Δεν υπήρξαν εκπλήξεις από την επίσκεψη του Αλ. Τσίπρα στην Άγκυρα. Ούτε θα μπορούσαν να υπάρξουν. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε με τρόπο μονότονο.

Ο Τούρκος πρόεδρος δεν ενδιαφέρεται για συζητήσεις. Αυτές αποτελούν διακοσμητικό στοιχείο μιας καλά σχεδιασμένης πολιτικής. Ο Τούρκος πρόεδρος ενδιαφέρεται για παραχωρήσεις ή για δεσμεύσεις που νομιμοποιούν τα μέχρι τώρα τετελεσμένα. Πρωτίστως έχει αξιολογήσει τις, ανύπαρκτες άλλωστε, αντιδράσεις της άλλης πλευράς και έχει φροντίσει, ενεργητικά, να διαμορφώσει ένα ευνοϊκό κλίμα στους διεθνείς παράγοντες για τις τουρκικές επιδιώξεις. Στην πραγματικότητα είχε διαμορφώσει τους όρους ώστε να βγει κερδισμένος πριν καν γίνει η συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό.

Με καθορισμένη την ατζέντα

Η συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν έγινε με καθορισμένη την ατζέντα των συζητήσεων. Και στα ουσιαστικά θέματα, και στα δευτερεύοντα. Στα ουσιαστικά ο Τούρκος πρόεδρος είχε φροντίσει να διαμορφώσει ένα κλίμα πολύ πριν την συνάντηση: συνεχής αμφισβήτηση του καθεστώτος των συνόρων στο Αιγαίο, μοίρασμα, στην πράξη, του Αιγαίου ως τον 25ο μεσημβρινό, παράνομη δέσμευση θαλάσσιων χώρων στο Αιγαίο, παραβιάσεις του εναέριου χώρου και υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα νησιά, «διαγραφή» του Καστελόριζου από το χάρτη, έμπρακτη στρατιωτική αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ, επιβολή των διεκδικήσεων του στην Ανατολική Μεσόγειο, απειλή οριστικής διχοτόμησης της Κύπρου, διεύρυνση των διεκδικήσεων σε Θράκη. Στα «δευτερεύοντα» φρόντισε να στείλει μήνυμα λίγο πριν ο Αλ. Τσίπρας επιβιβαστεί στο αεροπλάνο: επικήρυξε τους 8 στρατιωτικούς που έχουν πάρει άσυλο στην Ελλάδα και κατηγόρησε την Ελλάδα ότι «υποθάλπει την τρομοκρατία».

Με αυτά τα δεδομένα παραμένει αναπάντητο ερώτημα τι ακριβώς μπορούσε να συζητηθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές. Η επιτυχία του Ερντογάν έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι, όχι μόνο έχει επιβάλει τα παραπάνω στην πράξη, αλλά και εξαναγκάζει την ελληνική πλευρά να συμμετέχει σε ένα διάλογο που, ούτε λίγο ούτε πολύ, θεωρεί αυτό το πλαίσιο συζήτησης «αντικειμενικό». Και άρα στην ουσία το νομιμοποιεί.

Παραμένει, βέβαια, άγνωστο τι ακριβώς κουβεντιάστηκε και τι δεσμεύσεις υπήρξαν στη δίωρη συζήτηση μεταξύ Ερντογάν και Τσίπρα, και μάλιστα χωρίς συμβούλους και διπλωματικούς παράγοντες. Κρίνοντας από όσα ειπώθηκαν στην κοινή συνέντευξη Τύπου, και κυρίως από τις δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, φαίνεται ότι γενικεύεται το «γκριζάρισμα» του Αιγαίου αλλά και διευρύνονται οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, συμπεριλαμβάνοντας επίσημα τη Θράκη σε αυτές.

