Μετά τον Δεκέμβρη του 2008 όπου κατά Παπαρήγα δε θα έπρεπε «να σπάσει ούτε ένα τζάμι», τις Πλατείες του 2011 που καταγγέλθηκαν για την «έλλειψη ταξικού προσανατολισμού και το ακομμάτιστο των συγκεντρώσεων», την κωλοτούμπα στο Δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη του 2015, τα μνημονιακά και καθεστωτικά κατορθώματα της «Πρώτη Φορά Αριστεράς». Μετά την επίθεση του Τσίπρα –και των ΜΑΤ του– στον «ετερόκλητο όχλο» του Μακεδονικού, την πάνδημη συμμετοχή στην καταδίκη του φασισμού από το «τείχος της Δημοκρατίας». Αλλά και μετά το αντιδημοκρατικό σιωπητήριο για την εκβιαστική αποδοχή της «προώθησης του διαλόγου» όταν η Τουρκία απειλεί και προχωρά ακάθεκτη. (Γιατί ναι, υπάρχει και εδώ ένα τεράστιο ζήτημα δημοκρατίας). Μετά από όλα αυτά θα έπρεπε μάλλον να είμαστε πιο επιφυλακτικοί για τις δημοκρατικές ευαισθησίες των κομμάτων και των φορέων της Αριστεράς. Ναι, δεν είναι ίδιο το να στέκεσαι αφ’ υψηλού ή εχθρικά απέναντι σε μεγάλα κινήματα με το να τα χρησιμοποιείς-διαστρέφεις για να κυβερνήσεις ως μνημονιακή αριστερά. Η «προσφορά» στη διατήρηση ισορροπιών στο πολιτικό σύστημα δεν είναι ίδιας ποιότητας και μορφής για κάθε παίκτη αλλά παραμένει «προσφορά».
Μια εκτίμηση λοιπόν: Οι τόνοι ανεβαίνουν για λόγους επιβίωσης και αναβάθμισης στο πολιτικό και κομματικό παιχνίδι, πάντα με μια μεγάλη ποικιλία ρόλων σε μια «επόμενη μέρα» που είναι ήδη εδώ. Η αριστερά/κεντροαριστερά διεκδικεί και μοιράζει τους χώρους της, αφού κατασκευάσει κατά το δοκούν έναν αντιδημοκρατικό και δεξιό χώρο-αντίπαλο. Αυτός παρουσιάζεται και καταγράφεται με τονισμένες εκείνες τις πλευρές του, που επιτρέπουν να φάνει καλύτερα η «διαφορά», το περιβόητο «δεν είμαστε ίδιοι». Με τη ματιά, όχι σε κάποια μάχη που πρέπει τώρα να δοθεί, αλλά σε μελλοντικά ποσοστά και αναδιατάξεις. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν εξελίσσεται μπροστά μας το δόγμα «νόμος και τάξη» –σαφώς και ναι– αλλά πως το ορίζει και κυρίως τι τοποθετεί κανείς απέναντί του. Είναι μια εμμονή του Μητσοτάκη ή ένας βαθύτερος καθεστωτικός σχεδιασμός για τη χώρα και την κοινωνία σε μια μόνιμη πανδημική κατάσταση; Αν είναι το δεύτερο –που είναι– θα πρέπει να μετρήσουμε πιο σοβαρά τα όπλα μας. Με άλλα λόγια, να φανταστούμε μια νέα φάση αγώνων ή και έναν νέο ριζοσπαστισμό μέσα από τη δυσφορία, το μπούχτισμα ή και την οργή κομματιών της κοινωνίας. Κι αυτό δεν είναι πρόβλημα «για το μετά». Αλλιώς πάμε με τα τετριμμένα. Κάλπες, αγώνες γενικώς, συσπειρώσεις ιδεολογικών και πολιτικών χώρων, «επαναστατικά» τρικάκια της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, καταγγελίες από τα έδρανα της Βουλής και τα social media, «οργανωμένες πορείες» του ΚΚΕ και πρωτοσέλιδα του Ριζοσπάστη.
Προφανώς και δεν αποκλείεται να υπάρχουν μετατοπίσεις, βραχυκυκλώματα ή και τα πράγματα να ξεφύγουν, όταν η κυβέρνηση ξεσαλώνει με τέτοιο τρόπο. Συμφωνίες και πολιτικά συμβόλαια μπορούν κάλλιστα να διαταραχτούν. Αυτό όμως θα απαιτούσε ακριβώς μια κίνηση εκτός αυτών των λογικών και όχι ρούφηγμα εντός τους. Όπως επίσης είναι πάντα στο πρόγραμμα και επιλογές με ούλτρα ριζοσπαστικό κέλυφος, ως ένας τρόπος επαφής με τη δυσαρέσκεια που φαίνεται να αυξάνεται. Μικροπολιτική και χειρισμός λέγεται αυτό. Τα δέκα τελευταία χρόνια δεν είχαμε μόνο μνημόνια αλλά και σπουδαίους αγώνες, ας μην ξεκινάμε από το μηδέν. Δεν είναι ευχάριστο συμπέρασμα αλλά είναι μάλλον καλύτερα να μην επενδύουμε –εν έτει 2021– σε «μέτωπα» και «πανδημοκρατικές ενότητες». Αν όμως επιμένουμε, θα ήταν καλύτερο να απαιτηθούν από τα κόμματα αυτά παραιτήσεις των βουλευτών τους αντί καταγγελιών, δηλώσεων, «καταψηφίζουμε» ή και καλεσμάτων σε πορείες. Αν δηλαδή το εννοούν ότι εδώ υπάρχει εκτροπή και κατήφορος, ας προκαλέσουν πολιτική κρίση κι ας εμποδίσουν το κοινοβούλιο να λειτουργεί τόσο μα απελπιστικά κανονικά.