του Γιάννη Σχίζα
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων της Αθήνας ονόματι Μπαϊρακτάρης, συνήθιζε να υποβάλει τους «κουτσαβάκηδες» που έκαναν «τσαμπουκάδες» για ψύλλου πήδημα, σε μια ταπεινωτική διαπόμπευση, αφού προηγουμένως τους «κακοφόρμιζε» κόβοντας το μισό μουστάκι τους ή το ένα μανίκι… Η κύρωση ήταν τόσο εξευτελιστική, ώστε πολλοί για να την αποφύγουν προέβαιναν σε ομολογίες εγκλημάτων που ουδέποτε είχαν διαπράξει ή ουδέποτε είχαν γίνει!
Την ιστορία του Μπαϊρακτάρη ανακάλεσα διαβάζοντας τις απόψεις του «αρχιτέκτονα των φωτισμών» Gert Hof σχετικά με την περίφημη γερμανική ταινία «Οι ζωές των άλλων». Ο Χοφ υποστήριξε ότι η ταινία με θέμα την ανατολικογερμανική υπηρεσία πληροφοριών, τη διαβόητη «Στάζι», ήταν εκτός πραγματικότητας, δεδομένου ότι η «Στάζι» θα «βολευόταν» ευχαρίστως με μια τέτοια κινηματογραφική ομολογία, εάν ήταν δυνατό έτσι να γλυτώσει από μεγαλύτερες αποκαλύψεις…
Η βολή του «φωτοαρχιτέκτονα» Χοφ εναντίον του πολιτικού «σκοταδιού», που επιχειρεί να κρυφτεί πίσω από το «ημίφως» κάποιων περιορισμένων αποκαλύψεων, φαίνεται πραγματικά διεγερτική. Γιατί μας παραπέμπει στο γενικότερο παιχνίδι του φωτός και του σκότους, καταρχάς στο πολιτικό και στη συνέχεια στο αστικό τοπίο, που είναι το κατεξοχήν «γήπεδο» του Ανατολικογερμανού δημιουργού.
Το βράδυ ως γνωστόν είναι συνήθως χρόνος-μετά- την- εργασία, δοσμένος κατά το μεγαλύτερο μέρος του στην αναψυχή και στην ανάκτηση δυνάμεων από τη βιοπάλη της ημέρας. Στατιστικά, το βράδυ ως θέαμα έλκει περισσότερο την προσοχή, αφενός από την προχωρημένη νύχτα με την παράδοση στον ύπνο, και αφετέρου από την ημέρα, στη διάρκεια της οποίας κυριαρχεί η «οπτική» της απασχόλησης και του βιοτικού αγώνα.
Ο «φωτοαρχιτέκτονας» που έρχεται να ανα-μορφώσει μια τυχούσα πόλη στις βραδινές ώρες, μπορεί να της προσδίδει νέες φαντασιογόνες διαστάσεις και να λειτουργεί ως κακός αγωγός της πλήξης και της ρουτίνας από τα ίδια και τα ίδια αστικά σκηνικά. Στην περίπτωση όμως μιας πόλης όπως η Αθήνα, η «περιβολή του φωτός» γίνεται ταυτόχρονα και στοιχείο συγκάλυψης. Ο φωτισμός του νυχτερινού τοπίου επιχειρεί να μας αποσπάσει από τις δυσμορφίες και δυσλειτουργίες του αστικού χώρου, από τους βανδαλισμούς επί των επιφανειών, από κάποια «κιτσοειδή» κτίρια που ορθώνουν το βλακώδες παράστημά τους. Η πρακτική της φωταγωγημένης Ακρόπολης, στην οποία συμμετείχε ο Χοφ, επιχειρεί να μας αποσπάσει από το χάλι διαφόρων κοντινών συνοικιών – κι αυτό λέγεται και είναι αντιπερισπασμός…
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Να καταργήσουμε την αρχιτεκτονική του φωτός για να γίνει έκδηλη η ασυναρτησία του αθηναϊκού τοπίου και να μας εξωθήσει σε ένα «οικοαντάρτικο πόλης»; Όχι βέβαια. Αυτό που χρειάζεται ως συμπλήρωμα και πλαίσιο μιας μερικής αρχιτεκτονικής, είναι μια αρχιτεκτονική ολιστική, μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων του προβλήματος του αστικού χώρου: Της μορφής και της λειτουργικότητάς του και μάλιστα σε 24ωρη βάση, και μάλιστα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της πόλης. Χωρίς αποκλεισμούς.
