Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Σερφάροντας στο Διαδίκτυο διαπίστωσα πως ο Διονύσης Μαρίνος είχε πολύ πρόσφατα εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα, τα Χαμένα Κορμιά (εκδόσεις Τετράγωνο). Το πήρα στα χέρια μου και δεν το άφησα! Μια ιστορία ζοφερή και παράξενη, ποτισμένη με χιούμορ… βιτριολικό.
Σε μια χώρα (Ελλάδα;) οι άνθρωποι αρχίζουν σταδιακά να εξαφανίζονται. Ανάμεσα σε όσους χάνονται δεν υπάρχει προφανής συσχετισμός. Η χώρα βυθίζεται στον πανικό, απομονώνεται, ξεσπά η βία. Το πολιτικό σύστημα, οι δομές είναι απολύτως ανίκανες να αντιμετωπίσουν την κατάσταση…
Θεώρησα ότι πρόκειται για μια παραβολή πάνω στην κρίση. Όμως, όπως θα διαβάσετε το κείμενο είχε γραφτεί όταν η Ελλάδα ήταν ακόμη στη φάση που τα «λεφτά υπήρχαν». Αυτό μου δείχνει πως ο συγγραφέας, με τις ευαίσθητες κεραίες που μπορεί ώρες-ώρες να έχει η τέχνη συνέλαβε την εικόνα της κρίσης, πριν από την κρίση. Όπως καταλαβαίνετε, η συζήτηση για το θέμα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα του μυθιστορήματος; Τι θέλεις πραγματικά να πεις με τη σταδιακή εξαφάνιση τυχαίων ανθρώπων;
Υπάρχει μια αίσθηση ειρωνείας στη ζωή των ανθρώπων. Ακόμα περισσότερο ένα διαρκώς ματαιωμένο αίτημα ζωής. Τι οδηγεί τα κατακερματισμένα «εγώ» σε πλήρη υποταγή στα δυναστευτικά «εμείς»; Κάτω από ποιες συνθήκες οι ατομικές συντεταγμένες σβήνονται στον μαυροπίνακα του «κάθε μέρα»; Αυτά και κάμποσα άλλα συναφή ερωτήματα γέννησαν τα Χαμένα Κορμιά. Οι εξαφανίσεις υφίστανται σε συμβολικό -και μόνο- επίπεδο. Επί της ουσίας, αυτό που εξατμίζεται είναι ο ζωτικός χώρος δράσης του ατόμου. Η δυνατότητά του να δημιουργήσει τη δική του αφήγηση. Πρόκειται για ένα μοριακό πόλεμο που διεξάγεται δίχως σταματημό. Φευ, η εξάχνωση μας περιμένει μονίμως στη γωνία.
Καταφέρνεις να κινηθείς ανάμεσα στο ζοφερό κλίμα, στο χιούμορ, αφήνοντας στο τέλος και χώρο για την ευαισθησία. Πόσο δύσκολο ήταν να κρατήσεις τις ισορροπίες;
Όντως, το μυθιστόρημα μοιάζει να κινείται ανάμεσα σε δύο παρενθέσεις διαφορετικού χρώματος και υφής. Καθώς το έγραφα είχα στο μυαλό μου τη μορφή και την πορεία ενός κύματος. Τις πτυχώσεις της ανόδου του (όλα αυτούς τους χαλαρούς αρμούς του χιούμορ), αλλά και τα σκοτάδια της πτώσης του (τους κόμπους μιας ευαισθησίας ολότελα ανθρώπινης). Ήταν μια ηθελημένη απόφαση με σκοπό να δείξει στον αναγνώστη τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Μια ιλαροτραγωδία σε συνέχειες.
Τα Χαμένα κορμιά θα έλεγα πως με το μυθιστορηματικό τους τρόπο παρεμβαίνουν στην κρίση. Είχες έναν τέτοιο παρεμβατικό στόχο ή κατά κάποιον τρόπο προέκυψε από τα πράγματα;
Όχι καθόλου! Τα Χαμένα Κορμιά γράφτηκαν πριν από δύο και κάτι χρόνια, τότε που σύσσωμη η Ελλάδα ζούσε ακόμα με τα απόνερα μιας δοτής τρυφηλότητας. Εντούτοις, τώρα που ξαναβλέπω το κείμενο αντιλαμβάνομαι ότι αποκτά -πάλι σε συμβολικό επίπεδο- έναν επικαιρικό χαρακτήρα, αν και δεν ήταν αυτός εξαρχής ο σκοπός του. Επί της ουσίας τα Χαμένα Κορμιά, πέρα από οντολογικό μυθιστόρημα, είναι βαθύτατα πολιτικό και ως τέτοιο βρίσκει αναφορές στην τρέχουσα πραγματικότητα ή και το αντίστροφο.
