του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου
1. Aποτελεί πια κοινό τόπο ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στην κρισιμότερή τους καμπή μετά την τραγωδία της Κύπρου το 1976. Εντούτοις υπό τις «παραινέσεις» «συμμάχων» και «εταίρων» η Ελλάδα προχωρεί με το «πιστόλι στον κρόταφο» σε «διερευνητικές επαφές» και στη συμμετοχή της στην Πενταμερή στη Γενεύη «προφανώς» όχι για λύση αλλά για κατάλυση της Κυπριακή Δημοκρατίας. Το δυστοπικό αυτό κλίμα ήρθαν να «αμφισβητήσουν», έστω προσωρινώς οι δηλώσεις Δένδια στην Άγκυρα (15/4) τις οποίες ο φιλοκυβερνητικός Τύπος και τα συμπορευόμενα κανάλια «υποδέχτηκαν» μετά βαΐων και κλάδων,
2. Βεβαίως οι δηλώσεις αυτές παρά τη γενικότερη επιδοκιμασία τους δεν φαίνεται να υπήρξαν και τόσο προκλητικές, όπως υποστήριξαν οι Τούρκοι, και τόσο ηρωικές έτσι ώστε να δικαιολογούν τη θριαμβολογία.
Ωστόσο αξίζει να επισημανθεί ότι οι επίμαχες δηλώσεις εμφανίζουν σημαντικές αδυναμίες και κενά. Έτσι πιο συγκεκριμένα, παρά την επίκληση από τον Τούρκο υπουργό της Συνθήκης της Λωζάννης για δήθεν καταπίεση της «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη, έλειπε κάθε αναφορά στον αφελληνισμό της Ίμβρου και της Τενέδου και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που άρχισε το 1955 και ολοκληρώθηκε το 1964. Εξάλλου, παρότι η περίφημη Πενταμερής για το Κυπριακό που από διακεκριμένους ειδικούς θεωρείται όχι αδίκως ως «αυτοκτονική», βρισκόταν ante portas και με δεδομένες και κλιμακούμενες τις τουρκικές προκλήσεις στο κρίσιμο αυτό ζήτημα έλειψε κάθε αναφορά.
3. Από την άλλη πλευρά άκρως προβληματική υπήρξε η αναφερόμενη στην ανάγκη εξοπλισμού των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου λόγω της απειλής από την απέναντι ακτή, χωρίς αναφορά στο θεμελιακό, κατοχυρωμένο από τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ (άρθρο 51), δικαίωμα νόμιμης άμυνας.
Η απάντηση αυτή υπήρξε ατελής και επικίνδυνη. Τούτο δε καθώς αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της προστασίας των νησιών σε περίπτωση που η απομάκρυνση της στρατιάς του Αιγαίου στην ενδοχώρα οδηγήσει την Ελλάδα στην απόσυρση του βαρέως, απαραίτητου για την άμυνα, στρατιωτικού εξοπλισμού.
Οι σκέψεις αυτές δεν στοχεύουν βεβαίως στην υποβάθμιση πολλώ δε μάλλον, στην απαξίωση των δηλώσεων Δένδια. Ούτε βέβαια επιθυμούν να υπεισέλθουν σε «ερμηνείες» αφορούσες τον εσωκομματικό ανταγωνισμό στη Νέα Δημοκρατία ή να συμμετάσχουν στη συζήτηση, αν και κατά πόσο ο «θερμός διάλογος» ήταν μέρος μιας σχεδιασμένης «διευθέτησης» των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Στο κρίσιμο ζήτημα της χάραξης των «θαλασσίων ζωνών» σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο, οι δηλώσεις Δένδια έστειλαν, ιδίως στο εξωτερικό ένα ηχηρό μήνυμα ηττοπάθειας, αναξιοπιστίας, αδυναμίας προστασίας της εθνικής κυριαρχίας και των συναφών δικαιωμάτων