Το φως στην υπηρεσία του σκοταδισμού…
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η διαχείριση του φωτός είναι μια μεγάλη δυνατότητα και ένα θέμα για γενικότερο προβληματισμό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το φως γενικά και οποτεδήποτε, είναι εκ ταυτότητος καλό. Στα «Όνειρα» του σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα ένας γερο-χωριάτης ερωτάται από κάποιον τουρίστα γιατί δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό του, κι εκείνος απαντά ερωτώντας: «Τι να το κάνουμε;» Και όταν ο τουρίστας απαντά στην ερώτηση-απάντηση του χωρικού, «μα για να βλέπετε στο σκοτάδι της νύχτας!», ο χωρικός ανταπαντά: «Και γιατί πρέπει να βλέπεις και στο σκοτάδι; Η νύχτα δεν πρέπει να είναι σκοτεινή;» (1)
Ο τουρίστας μάλλον δεν προσλαμβάνει το μάθημα «οικοτουριστικής ορθότητας» που του δίνεται, κι εμείς μπορούμε να θεωρούμε το όλο επεισόδιο σαν μια χαριτωμένη υπερβολή. Κάποιοι μάλιστα μπορούν να προβάλουν την αίγλη του Παρισιού ως «πόλης του φωτός», λόγω της πρωτιάς του στον δημόσιο ηλεκτροφωτισμό από τα τέλη του 19ου αιώνα, για να αναγνωρίσουν όλοι οι «αγροίκοι» και «σκεπτικιστές» την αξία του βραδινού φωτισμού. Έλα όμως που η υπερκατανάλωση και άστοχη χρήση των φωτισμών, εκτός από ενεργειακή σπάταλη, παίρνει μέχρι και τις διαστάσεις ενός οπτικού βανδαλισμού. Οι φωτοχυσίες που καταυγάζουν το γκαζόν(!) κάποιων εξοχικών ή που ενίοτε κάνουν τις φωτεινές δέσμες να μοιάζουν με ανακριτική μεθόδευση της Γκεστάπο, δεν είναι ασυνήθιστες. Όταν μάλιστα και οι «Δήμοι παίζει», τότε εμφανίζονται κρούσματα όπως αυτό που περιέγραφε κάποτε ο Γιώργος Ντούρος: «Η ανατολική πλευρά του Υμηττού απέκτησε πρόσφατα ένα μεγάλο φωτεινό σίγμα τελικό [S]. Με άλλα λόγια ηλεκτροδοτήθηκε από τον Δήμο ο δρόμος που οδηγεί στο σπήλαιο Παιανίας(Κουτούκι). Κι έτσι φωτίζονται ολονυχτίς τα βράχια και τα πουρνάρια «στο πλαίσιο της ανάπτυξης των ορεινών όγκων» ή μάλλον «στο πλαίσιο της πολιτικής για την εξοικονόμηση ενέργειας»… Μετά τη δύση του ηλίου, δεκάδες λάμπες ισχύος αναρίθμητων βατ, φωτίζουν το πουθενά: Έτσι, χάριν εργολαβίας. Παράγοντας ένα φωτεινό σίγμα, που καταργεί το φυσικό σκοτάδι της νύχτας στο βουνό και επιβάλλει το φως του περιβαλλοντικού σκοταδισμού…»(2)
Το φως, η σκίαση, το αυτονόητο…
Το σκοτάδι έχει κι αυτό την αξία του, τον δικό του χώρο και χρόνο, κι ακόμη έχει τους υποστηρικτές του. Στο αγγλικό περιοδικό Resurgence o John Daniel υπεραμύνεται του σκοταδιού (3) υπενθυμίζοντας τον ριζοσπάστη Αμερικανό ποιητή του 19ου αιώνα Γουώλτ Γουίτμαν, που τραγούδησε τις πνευματικές ομορφιές της νύχτας και «το μυστικό παιχνίδι των σκιών που συν-πλέκονται και συν-στρέφονται σα να ήταν ζωντανές υπάρξεις». Ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός έβρισκε πως τα φώτα που είχαν τοποθετήσει οι τοπικοί παράγοντες κατά μήκος της ημιέρημης παραλίας των Βασιλικών στη Βόρεια Εύβοια, όξυναν μάλλον παρά διασκέδαζαν το αίσθημα της μελαγχολίας και της έμφοβης κενότητας, που υπέβαλε τα βράδια ο χώρος. Σήμερα πλέον, με την περίσσεια του τεχνητού φωτός, μπορούμε να μιλάμε όχι μόνο για την αισθητική αναμόρφωση ή τη «λειτουργική φωταγώγηση» κάποιων περιοχών για λόγους ασφάλειας, κυκλοφορίας, εξυπηρέτησης ορισμένων καταστημάτων κλπ., αλλά επίσης μπορούμε να μιλάμε για την κακοδιαχείριση του φωτός, για τη «φωτορύπανση» σε ευρεία έννοια. Στον δικτυακό τόπο www.greekarchitects.gr ο Θεόδωρος Κοντορήγας (4) αναφέρεται στην τυχαία διάχυση του φωτός πέρα από τα επιθυμητά όρια, στη «θάμβωση», ακόμη και στην αδυναμία της παρακολούθησης ενός «ελεύθερου φώτων» νυχτερινού ουρανού στον περιαστικό χώρο. Το αναλυτικό κείμενό του σχετίζεται πρωτίστως με τη διαχείριση του τεχνητού και ενεργειοβόρου φωτισμού, όμως υπάρχουν αφετηρίες για μια γενικότερη διαχείριση του φωτός, τεχνητού και φυσικού. «Ο φυσικός φωτισμός αλλάζει χρώμα, κατεύθυνση, καθαρότητα και ένταση κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και των εποχών του χρόνου και λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε κάθε αρχιτεκτονική δημιουργία και αποτελεί σημαντική πηγή έμπνευσης για τους μελετητές φωτισμού» (5), γράφει ο Θ.Κ.. Ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτό το εδάφιο έχει διαπιστωτικό ή δεοντολογικό χαρακτήρα, σίγουρο είναι ότι εκθέτει μια συλλογιστική που οδηγεί ακόμη και στη διαχείριση της «σκίασης»: Αυτής της αυτονόητης απαίτησης του ορθού λόγου σε ένα εκτυφλωτικό καλοκαιρινό φως.
Με δεδομένη λοιπόν τη δυναμική του φωτός, καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε το φως χωρίς να απεμπολήσουμε τις «αξίες χρήσης» που μας προσφέρει το αγνό-φυσικό σκοτάδι! Να υποστηρίξουμε τους καλαίσθητους αστικούς φωτισμούς, χωρίς να επαναπαυθούμε σ’ αυτούς. Να αντισταθούμε στο «θάμβος» κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά λόγου χάρη να μην παραμυθιαζόμαστε από πολιτικούς και μιντιοκράτορες, που αποβλέπουν στο να εντυπωσιάζουν και να θαμπώνουν παρά να διαφωτίζουν με τον λόγο τους…
Σημειώσεις
1) Οικοτοπία, «Ασκήσεις οικοτουριστικής ορθότητας», τεύχος 21, Απρίλιος 2002
2) Οικοτοπία, «Χάριν εργολαβίας», Ιανουάριος 2003, τεύχος 24
3) John Daniel, περιοδικό Resurgence, Δεκέμβριος 2002, «Γράφοντας το βράδυ: Αγκαλιάζοντας τη σκοτεινιά και όλα όσα αυτή φωτίζει»
4) Θ. Κοντορήγας, «Φωτορύπανση και ποιότητα φωτισμού εξωτερικών χώρων», 6/2/2007
5) Θ. Κοντορήγας, «Χρώμα στο σύγχρονο νυκτερινό αστικό περιβάλλον», 29.10.2006, www.greekarchitects.gr