Έπειτα από τη ΔΕΘ, η οποία παραδοσιακά αποτελεί μια στιγμή όπου τα κόμματα – και ιδίως η εκάστοτε κυβέρνηση– προσπαθούν να συσπειρωθούν και να κερδίσουν τις εντυπώσεις, φαίνεται πως εγκυμονούνται πολιτικές εξελίξεις. Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης, δια στόματος Μητσοτάκη, δεν δημιούργησαν θετικές εντυπώσεις, με αποτέλεσμα η ήδη καταγεγραμμένη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση της Ν.Δ. να παραμένει ο βασικός άξονας των εξελίξεων. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται και στις 11 δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο. Σε αυτές, πέρα από την πρόθεση ψήφου, οι πολίτες απάντησαν για τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, αλλά και για τη στάση τους απέναντι σε πιθανές εναλλακτικές που φημολογείται ότι ετοιμάζονται, όπως οι περιπτώσεις Αντ. Σαμαρά και Αλ. Τσίπρα.
Ν.Δ. και Κ. Μητσοτάκης
Για την κυβέρνηση, έπειτα από τη χαμηλή δημοτικότητα που καταγράφει ήδη από πριν το καλοκαίρι, ο Σεπτέμβρης αποτελούσε ένα στοίχημα για να σωθεί κάτι – πράγμα που δεν φαίνεται να επιτεύχθηκε. Οι εξαγγελίες του Κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ συγκέντρωσαν απαντήσεις «καθόλου / λίγο ικανοποιητικές» σε ποσοστό που κατά μέσο όρο ξεπερνά το 70%, σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Αντίστοιχα, αρνητική είναι και η εικόνα τόσο για την παρουσία του Κ. Μητσοτάκη όσο και για τη Ν.Δ. συνολικά, με ποσοστά και πάλι άνω του 70%, αν και ο ίδιος ο πρωθυπουργός εμφανίζεται ελαφρώς πιο ανθεκτικός.
Ο επόμενος σταθμός για την κυβέρνηση ήταν η σύνοδος του ΟΗΕ, όπου ο Κ. Μητσοτάκης ευελπιστούσε να κερδίσει τις εντυπώσεις, πιθανώς με μια συνάντηση με τον Τ. Ερντογάν που θα έδινε την εικόνα εξασφάλισης μιας σχετικής ηρεμίας. Όμως, κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν ήταν εφικτό –αφού ο Τούρκος πρόεδρος αρνήθηκε τη συνάντηση– αλλά κυριολεκτικά κατέρρευσε το αφήγημα της Ν.Δ. για τις ισχυρές διεθνείς σχέσεις που υποτίθεται ότι οικοδομεί. Αντίθετα, ο Ντ. Τραμπ είχε τετ-α-τετ με τον Τ. Ερντογάν, τον οποίο θεωρεί προνομιακό συνομιλητή και εταίρο.
Παράλληλα, η παρουσία της Ευρωπαίας εισαγγελέως Λ. Κοβέσι και η προαναγγελία αποκάλυψης νέων σκανδάλων καθιστούν σαφές ότι η θέση της κυβέρνησης γίνεται ακόμη δυσκολότερη. Ενδεικτική της κατάστασης είναι η προβολή που δίνουν τα συστημικά ΜΜΕ σε δείκτες δημοσκοπήσεων για τους πιο «επιτυχημένους» υπουργούς –και πιθανώς διάδοχους– της κυβέρνησης, με τον Ν. Δένδια να καταγράφει 21% και τον Κ. Πιερρακάκη 10%. Ωστόσο, το ουσιώδες εύρημα, που συχνά παραλείπεται, είναι ότι το 63% απάντησε ο «Κανένας».
