στον Όμηρο, αλλιώς στον Επίκουρο, αλλιώς στην Άννα Κομνηνή. Βλέπουμε σε κάθε εποχή γραμμένη την ίδια λέξη, αλλά να διαβάζεται με διαφορετικό τρόπο. Η ελληνική γραφή εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια γίνεται φωνητική: κάθε φθόγγος / ήχος σημειώνεται με ένα γράμμα – επαναστατική καινοτομία. Αρχικά η γραφή ήταν κεφαλογράμματη, ενώ η μικρογράμματη γενικεύεται από τον 9ο μ.Χ. αιώνα και μετά.

Επιπλέον, ορισμένα φωνήεντα και σύμφωνα άλλαξαν, π.χ. το ω διαβάζεται πλέον [ο], το η διαβάζεται [ι], το β δεν διαβάζεται [μπ] αλλά [β] κλπ. Έτσι έχουμε πλέον ιστορική ορθογραφία, δηλαδή αλλιώς γράφουμε και αλλιώς προφέρουμε / διαβάζουμε.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα στις προφοράς και του τονισμού. Στα ομηρικά και κλασικά χρόνια, επικρατεί η προσωδία: τα φωνήεντα, οι δίφθογγοι και οι συλλαβές που τα περιέχουν ήταν ανάλογα βραχύχρονες και μακρόχρονες. Το ο είναι βραχύχρονο και το ω μακρόχρονο, σχηματικά το πρώτο διαβάζεται [ο] το δεύτερο [οο]. Το η είναι μακρόχρονο και διαβάζεται [εε]. Σταδιακά στα μετακλασικά χρόνια η προσωδία καταργείται.

Ο τονισμός των λέξεων και των φράσεων ήταν μουσικός και όχι δυναμικός. Σε υψηλότερη μουσική κλίμακα διαβαζόταν η συλλαβή που είχε τόνο και όχι πιο δυνατά. Δεν σημείωναν τόνους στις λέξεις. Στα αλεξανδρινά χρόνια επινοούνται τονικά σημάδια (οξεία, βαρεία, περισπωμένη) για να διευκολύνονται στην προφορά οι ξένοι / μη ελληνόφωνοι. Τότε επινοούνται και τα πνεύματα (ψιλή και δασεία). Αυτό το σύστημα γενικεύθηκε ως τον 9ο μ.Χ. αιώνα.

***

Η ομηρική γλώσσα είναι λογοτεχνική, δεν ομιλήθηκε ακριβώς από κανένα σύνολο κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου και των μικρασιατικών παραλιών και νησιών, αλλά ήταν κατανοητή από όλους. Γενικά, οι αρχαιοελληνικές λογοτεχνικές γλώσσες ήταν προσιτές σε όλους τους έλληνες, ανεξαρτήτως διαλέκτων.

Ο λογοτεχνικός πεζός λόγος είναι δημιούργημα των Ιώνων – Ιστορίες του Ηροδότου σε ιωνική με απλή δομή και παράταξη. Ο Θουκυδίδης στην αρχαία αττική διάλεκτο με ακριβολογία και κυριαρχία στα εκφραστικά μέσα. Στη φιλοσοφία του Πλάτωνα εκφράζεται αφηρημένη σκέψη στην αττική.

Στη ρητορεία η αττική φτάνει σε κλασικά όρια. Στην τραγωδία χρησιμοποιείται η αττική με δωρικά και ιωνικά στοιχεία, κατανοητά σε όλους.

Μετά τους Περσικούς πολέμους σε όλες τις ελληνόφωνες περιοχές επιβάλλεται σχετικά ή απόλυτα η αθηναϊκή ηγεμονία και η αττική διάλεκτος. Αργότερα επισημοποιείται στη Μακεδονία και διαδίδεται από τον Μέγα Αλέξανδρο.

Στα νέα κέντρα της Ανατολής μεταδίδεται η αττική που όμως αλλοιώνεται. Σχηματίζεται η λεγόμενη Κοινή, ενώ περιορίζονται / παραμερίζονται όλες οι άλλες πλην της αττικής διάλεκτοι.