Πώς παντρεύεται ο αθλητικός συντάκτης με το μυθιστοριογράφο και τον ποιητή; Το ποδόσφαιρο μας μαθαίνει κάτι για τον τρόπο που γράφουμε;
Το ποδόσφαιρο είναι άθλημα που στηρίζεται στο λάθος του αντιπάλου, επιπλέον ως παίγνιο είναι τίμιο από τη φύση του. Δεν μπορείς να ξεγελάσεις την μπάλα. Οι κανόνες είναι εκεί έξω και περιμένουν να σε δικάσουν. Στη λογοτεχνία οι κανόνες υπάρχουν για να καταλύονται και να ξαναγράφονται αενάως.
Στην πραγματικότητα οι παράλληλες ενασχολήσεις μου κινούνται σε ασύμπτωτους δρόμους, δίχως απαραίτητα η μια να τροφοδοτεί την άλλη. Αυτό που εξ επιλογής κάνω καθημερινά για βιοπορισμό, όχι μόνο δεν προσφέρει αίμα αλλά αντιθέτως κλέβει από τη λογοτεχνία. Η δημοσιογραφία δεν είναι τίποτα άλλο από αφήγηση του εφήμερου, ενώ η πεζογραφία και η ποίηση διασπούν το χρόνο με σκοπό να τον χτίσουν απ’ εξαρχής.
Διαβάζοντας κανείς το ιστολόγιό σου Το ημερολόγιο ενός αδέσποτου σκύλου (https://adespotosskylos.blogspot.com/), έχει την εντύπωση πως το πρώτο σου βιβλίο θα ήταν μια συλλογή ποιημάτων…
Θα ήταν ευκταίο να συμβεί αυτό, όμως τα πράγματα στην αγορά του βιβλίου και ειδικότερα στην ποίηση δεν βοηθούν για τέτοιου είδους «ξεκινήματα». Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Στην Ελλάδα υπάρχει αρκετή παραγωγή ποίησης. Καλή, κακή δεν έχει σημασία, επί του παρόντος. Όλοι γράφουν, κάμποσοι αυτοαναγορεύονται ποιητές κουβαλώντας στους ώμους τους ψεύτικα κλέη, κανείς όμως δεν αγοράζει ποίηση. Δεν έχω άγχος επιβεβαίωσης. Όπως και δεν έχω κανένα όνειρο να δηλώνω συγγραφέας. Γραφιάς; Ναι, αυτό ήμουν, είμαι και θα είμαι. Ο Αδέσποτος Σκύλος λειτουργεί αυτόνομα, ζει μια χαρά ως blog, έχει εντυπωσιακή αναγνωσιμότητα (που ως βιβλίο δεν θα την είχε) και μέχρι τώρα δεν… μου έχει παραπονεθεί για τον τρόπο που τον μεταχειρίζομαι.
Δεν ξέρω αν είναι εντύπωση μου, αλλά βρήκα αναλογίες με το Περί Τυφλότητος του Σαραμάγκου. Υπάρχουν τέτοιου είδους επιρροές στα Χαμένα Κορμιά;
Ως κλασικός βιβλιοφάγος έχω πάρει και εγώ το μερτικό μου από το έργο του δαιμόνιου Πορτογάλου, όμως όχι, δεν συγκαταλέγεται σε αυτό που λέμε «αγαπημένος συγγραφέας». Παραδέχομαι τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίο στήνει τις παράδοξες συμβάσεις του με τον αναγνώστη, αλλά ώς εκεί.
Βασική πηγή επιρροής των Χαμένων Κορμιών ήταν ένας στίχος του Τάσου Λειβαδίτη από τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου και εν συνεχεία ο εξαίσιος σκεπτικισμός του Βόνεγκατ. Κινήθηκα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ασύμβατους πόλους, με σκοπό να δημιουργήσω έναν τρίτο. Αν τα κατάφερα θα το απαντήσει ο αναγνώστης.