4. Ωστόσο πριν «αλέκτορα φωνήσαι» τις «ηρωικές», πατριωτικές δηλώσεις της Άγκυρας ακολούθησαν οι δηλώσεις στην Σαουδική Αραβία (20/4) οι οποίες όχι αδίκως χαρακτηρίστηκαν ως ατυχείς και παράδοξες μέχρι ακατανόητες και επικίνδυνες για την ίδια την γεωπολιτική υπόσταση της χώρας. Έτσι υπενθυμίζουμε ότι ο υπουργός ερωτηθείς από Έλληνες δημοσιογράφους δήλωσε μεταξύ άλλων ότι α) ως θιασώτης της πράσινης ενέργειας δεν σκοπεύει να «σκάψει το βυθό της Μεσογείου για να βρει πετρέλαιο και αέριο», ούτε να μετατρέψει τον «παράδεισο του Αιγαίου» σε «κόλπο του Μεξικού» και β) εξάλλου το όλο εγχείρημα θα ήταν αντιοικονομικό και απρόσφορο λόγω του κόστους και του υπολειπόμενου χρόνου άντλησης και εκμετάλλευσης κοιτασμάτων (10-20 χρόνια). Οι δηλώσεις αυτές έπεσαν ως «κεραυνός εν αιθρία», καθώς, πέραν της κραυγαλέας αντίθεσής τους προς τις «γενναίες και ηρωικές» δηλώσεις στην Άγκυρα, έδειχναν να ακυρώνουν όλο το έστω καρκινοβατούν πρόγραμμα αξιοποίησης των κοιτασμάτων στα οικόπεδα νοτίως της Κρήτης, για τα οποία υπάρχουν οι αδειοδοτήσεις στην Exonmobil και την Total! Πολλώ μάλλον όταν ειδικοί ομιλούν για ύπαρξη «τεράστιων αξιοποιήσιμων στόχων»! Παρά τη σπασμωδική προσπάθεια να αποδοθούν οι σαφείς και καταγεγραμμένες δηλώσεις σε παρερμηνεία (!), το εκπεμφθέν μήνυμα είναι άκρως δυσμενές για τη χώρα μας, που εμφανίζεται ως «παγκόσμιος προμαχώνας» της πράσινης ενεργειακής πολιτικής, δικαιώνοντας για άλλη μια φορά τον ρόλο της ως «πειραματόζωο», κυρίως σε γεωπολιτικό και οικολογικό επίπεδο αυτή τη φορά. Όταν μάλιστα χώρες όπως η Γερμανία και η Πολωνία θέτουν ως ορόσημο για την απεξάρτηση από τον άνθρακα το 2038 και το 2050 αντιστοίχως, η Ελλάδα έσπευσε να έχει απεξαρτηθεί έως το 2023!
5. Βεβαίως, πέρα από τις υπερβολικές οιονεί μυθικές διαστάσεις, που έχουν λάβει οι ανανεώσιμες, φιλικές στο περιβάλλον, μορφές ενέργειας, πέραν επίσης της ασκούμενης κριτικής κατά της κατευθυνόμενης από της ΗΠΑ νέας περιβαλλοντικής πολιτικής, οι επίμαχες δηλώσεις φαίνεται να αγνοούν και να υποβαθμίζουν ανεπιτρέπτως τον κρίσιμο ρόλο των υδρογονανθράκων ακόμη και όταν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα δεσπόζουν στο ενεργειακό στερέωμα, ως «χρυσή εφεδρεία», στην περίπτωση δηλαδή που ο ήλιος και ο αέρας δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να αξιοποιηθούν. Εξάλλου γιατί μια χώρα που διαθέτει όχι απλώς αξιοποιήσιμα, αλλά κατά τους ειδικούς τεράστια κοιτάσματα υδρογονανθράκων (30 στόχοι εκ των οποίων 6 τύπου Ζορ ή και μεγαλύτερα – Ν. Λυγερός) να παραμένει καταδικασμένη να εξαρτάται μονίμως από τις εισαγωγές; Το παράδειγμα της Ολλανδίας που εμμένει στην πολιτική αξιοποίησης των δικών της κοιτασμάτων είναι ενδεικτικό της σημασίας και της επικαιρότητας των υδρογονανθράκων ως πηγής παράλληλης ή και εφεδρικής των ανανεώσιμων πηγών μορφής ενέργειας. Σημειωτέον, άλλωστε, ότι η Γερμανία και η Πολωνία που στηρίζονται ενεργειακά στον άνθρακα, έχουν θέσει ως ορόσημο για την απεξάρτηση από αυτόν και τη μετάβαση στην «πράσινη ενέργεια» το 2038 και το 2050 αντιστοίχως. Αντιθέτως η προικισμένη από τη φύση με λιγνίτη, πετρέλαιο, υδρογονάνθρακες αλλά και ήλιο και αέρα Ελλάδα αποφασίζει τη «βίαιη», εντελώς πρόωρη και χωρίς τον κατάλληλο σχεδιασμό απεξάρτησή της από το λιγνίτη το 2023 (!) και διακηρύσσει τη βούλησή της να αφήσει ήσυχο στα ψάρια του το βυθό του Αιγαίου και της Ανατ. Μεσογείου αλλά και ανενόχλητη την Τουρκία να «νομιμοποιήσει» τις διεκδικήσεις της!