Πρόθεση ψήφου, κόμματα και πολιτικό σύστημα
Σε ό,τι αφορά την πρόθεση ψήφου και γενικότερα την εικόνα του πολιτικού συστήματος, παρά την καθίζηση της Ν.Δ. κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης, υπαρκτό ή εν δυνάμει, δεν φαίνεται ικανό να κεφαλαιοποιήσει κάτι από τη φθορά της. Έτσι, ενώ η Ν.Δ. κινείται στο 22–24%, τα υπόλοιπα κόμματα παραμένουν στάσιμα: ΠΑΣΟΚ 10–12%, Ελληνική Λύση 7–10%, Πλεύση Ελευθερίας 6–8%, ΣΥΡΙΖΑ 5–6% και ΚΚΕ 6%. Κακές επιδόσεις καταγράφουν και οι πολιτικοί αρχηγοί: πέρα από τον Κ. Μητσοτάκη που συγκεντρώνει 27% στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, ο Α. Τσίπρας περιορίζεται στο 13%, ενώ κανείς άλλος δεν ξεπερνά το 10%. Και εδώ, ο «Κανένας» παραμένει σταθερά πρώτος με ποσοστά άνω του 30%.
Το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κομμάτων επίσης δεν συγκινεί. Η ομιλία Τσίπρα στη ΔΕΘ δεν δημιούργησε θετικές εντυπώσεις: σε καμία μέτρηση δεν ξεπερνά το 20% θετικών ή σχετικά θετικών απαντήσεων, ενώ σε όσες μετρούν και αν οι πολίτες την παρακολούθησαν, 1 στους 2 ή 3 απάντησε πως δεν την παρακολούθησε. Στην πρόθεση ψήφου, ένα πιθανό κόμμα Τσίπρα δεν υπερβαίνει το 20% (εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη και τα μιντιάκα-δημοσκοπικά «σπρωξίματα» από μερίδες της ελληνική ελίτ αλλά και τον πονηρό τρόπο που διατυπώνονται τα ερωτήματα), ενώ το αντίστοιχο του Σαμαρά κινείται στο 10%. Αυτό που θα έπρεπε να προβληματίσει περισσότερο το πολιτικό σύστημα –και ιδίως την αντιπολίτευση– είναι πως η λαϊκή δυσαρέσκεια, αν και κατευθύνεται προς την κυβέρνηση, εδράζεται σε υπαρκτά και κρίσιμα ζητήματα, για τα οποία καμία δύναμη δεν πείθει ότι διαθέτει πρόταση καλύτερη από της Ν.Δ., ακόμη κι αν η κυβέρνηση θεωρείται κάτι περισσότερη από ακατάλληλη. Οι πολίτες κατατάσσουν σταθερά πρώτο πρόβλημα την ακρίβεια (άνω του 50%), ενώ στις πρώτες θέσεις βρίσκονται επίσης η διαφθορά και η δικαιοσύνη, η οικονομία, το ΕΣΥ, οι μισθοί, τα εθνικά θέματα και το μεταναστευτικό. Με λίγα λόγια, η βεντάλια και η σημασία των προβλημάτων είναι τέτοια που ακόμη και μικρές βελτιώσεις θα έμοιαζαν σημαντικές για μια μερίδα πολιτών.
Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα δείχνει ανίκανο να προσφέρει αξιόπιστη εναλλακτική. Σε πολιτικό επίπεδο, η χώρα μοιάζει να πορεύεται σε μια τροχιά που κανένα κόμμα δεν τολμά να αμφισβητήσει – λες και ισχύει μια άτυπη «ομερτά». Σε επίπεδο προσώπων, δε, το σύστημα φαίνεται να ανακυκλώνει καμένα χαρτιά, αδυνατώντας να ανανεωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση το 79% δήλωσε πως αισθάνεται «πολύ θυμωμένο» με το πολιτικό σύστημα, ενώ εδώ και καιρό οι έρευνες καταγράφουν ως κυρίαρχα συναισθήματα για τη χώρα τον θυμό, την απογοήτευση και την απελπισία.