Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή.
Συναντήσαμε το Δήμο Αβδελιώδη στο στούντιο Λήδρα της οδού Κέκροπος στην Πλάκα, όπου κάθε Πέμπτη και Παρασκευή παρουσιάζει την πολύ ενδιαφέρουσα θεατρική διασκευή στο έργο του Γεωργίου Βιζυηνού «Το μόνο της ζωής του ταξείδιον», ένα από τα μνημειώδη κείμενα, που μαζί με τα υπόλοιπα διηγήματα του Βιζυηνού, εάν έλειπαν από τα Ελληνικά γράμματα, μόνο τότε θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε τη συγκλονιστική τους αξία. Ευτυχώς όμως δεν λείπει, και δεύτερη φορά ευτυχώς που υπάρχουν αθόρυβοι δημιουργοί σαν τον Αβδελιώδη, οι οποίοι φέρνουν το λόγο τέτοιων κειμένων στο ζοφερό σκηνικό των ημερών.
Η παράσταση είναι μια πραγματική πνοή, που αφορά το συλλογικό ασυνείδητο, ένα νήμα που ενώνει το παρόν με την Ιστορία μας…
Bιζυηνός, Βυζάντιος, Καραγκιόζης, Σοφοκλής και πάλι Βιζυηνός με «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», αυτή τη φορά. Υπάρχει κάποια εσωτερική σύνδεση, ένας κοινός θεματικός τόπος, μια νοητή γραμμή που ενώνει τις θεατρικές σας επιλογές;
Παρόλο που δεν υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος σχεδιασμός, μπορώ να πω ότι είναι μια επιλογή που έχει προέλθει κι από εσωτερικά αίτια και από εξωτερικούς παράγοντες. Δεν είναι επιλογές που έχουν γίνει βάσει ενός σχεδίου, όμως η σύνδεση αυτή υπάρχει γιατί αφορά κλασικά και μνημειώδη κείμενα, τα οποία δεν περιέχουν έναν προσωπικό λόγο, αλλά ένα λόγο ο οποίος αφορά την κοινότητα, το συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο μας ενώνει κάτω από την πραγματικότητα μιας κοινής ιστορικότητας. Ιστορικότητα που έχει να κάνει πιο πολύ με τη διαχείριση και με την έννοια των ιδεωδών, των ιδανικών και των αξιών της ζωής τα οποία παραμένουν διαρκώς ζητούμενα. Γιατί, όσο και να αλλάζουν οι εποχές, οι άνθρωποι επιδιώκουν πάντα την ευτυχία και το καλύτερο.
Λογοτέχνες όπως ο Βιζυηνός, πλέκουν πάνω σε έναν αυτοβιογραφικό καμβά, εικόνες ποιητικές, γεμάτες εντάσεις, με μια δυνατή και σπάνια γλώσσα. Οι δικοί σας σκηνικοί κώδικες «κρύβονται» στα κείμενα ή επινοούνται από τον σκηνοθέτη;
Είναι μέριμνά μου ν’ ανακαλύπτω κάθε φορά αυτή την κρυμμένη παρτιτούρα κάθε κειμένου, το οποίο από συγγραφέα σε συγγραφέα αλλά κι από κείμενο σε κείμενο διαφέρουν. Κάθε διήγημα είναι σαν ένα διαφορετικό κομμάτι μουσικής, στο οποίο πρέπει να ανακαλύψεις το τέμπο και τις νότες του. Νομίζω, λοιπόν, ότι η όλη σκηνοθεσία του έργου είναι κρυμμένη μέσα στο ίδιο το κείμενο. Όπως ένας διευθυντής ορχήστρας αναδεικνύει ένα νεκρό κείμενο με μια παράσταση, έτσι και η σκηνοθεσία οφείλει να ανακαλύπτει την κρυφή εσωτερική μουσική δομή του έργου, να βγάλει τις σημασίες του με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Αν κρίνουμε από τα θεατρικά αλλά κι από τα έργα σας στον κινηματογράφο, φαίνεται να σας συγκινεί ιδιαίτερα το παρελθόν και η παράδοση;
Από καταβολής τέχνης, το θέατρο και η αφηγηματική τέχνη γενικά ασχολείται με πράγματα προγενέστερα της ζωής μας. Κι αυτό, διότι τα βλέπουμε από μια κάποια απόσταση, μπορούμε να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτά, να βγάλουμε συμπεράσματα. Η τρέχουσα ζωή μας δεν προλαβαίνει να αποκωδικοποιήσει το ουσιώδες κι έτσι είναι σαν να βρίσκεται πάνω σε μια κινούμενη άμμο. Οπότε δεν τίθεται ζήτημα αξίας, εάν ένα έργο έχει σύγχρονο θέμα ή αν είναι μεταφερμένο σ’ ένα το παρελθόν. Σημασία έχει, το τι έχει να πει αυτό το έργο. Άλλωστε, με την ίδια μέθοδο δούλευε και το αρχαίο ελληνικό δράμα. Μόνο οι «Πέρσες» του Αισχύλου είναι έργο που γράφτηκε συγχρονικά. Και αυτό, γιατί ο Αισχύλος έζησε προσωπικά και βιωματικά τη μάχη του Μαραθώνα και αυτή η συγκινησιακή φόρτιση τον οδήγησε να γράψει ένα έργο με σύγχρονο θέμα. Δεν θα πρέπει, κατα συνέπεια, να έχει κανείς ενοχές όταν ασχολείται με το παρελθόν, γιατί από το παρελθόν εξάγουμε πάντα, ασφαλή συμπεράσματα για το μέλλον.