Μέτρα όχι εμπιστοσύνης, αλλά αποδοχής τετελεσμένων

Στη συνάντηση Ερντογάν-Τσίπρα συμφωνήθηκε μια νέα εκδοχή Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και το διαρκές άνοιγμα διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, της στρατιωτικής ηγεσίας των δύο χωρών αλλά και ειδικών συμβούλων των Ερντογάν-Τσίπρα. Πρόσχημα για αυτή τη συμφωνία ήταν βέβαια η μείωση της έντασης στο Αιγαίο και η αποφυγή ατυχήματος. Και οι δύο πλευρές «ξέχασαν» ότι η «ένταση» προκαλείται στη βάση της αμφισβήτησης των συνόρων των δύο χωρών αποκλειστικά από την τουρκική πλευρά. Η συμφωνία αυτή επιτεύχθηκε χωρίς καμιά δέσμευση, χωρίς καμία δήλωση για αναγνώριση των συνόρων και σεβασμού της εδαφικής κυριαρχίας των δύο χωρών. Το αναπόφευκτο ερώτημα λοιπόν είναι πόσο θα κρατήσουν τα νέα ΜΟΕ. Πολύ περισσότερο όταν και όλα τα προηγούμενα, που συμφωνήθηκαν κατά το παρελθόν, κατάρρευσαν – με ευθύνη της Τουρκίας.

Παραμένει άγνωστο τι ακριβώς κουβεντιάστηκε στη δίωρη συζήτηση μεταξύ Ερντογάν και Τσίπρα. Κρίνοντας από όσα ειπώθηκαν στην κοινή συνέντευξη Τύπου, φαίνεται ότι γενικεύεται το «γκριζάρισμα» του Αιγαίου αλλά και διευρύνονται οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, συμπεριλαμβάνοντας επίσημα τη Θράκη σε αυτές

Οι συμφωνίες που ανακοινώθηκαν κρύβουν κάτι πιο, επώδυνα, σημαντικό. Τα νέα ΜΟΕ αναγνωρίζουν το πάγιο αίτημα της Τουρκίας να χρησιμοποιεί, για στρατιωτικές ασκήσεις, τον εναέριο χώρο του Αιγαίου χωρίς να αναγνωρίζει ούτε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας σε αυτό, ούτε το FIR Αθηνών. Ο Έλληνας πρωθυπουργός θεώρησε δίκαιο για την Τουρκία να χρησιμοποιεί το Αιγαίο χωρίς την υποχρέωση να υποβάλλει σχέδια πτήσεων των πολεμικών της αεροπλάνων. Και το πρόβλημα δεν είναι η ικανοποίηση απλώς ενός πάγιου αιτήματος της τουρκικής πλευράς. Είναι η παραδοχή της λογικής ότι η «ηρεμία» στο Αιγαίο μπορεί να επιτευχθεί μέσω της σιωπηλής ή φανερής αποδοχής των παράνομων διεκδικήσεων της. Είναι, τελικά, η αποδοχή και η νομιμοποίηση της κατάφωρης αμφισβήτησης και της, με στρατιωτικά μέσα και απειλή πολέμου, παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας. Με αυτόν τον τρόπο η χώρα αποδέχεται τα τουρκικά τετελεσμένα και ταυτόχρονα διαμορφώνει ευνοϊκούς, υπέρ της Τουρκίας, όρους νομικής κατοχύρωσης των επεκτατικών της βλέψεων, αν κάποτε οι δύο πλευρές οδηγηθούν, θέλοντας και μη, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Η θρυαλλίδα μιας νέας ανάφλεξης στη Βαλκανική

Στην πραγματικότητα αυτό που κέρδισε, δια της επιβολής, ο Ερντογάν με την επίσκεψη Τσίπρα στην Άγκυρα είναι η παραδοχή, από την ελληνική πλευρά, του συνόλου των τουρκικών διεκδικήσεων ως «πραγματικών» διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Η πάγια, ως τώρα, ελληνική θέση (ότι, δηλαδή, μοναδική αναγνωρισμένη διαφορά είναι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας) έχει καταργηθεί. Το σύνολο του ελλαδικού πολιτικού κόσμου δεν βρήκε να πει ούτε λέξη για αυτή την εξέλιξη. Ταυτόχρονα ο Ερντογάν έθεσε, χωρίς αντίλογο, θέμα για το καθεστώς της Θράκης. Συνέδεσε το θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης με το καθεστώς εκλογής Μουφτή στη Θράκη και επαναβεβαίωσε το ενδιαφέρον του για τους «ομοεθνείς» στην περιοχή.