6. Ανεξαρτήτως των όποιων σκέψεων ή φόβων, οι επίμαχες δηλώσεις, τουλάχιστον ως προϊόν «γλώσσας λανθάνουσας» σηματοδοτούν σοβαρότατες και «ανεξήγητες» υποχωρήσεις της Ελλάδας σε γεωπολιτικό επίπεδο, ιδίως στο κρίσιμο ζήτημα της χάραξης των «θαλασσίων ζωνών» σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο, και έστειλαν ήδη, ιδίως στο εξωτερικό ένα ηχηρό μήνυμα ηττοπάθειας, αναξιοπιστίας και αδυναμίας προστασίας της εθνικής κυριαρχίας και των συναφών δικαιωμάτων. Πολλώ μάλλον καθώς υπάρχει ο κίνδυνος αποχώρησης της Exonmobil και της Total από το έστω καρκινοβατούν και μετέωρο πρόγραμμα αξιοποίησης των αδειοδοτηθέντων οικοπέδων νοτίως της Κρήτης (ήδη παρήλθαν 3 χρόνια από την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας).
Ένα τέτοιο μήνυμα σε μια ιστορική συγκυρία έμπρακτης αμφισβήτησης χωρικών υδάτων, εναερίου χώρου, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ από την Τουρκία, αλλά και αυξημένου ενδιαφέροντος πλειόνων παικτών για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις όποιες προσπάθειες υποβάθμισης των δηλώσεων, ακόμη και αν θεωρηθεί ως «ατόπημα», είναι στην επιεικέστερη περίπτωση εντελώς ασυγχώρητο. Επίσης είναι ενδεικτικό της ανυπαρξίας μιας αντάξιας των δυνατοτήτων της χώρας (ορυκτός πλούτος, γεωγραφική θέση, Κύπρος) γεωπολιτικής στρατηγικής αλλά και της εμμονικής οιονεί ψυχαναγκαστικής, υπαγωγής του εθνικού συμφέροντος σε συμφέροντα υπερεθνικών οργανισμών (ΝΑΤΟ-ΕΕ), που, όπως η ιστορία έχει περιτράνως αποδείξει (εισβολή – κατοχή της Κύπρου – αναποτελεσματικά και εξοντωτικά μνημόνια – στάση ΕΕ έναντι τουρκικής απειλής) σε κρίσιμες για τη χώρα στιγμές δεν ματαίωσαν απλώς κάθε προσδοκία για εταιρική ή συμμαχική συνδρομή. Πολύ περισσότερο μέσω μια «επιτήδειας ουδετερότητας» ευνόησαν και ευνοούν, συχνά σκανδαλωδώς, τα συμφέροντα και τη θέση ισχύος του επιτιθέμενου. Ωστόσο οι καιροί ου μενετοί. Τόσο για την Ελλάδα όσο και ιδίως για την Κύπρο έχει σημάνει συναγερμός. Καίτοι υπό την αποπνικτική θηλιά της πανδημίας, οι εξελίξεις φαίνονται δρομολογημένες προς μια απάδουσα προς την εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία πορεία, επιτακτική είναι η ανάγκη εθνικής-πατριωτικής αφύπνισης και εγρήγορσης, πανεθνικής λαϊκής συσπείρωσης για την αποτροπή, έστω την ύστατη ώρα, της διολίσθησης της συντελούμενης διαδικασίας φινλανδοποίησης της χώρας σε μια ανεπίστρεπτη δυναμική μιας (προαναγγελθείσας;) γεωπολιτικής και όχι μόνον αυτοεξάλειψης.