Το τέλος της αρχαίας περιόδου συμπίπτει με την αρχή της λεγόμενης Βυζαντινής. Εισέρχονται στη γλώσσα λατινικές λέξεις, αφού υπάρχει επικοινωνία και επίδραση από άλλους πολιτισμούς και γλώσσες, πράγμα που γινόταν διαχρονικά στην ελληνική γλώσσα και γραμματεία.

Ήδη από την πρώτη φάση της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπάρχει διγλωσσία: στις κρατικές και άλλες επίσημες δομές η αττική διάλεκτος και στην κοινωνία η εξελιγμένη κοινή με τις ενδιάμεσες επιρροές.

Στον 11ο αι. μ.Χ. ανάγεται η αρχή της νέας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας, με τα ακριτικά τραγούδια και άλλα ποιητικά δημιουργήματα στη συνέχεια. Κατά τη βυζαντινή περίοδο διαμορφώνονται επίσης διάφορες τοπικές γλωσσικές μορφές (ποντιακά, κυπριακά, θρακικά κ.λπ.).

Με την πάροδο του χρόνου διατηρούνται συνήθως πολλά στοιχεία αρχαιότερων γλωσσικών μορφών.

Στην οθωμανοκρατία διαμορφώνεται και ομιλούμενη κοινή λαϊκή και λογοτεχνική γραπτή γλώσσα. Παράλληλα υπάρχουν οι αττικιστές που πιστεύουν ότι πρέπει να επανέλθει η γλώσσα στην αττική της κλασικής περιόδου, γιατί αυτή είναι η τέλεια μορφή της ελληνικής γλώσσας.

Κατά το 19ο αιώνα, πριν και μετά την Επανάσταση, υπήρχαν συγγραφείς που χρησιμοποιούσαν την απλή ομιλούμενη γλώσσα, αλλά και άλλοι που πιστεύουν (με εμμονή) ότι για να ανθίσουμε ξανά πρέπει να μιμηθούμε την αρχαία γλώσσα –αρχαϊστές–, αυτό ακριβώς επιδιώκει το νέο κράτος σε όλες τις δομές του – το αποτέλεσμα: ένας χαμένος αιώνας.

Η εκκαθάριση της ομιλούμενης από παρείσακτα στοιχεία –διαδικασία που δημιούργησε την καθαρεύουσα– πραγματοποιήθηκε επαναφέροντας παλιές λέξεις ή δημιουργώντας νεολογισμούς. Έτσι ανάμεσα στους αρχαϊστές και στους δημοτικιστές στάθηκε ο Αδαμάντιος Κοραής που κήρυξε τον καλλωπισμό της ομιλούμενης γλώσσας. Οι δύο άλλες πλευρές πολέμησαν την κοραϊκή αίρεση.

Στον εικοστό αιώνα η ίδια η ζωή εξομάλυνε τις ακραίες γλωσσικές αντιλήψεις, ώστε σε γενικές γραμμές να υπάρχει μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, που χρησιμοποιείται στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο.

Η τονική απλοποίηση –το μονοτονικό– με την κατάργηση των πνευμάτων και των πολλών τόνων – δεν ήταν κάτι που αλλοίωσε την ελληνική γλώσσα. Είδαμε εξάλλου ότι τα σημάδια τούτα είναι μεταγενέστερα και όχι εγγενή στοιχεία της γλώσσας μας.

Χρήσιμο είναι να θυμόμαστε αυτό που λέγει στα Προλεγόμενα ο Αδαμάντιος Κοραής «Η γλώσσα είναι ένα από τα πλέον αναπαλλοτρίωτα του Έθνους κτήματα».

Κλείνοντας, παραθέτουμε κάποια συμπεράσματα από το βιβλίο του Δ. Ε. Τομπαΐδη «Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας»: «Εξετάζοντας γενικά την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας διαπιστώνουμε πως στάθηκε συντηρητική στις αλλαγές της (…) Διατηρεί στη σημερινή της μορφή πάρα πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής, ακόμα και της πανάρχαιης ινδοευρωπαϊκής, απαράλλαχτα ή όμοια με τα αρχαία, και στη φωνητική μορφή (λιγότερα) και στην κλίση και στο λεξιλόγιο».

Στο επόμενο κείμενό μας, θα ασχοληθούμε με το κύριο θέμα των άρθρων μας, εξετάζοντας τις απαρχές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!