Έτσι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να «πανηγυρίζει» για τη νέα διπλωματική της «επιτυχία». Μέσα σε λίγους μήνες κατάφερε να νομιμοποιήσει τις αλυτρωτικές βλέψεις της FYROM στη Μακεδονία, να σιωπά μπροστά στα σχέδια της «Μεγάλης Αλβανίας» στην Ήπειρο και να ανοίξει διάπλατα τις τουρκικές διεκδικήσεις στη Θράκη. Η ρευστοποίηση των συνόρων σε ολόκληρη τη Β. Ελλάδα και το γκριζάρισμα της περιοχής, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη επέμβαση Νατοϊκών σχεδιασμών και την ενεργοποίηση μεγάλων ανταγωνιστικών οικονομικών project (Κινέζοι στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, Αμερικάνοι στο φυσικό αέριο στην Αλεξανδρούπολη, Γερμανοί στις οδικές και ποτάμιες οδούς) αποτελεί τη βάση-θρυαλλίδα μιας νέας ανάφλεξης στη Βαλκανική, με επίδικο την επαναχάραξη των συνόρων στην περιοχή.

Και η ελληνική κυβέρνηση, εναρμονισμένη πλήρως με την αμερικάνικη πολιτική, συμβάλλει ενεργά στην ενεργοποίηση αυτής της θρυαλλίδας…

Ελληνική γραμμή… με σημαδεμένα χαρτιά

Ο Αλ. Τσίπρας έχει συνηθίσει να περιγελά την νοημοσύνη μας. Έχει εθιστεί μάλιστα τόσο πολύ που αισθάνεται άνετος να το κάνει όχι μόνο όταν απευθύνεται στο εσωτερικό, αλλά και στις διεθνείς συναντήσεις του. Απευθυνόμενος στον Τούρκο πρόεδρο δήλωσε: «Σήμερα στις συνομιλίες μας έγινε για μια ακόμα φορά σαφές ότι ούτε εσείς, ούτε εγώ, δεχόμαστε τη λογική της αδράνειας και της συμμόρφωσης με την πεπατημένη. Γιατί αναγνωρίζουμε ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στην εποχή μας και στην περιοχή μας, δεν μας επιτρέπουν να παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδα».

Αν στη χώρα μας η δήλωση αυτή απέσπασε θαυμασμό από ορκισμένους εχθρούς και «αντιπάλους» του Έλληνα πρωθυπουργού, στην απέναντι όχθη του Αιγαίου προκάλεσε ειρωνικά μειδιάματα. Όχι μόνο επειδή η «έλλειψη αδράνειας» μεταφράζεται σε εμπέδωση της «φινλανδοποίησης» της ελληνικής διπλωματίας και σε αποδοχή και νομιμοποίηση των επεκτατικών βλέψεων της Άγκυρας. Αλλά κυρίως επειδή η δήθεν «μη συμμόρφωση με την πεπατημένη» στερείται παντελώς περιεχόμενου. Η ελληνική πλευρά, το σύνολο του ελληνικού αστικού κόσμου, διαθέτει σημαδεμένα χαρτιά στη διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Δεν έχει κανένα σχέδιο. Την ίδια στιγμή, δείχνει ανίκανο να διαβάσει την πραγματικότητα των διεθνών τάσεων.

Η ελληνική πλευρά αξιολογεί ως «παράθυρο ευκαιρίας» για την αναβάθμισή της την αμερικανοτουρκική διένεξη. Αδυνατεί να κατανοήσει ότι πραγματικός αντίπαλος των ΗΠΑ είναι η Ρωσία, όχι η Τουρκία. Επιλέγει την υπαγωγή της πολιτικής της στη στρατηγική της δυτικής συμμαχίας, ευελπιστώντας ότι υπό την «προστασία της» δεν βρεθεί αντιμέτωπη με ένα θερμό επεισόδιο ή και μια σοβαρή ήττα από την Τουρκία. Η Ελλάδα συμμετέχει στο σχέδιο περικύκλωσης της Ρωσίας και διαρρηγνύει τις διπλωματικές σχέσεις της με τη Μόσχα, οδηγούμενη σε διπλωματική απομόνωση, χωρίς να διεκδικεί ούτε να αποσπά κανένα όφελος…

Όσο και αν ο Ερντογάν είναι ενοχλητικός για τη Δύση εταίρος, η απώλεια της Τουρκίας από τη δυτική συμμαχία είναι στρατηγικής σημασίας εξέλιξη, που καθορίζει εντέλει τη στάση της Δύσης απέναντί του. Έτσι μπορεί να ερμηνευθεί η «αντιφατική» στάση της Δύσης έναντι της Τουρκίας, που εναλλάσσεται μεταξύ απειλών και παροχής ανταλλαγμάτων. Αυτό ακριβώς το «παιχνίδι» παίζει ο Ερντογάν καταγράφοντας πραγματικές επιτυχίες. Χωρίς να αποχωρεί από τη δυτική συμμαχία, εκβιάζει με το άνοιγμά του στη Ρωσία και αποσπά, μέχρι στιγμής, πλεονεκτήματα. Η ισορροπία αυτή, παρά τους υπαρκτούς κινδύνους κατάρρευσής της, θα συνεχιστεί από την τουρκική πλευρά μέχρις εσχάτων ορίων.