Η διασκευή λογοτεχνικών κειμένων για το θέατρο είναι συχνή στη σύγχρονη ελληνική σκηνή. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένδεια σύγχρονων νεοελληνικών θεατρικών έργων που να αφουγκράζονται τις αγωνίες και τις ευαισθησίες της ελληνικής κοινωνίας, ή απλώς χρειαζόμαστε μεγάλες αναφορές και τις βρίσκουμε στη λογοτεχνία και την ποίηση;
Δεν μπορώ να το αξιολογήσω έτσι, γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί μια κριτική εργασία, να ξέρεις δηλαδή όλο το φάσμα της δημιουργικότητας, ώστε να μπορείς να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα και κάτι τέτοιο δεν είναι δουλειά μου. Τα κείμενα τα λογοτεχνικά, που έτυχε να γίνουν δική μου εργασία, είναι κείμενα τα οποία έχουν μέσα τους τη θεατρικότητα, σου δίνουν το χέρι για να μπορέσεις να τα παρουσιάσεις σκηνικά, και το πιο σημαντικό έχουν να πουν κάτι το οποίο ξεπερνάει τους αισθητικούς κώδικες. Μας μεταφέρουν τη συγκίνηση κι ένα κόσμο οπού στέκονται οι αξίες και τα ιδανικά όρθια, κι έτσι μπορούν να επανεγκαταστήσουν αισιοδοξία κι οραματισμό.
Από την «ευρυχωρία» της θεατρικής σκηνής ας μεταφερθούμε στη «δυσχωρία» της πολιτικής πραγματικότητας. Μήπως οι θεατρικές επιδοτήσεις και η όλη συζήτηση για το ύψος και τον αριθμό τους, αποτελούν το έξυπνο «άλλοθι» για την ουσιαστική ανυπαρξία πολιτιστικής πολιτικής αλλά και παγίδα για τον καλλιτέχνη;
Ποτέ δεν υπήρξε σοβαρή και συνεπής πολιτική στο θέμα του πολιτισμού. Υπήρξαν, όμως, σοβαρές προσπάθειες για να εδραιωθούν τουλάχιστον κάποιοι θεσμοί. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα (ΔΗΠΕΘΕ), που καθιέρωσαν την αποκέντρωση και έδωσαν την δυνατότητα να παράγονται πρωτογενώς παραστάσεις σε δεκαέξι απομακρυσμένες πόλεις από την Αθήνα. Αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία για την καλλιέργεια των παιδιών και των μαθητών σ’ αυτές τις επαρχίες. Κι όμως, ο θεσμός αυτός εξέπεσε σιγά-σιγά στα περισσότερα αυτά κέντρα, εξαιτίας της ίδιας της τοπικής αυτοδιοίκησης, που από το φόβο μήπως χάσει τον έλεγχο, άρα και την εξουσία, από έναν τέτοιο πολιτιστικό οργανισμό, που δεν μπορούσε να κατανοήσει τις μακροπρόθεσμες ευεργετικές του δυνατότητες, εφάρμοσε την προκρούστεια μέθοδο για να τον φέρει στα μέτρα της, μέτρα που δυστυχώς αποδεικνύονται σχεδόν πάντα μικρότερα των περιστάσεων, όπως λέγεται. Ποιος φταίει; Μήπως ο ίδιος ο θεσμός; Όχι, βέβαια. Αυτός ό,τι κασέτα του βάλεις να παίξει, θα παίξει. Και το πρόβλημα, βεβαίως, δεν ήτανε οικονομικό, αλλά χρησιμοποιείτο έτσι σαν άλλοθι, για να καλύψει την πολιτική αδυναμία και ανεπάρκεια έως μειοδοσία. Τα πολιτικά, όμως, ζητήματα και τα ζητήματα των θεσμών δεν λύνονται και δεν πρέπει να λύνονται μόνο από τους πολιτικούς συντελεστές, αλλά και από τους ίδιους τους πολίτες που συμμετέχουν, συναποφασίζουν, εγκρίνουν ή απορρίπτουν. Η ουδετερότητα, η παθητικότητα και η συνενοχή των πολιτών είναι η μεγαλύτερη παγίδα για να πέσει κανείς μέσα.
