Του Γιώργου Γιαλούρη

‒ «Πόσα». Έμεινε να την κοιτάζει χωρίς να κουνήσει βλέφαρο.

‒ «Χαζό είσαι παιδί μου; Μου στείλανε ένα χαζό», απευθύνθηκε στον παπά που χασκογελούσε από τον καναπέ και μασουλούσε φουντούκια και μύγδαλα. «Παιδάκι μου πόσα; Μίλα αγόρι μου. Πόσα; Πόσα είναι το κομμάτι σου; Χαζό είσαι ρε; Πόσα; Μίλα βρε κουτορνίθι. Μίλα βρε μαλακισμένο».«Ό,τι συμφώνησε ο “τύπος”», απάντησε τελικά o Πέτρος. Η κυρία, που αν δεν είχε ξεπεράσει, σίγουρα πλησίαζε τα εβδομήντα, με τη στέκα μονίμως βυθισμένη στα κορακίσια της μαλλιά, ακούμπησε πίσω στην πλάτη της καρέκλας της μ’ ένα χαμόγελο να έχει διαγραφεί στα παχιά, πονηρά και κατακόκκινα από το έντονο κραγιόν χείλη της. Άνοιξε τον παχύ φάκελο, έβγαλε πέντε χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ και του τα έδωσε. Θρυμματισμένοι ξηροί καρποί έφερναν βόλτα στα υγρά χείλη του παπά ο οποίος όλη αυτή την ώρα δεν είχε βγάλει τα μάτια του από πάνω τους μασώντας με λαιμαργία και θόρυβο τα ξηροκάρπια.

‒ «Είμαστε εντάξει;» γρύλισε η κυρία με την τσακισμένη από το τσιγάρο φωνή.

‒ «Εντάξει είμαστε», αποκρίθηκε ξερά ο Πέτρος. Πήρε τα πέντε κατοστάρικα, τα έβαλε στην τσέπη κι έκανε να φύγει.

‒ «Να σου πω». Γύρισε και την είδε να τον παρατηρεί από πάνω ως κάτω.

‒ «Κάνεις δουλειές για τον “τύπο”, σωστά;». Της ένευσε θετικά. Η κυρία έδειξε προς το μέρος του.

‒ «Αυτά σου δίνει; Αυτά τα φραγκοδίφραγκα;». Εκείνος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

‒ «Θέλεις να δουλέψεις για ’μένα; Ε; Θέλεις; Βγαίνεις με τα πεντακοσαρικάκια ρε μαλάκα; Τα ψιλολοΐδια; Σκατά. Μίλα αγόρι μου. Λέγε λοιπόν. Θέλεις; Πέντε φορές πάνω θα βγάζεις. Και παραπάνω». Κάτι του έλεγε μέσα του να σηκωθεί να φύγει αλλά δεν το έκανε.

‒ «Ακούω». Η ηλικιωμένη κυρία άλλαξε στάση στην καρέκλα της και κάθισε πιο άνετα, φέρνοντας το αριστερό της πόδι πάνω από το δεξί τεντώνοντας ταυτόχρονα το φόρεμά της προς τα κάτω. «Όχι άσχημα για την ηλικία της», σκέφτηκε εκείνος και άρχισαν να του μπαίνουν σκέψεις για το τι θα ήθελε από εκείνον.

‒ «Έχω μάθει για ’σένα». Άναψε τσιγάρο και του χαμογελούσε σαν τσατσά όπως χαμογελάνε οι τσατσάδες στις ελληνικές ταινίες. «Ξέρεις και από υπολογιστές ε; Έτσι μου είπε ο “τύπος”. Τζιμάνι λέει στους υπολογιστές».

‒ «Κάτι ξέρω», απάντησε εκείνος ενώ οι σκέψεις περνούσαν σαν μυδράλιο από το μυαλό του στην προσπάθειά του να καταλάβει τι διάολο τον θέλει.

‒ «Θα σε στείλω κάπου να σε δουν, θα σου κάνουν κάποιες ερωτήσεις. Δεν είναι τίποτα. Έχουν μια ομάδα εκεί και το χρήμα πέφτει άπειρο, όσο θέλεις. Και πού ’σαι, μέχρι και ένσημα θα έχεις. Μην αγχώνεσαι. Ίσα ίσα για να φαίνεται νόμιμη η μαλακία τους. Χρήμα στην τσέπη όσο θέλεις. Όσο θέλεις. Θα περνάς και από εδώ μία φορά την εβδομάδα να μου λες την καλημέρα σου. Είσαι αγορίνα μου; Είσαι;»

‒ «Δεν μου είπες τι κάνουν».

‒ «Μπινελικώνουν, ξεφτιλίζουν κόσμο. Είναι μια ομάδα από καθίκια που γαμάνε κόσμο στο ίντερνετ. Σου αρέσει αγορίνα να γαμάς κόσμο στο ίντερνετ; Ε; Πες ρε. Μίλα ρε μαλάκα. Σου αρέσει;»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!