Οι ψευδαισθήσεις χτυπούν στο ντουβάρι της τουρκικής στρατηγικής

Κατά αντίστοιχο τρόπο η Ελλάδα καλλιεργεί ψευδαισθήσεις αντίστοιχης «προστασίας» από την Ε.Ε. Ο Αλ. Τσίπρας, συνεχίζοντας την πολιτική των προκατόχων του, πουλά διαβεβαιώσεις ότι στηρίζει την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Βαυκαλίζεται παράλληλα ότι δια αυτής της οδού θα «κατευνάσει το θηρίο». Είναι φανερό ότι η στρατηγική της Τουρκίας δεν αποσκοπεί στην άμεση ένταξή της στην Ε.Ε. Ο Ερντογάν αισθάνεται θαυμάσια όσο οι ηγέτες όλων των μεγάλων κρατών της Ε.Ε. συνωστίζονται στο «σαράι» του και υπογράφουν μεγάλες συμφωνίες εμπορικής και στρατιωτικής συνεργασίας. Προτιμά να απολαμβάνει τα προνόμια μιας διαρκούς υπό ένταξη χώρας παρά την απώλεια δυνατοτήτων ελιγμών, σε όλους τους τομείς, που θα σήμαινε η ένταξη της χώρας του στην Ε.Ε. Γνωρίζει ότι αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημά του είναι η γεωπολιτική σημασία της χώρας του και το οικονομικό της μέγεθος, και όχι η δήθεν «προσαρμογή» του στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Χαμογελά λοιπόν με ειρωνική συγκατάβαση στις ελληνικές προθέσεις, χωρίς να κάνει βήμα πίσω στις επεκτατικές διεκδικήσεις του. Γνωρίζει άλλωστε ότι έχει τη σιωπηλή ανοχή, αν όχι την ανοικτή κάλυψη, των ιθυνόντων της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ στο σχέδιο «δίκαιη μοιρασιά έναντι ηρεμίας» σε Αν. Μεσόγειο και Κύπρο.

Από τη διελκυστίνδα αυτή το πιο πιθανό είναι κερδισμένη να βγει η Τουρκία, αποσπώντας νέες παραχωρήσεις σε βάρος της Ελλάδας. Ήδη οι πιέσεις για επίλυση του Κυπριακού, σε βάρος της υπόστασης της Δημοκρατίας της Κύπρου, είναι ορατές – ενώ η φημολογούμενη εύρεση πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου επισπεύδει τις πιέσεις για αναγνώριση ρόλου της Τουρκίας στον ενεργειακό χάρτη της Αν. Μεσογείου. Οι πολυεθνικές Exxon και Total, έχοντας κατοχυρώσει τη μερίδα του λέοντος από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, αδιαφορούν πλήρως για το πώς θα μοιραστεί το μερίδιο μεταξύ των, δευτερεύουσας σημασίας, παραγόντων της περιοχής.

Η Αθήνα και η Λευκωσία ούτε θέλουν ούτε μπορούν να δουν τα νέα δεδομένα. Αντί να θέσουν ως προϋπόθεση και βάση του διαλόγου τα όσα απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, σύρονται σε μια διαπραγμάτευση σταδιακής απεμπόλησης των όσων προβλέπονται από αυτό. Και ευελπιστούν, έναντι των διατεταγμένων παραχωρήσεων, σε μια ευνοϊκή στάση από ΗΠΑ και Ε.Ε. Ποντάρουν δηλαδή στις δυνάμεις που έχουν δημόσια εκφράσει την πρόθεσή τους να επιλυθούν οι διαφορές με τρόπο ευνοϊκό για τα δικά τους συμφέροντα πρωτίστως, και της Τουρκίας, ως ισχυρής περιφερειακής δύναμης, συνακόλουθα.

Και αυτή η πολιτική, της ελλαδικής πλευράς, βαφτίζεται προσπάθεια «απεγκλωβισμού από τα αδιέξοδα»….

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!