Το τεύχος 49 του περιοδικού «Δημογραφικά Νέα» φέρνει στο προσκήνιο μια από τις πιο σύνθετες και διαχρονικές προκλήσεις της σύγχρονης Ελλάδας: την πληθυσμιακή συρρίκνωση και τη χαμηλή γονιμότητα. Το άρθρο της Ιφιγένειας Κοκκάλη, διευθύντριας του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο «Δημογραφικό και υπογεννητικότητα στην Ελλάδα σήμερα: δημογραφικές αδράνειες και κοινωνικές προκλήσεις», επιχειρεί να προσεγγίσει το ζήτημα πέρα από τις στατιστικές, αναλύοντας τις βαθύτερες κοινωνικές του ρίζες.
Η δημογραφική εικόνα της χώρας είναι ανησυχητική. Το 2023 καταγράφηκαν μόλις 72.300 γεννήσεις, δηλαδή σχεδόν οι μισές σε σύγκριση με την ετήσια μέση τιμή της περιόδου 1951-1970. Το ποσοστό γονιμότητας παραμένει σταθερά χαμηλό: 1,3-1,4 παιδιά ανά γυναίκα, όταν το επίπεδο αναπαραγωγής απαιτεί 2,07 παιδιά. Παράλληλα, η Ελλάδα καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά ατεκνίας, με σχεδόν 1 στις 5 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1980 να μην έχουν παιδιά.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο ποσοτικό. Η ίδια η δομή του πληθυσμού υποδηλώνει βαθιά μετατόπιση. Όπως αναφέρεται, το 23% των Ελλήνων είναι άνω των 65 ετών, ενώ οι ηλικιωμένοι υπερτερούν αριθμητικά των παιδιών 0-14 ετών κατά 1 εκατομμύριο άτομα.
Στέγαση και κράτος πρόνοιας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 46% των νέων 15-29 ετών στην Ελλάδα ζει σε υπερπλήρη νοικοκυριά, ενώ το 2023 οι νέοι εγκατέλειπαν το γονικό σπίτι στα 30,6 έτη κατά μέσο όρο (έναντι 26,3 ετών στην Ε.Ε.). Παράλληλα, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης έχει μειωθεί από 74% το 2014 σε 69,6% το 2023 και η κοινωνική κατοικία εξακολουθεί να είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Ταυτόχρονα η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην Ε.Ε. όσον αφορά τις δαπάνες για την οικογένεια και το παιδί. Αν και προσφέρονται σχετικά υψηλά εφάπαξ επιδόματα, οι περιοδικές παροχές, η προσχολική εκπαίδευση και η φροντίδα υγείας υπολείπονται σημαντικά. Όπως υπογραμμίζεται: «Η οποία αποσπασματική επιδοματική πολιτική […] δεν δίνει καμία εγγύηση στους νέους γονείς ότι θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ανατροφής».
Η κρίσιμη συνιστώσα: Μετανάστευση
Η μετανάστευση λειτουργεί ταυτόχρονα ως αιτία και συνέπεια του φαινομένου. Την περίοδο 1991-2010, η Ελλάδα επωφελήθηκε από την εισροή μεταναστών, αποκτώντας θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο (+795.000), γεγονός που προσωρινά ανέκοψε τη γήρανση του πληθυσμού. Μετά το 2011, ωστόσο, η κατεύθυνση των ροών αντιστράφηκε. Χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες και νέοι Έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα, εντείνοντας την απώλεια του πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας.
Η έρευνα εστιάζει ιδιαίτερα στο φαινόμενο του brain drain. Σύμφωνα με στοιχεία της μελέτης των Λαμπριανίδη και Συκά (2023), η φυγή δεν οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική κρίση, αλλά κυρίως στην έλλειψη επαγγελματικών ευκαιριών που να ανταποκρίνονται στο επίπεδο εκπαίδευσης, στην απουσία αξιοκρατίας, και στην επιθυμία για ένα πιο ανοιχτό και ασφαλές κοινωνικό περιβάλλον. Το 44,4% των νέων 17-24 ετών δηλώνει ότι σκέφτεται να φύγει στο εξωτερικό.
Μισθοί και εργασία: Στη ρίζα του προβλήματος
Το ζήτημα της εργασίας αποτελεί κομβικό σημείο. Η έρευνα σημειώνει ότι «η διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό αναδεικνύει το ζήτημα της εργασίας και των συνθηκών εργασίας στην Ελλάδα σε βασικό λόγο εγκατάλειψης της χώρας». Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι χαμηλές αποδοχές, η εργασιακή ανασφάλεια και η συρρίκνωση της συλλογικής προστασίας έχουν οδηγήσει σε βαθιά απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τα εργατικά ατυχήματα αυξήθηκαν κατά 11,7% το 2022.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το 35,6% των νέων θεωρούν πως οι δεξιότητές τους υπερβαίνουν τις απαιτήσεις της εργασίας τους, ενώ σχεδόν 1 στους 3 εργάζεται σε αντικείμενο άσχετο με τις σπουδές του.
Τελική εκτίμηση: Ένα πλαίσιο ζωής που ωθεί στη φυγή ή στην ατεκνία
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα, στις παρούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, δεν προσφέρει ένα περιβάλλον φιλικό για τη δημιουργία οικογένειας. Αντίθετα, φαίνεται να αποθαρρύνει τους νέους τόσο από το να παραμείνουν όσο και από το να τεκνοποιήσουν. Όπως εύστοχα αναφέρεται: «Δεν υπάρχει πιθανότητα να πειστούν οι νέοι άνθρωποι ότι πρέπει να κάνουν παιδιά για το “καλό της πατρίδας”».
Αναδεικνύεται έτσι η επιτακτική ανάγκη για ολοκληρωμένες δημόσιες πολιτικές που θα στηρίζουν τη νέα γενιά με αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, εργασία με προοπτικές, προσιτή στέγη, και ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας. Μόνο έτσι θα μπορούσε η χώρα να ανακόψει την υπογεννητικότητα και να δημιουργήσει ένα μέλλον με προοπτική.
INFO
Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Μελετών και Ερευνών: www.indemography.gr. Στην ίδια σελίδα υπάρχουν πολλές ακόμη πληροφορίες και αναλύσεις για το θέμα, που δημοσιεύονται στο ευρύ κοινό μέσα από έρευνες και μηνιαία ενημερωτικά δελτία.