Και επειδή τα φαινόμενα θα ενταθούν στην κρίσιμη περίοδο που διανύουμε, θα ήθελα τη γνώμη σας επ’ αυτού. Θεωρείτε ότι θα διαμορφωθεί μια νέου τύπου πολιτική στράτευση του δημιουργού ή όλα αυτά θα οδηγήσουν σε παραίτησή του;
Όταν η τέχνη αναζητά την αλήθεια με υψηλά ποιοτικά κριτήρια και μας ενώνει απέναντι σε κοινούς φόβους αλλά και προσδοκίες, τότε ασκεί παιδεία και πολιτική ανώτερη από κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Η στρατευμένη τέχνη έχει μέσα της ψυχαναγκασμό και επιτήδευση, οπότε χάνει την ελευθερία της και την αξιοπιστία της. Η παραίτηση, πάντως, είναι ένα είδος ανόητης αυτοχειρίας.
Συζητούμε δηλαδή πολύ περί τέχνης, αλλά υστερούμε στην πράξη;
Η τέχνη εμπεριέχει την κοινωνική αποστολή και την παιδεία. Δέν είναι κάτι θεωρητικό, είναι κυρίως πράξη που προϋποθέτει εγρήγορση και πειθαρχία, δημιουργώντας ένα ζωντανό κοινωνικό κύτταρο. Είναι, επίσης, εκτεθειμένη στη διαρκή κρίση και κριτική των θεατών και των ειδικών. Είναι ένα μοντέλο σύνθεσης, θεωρίας και πράξης που προσπαθεί να παρέμβει παραδειγματικά στο χώρο της καθημερινής ζωής και πρακτικής. Αυτά, βέβαια, για μια τέχνη που δέν πουλάει σαν εμπόρευμα τον οραματικό και υπερβατικό της χαρακτήρα.
Τελειώνοντας θα ήθελα τη γνώμη σας για το περί κινηματογράφου σχέδιο νόμου, το οποίο φαίνεται ότι έχει διχάσει το χώρο.
Το ζήτημα του κινηματογράφου είναι τεράστιας σημασίας για μια χώρα όπως η Ελλάδα, γιατί μπορεί να εκπέμψει με την ταχύτητα και την πειστικότητα του μέσου όλο το φάσμα της ορατής αλλά και της αθέατης πραγματικότητάς της και της Ιστορίας της. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί μόνο με το ταλέντο και την προσωπική προσπάθεια. Προϋποθέτει, καταρχάς, σοβαρή παιδεία, που πρέπει να ξεκινάει από τα σχολεία και να διατρέχει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Όταν τα παιδιά από τη γέννησή τους καταναλώνουν άπειρο υλικό εικόνων από την τηλεόραση, δεν μπορεί να αφήνονται ανυπεράσπιστα, χωρίς κριτήρια, να αφομοιώνουν και να ενστερνίζονται αβούλως ό,τι γενικά πέφτει στα μάτια τους. Κινηματογράφος, λοιπόν, σημαίνει πρωτίστως παιδεία, καλλιέργεια και πρόοδο για μια κοινωνία. Δυστυχώς, η ανώτερη πολιτική ηγεσία του τόπου ποτέ δεν μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά αυτό το σοβαρό ζήτημα. Έδειξε είτε επαρχιωτισμό, είτε αδιαφορία. Αλλά πιστεύω, πως και ο χώρος του κινηματογράφου δέν έδειξε την απαραίτητη ωριμότητα και σύνεση, ώστε να πείσει την πολιτική «πατρική εξουσία» για την άγνοια και τη βαρβαρότητά της. Ας ελπίσουμε, τώρα, πως οι δικηγόροι και ο υπουργός που χειρίζονται το θέμα του νομοσχεδίου στο τελικό του στάδιο, θα λάβουν σοβαρά υπόψη όλες εκείνες τις προσεγγίσεις που ξεπερνούν τις ιδιοτελείς βλέψεις, είτε προσωπικές, είτε σωματειακές και αρθρώνουν ένα λόγο που αφορά την τέχνη σαν παιδεία και δημιουργία με οραματικούς σκοπούς, συνδυασμένους με την προφανή και τη μυστική ζωή της χώρας μας.