Του Φώτη Τερζάκη
Κατανοώ μία έννοια σημαίνει είμαι σε θέση να αναχθώ, ακολουθώντας αντίστροφα τις ιστορικές τροχιές που διαγράφει, στους ιδιάζοντες όρους της κοινωνιοϊστορικής της παραγωγής. Η έννοια πολιτική/πολιτικό είναι μια ιστορική δημιουργία του ελληνικού κόσμου και παρήχθη στις ιδιόμορφες συνθήκες της ελληνικής -ιωνικής- πόλεως του 6ου αιώνα π.Χ.· αναπτύχθηκε σε όλο σχεδόν το φάσμα των σημασιών της τους επόμενους δύο αιώνες στην πόλη της Αθήνας. Όπως και το ρήμα πολιτεύεσθαι, σχηματίζεται από την ίδια την ονομασία της πόλεως και σηματοδοτεί τη δέσμη των δραστηριοτήτων που ιδιάζουν στην πόλη. Ποιες δραστηριότητες, όμως, ιδιάζουν στην πόλη;
Μια σύντομη επισκόπηση των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων δείχνει με αρκετά περιθώρια βεβαιότητας ότι, στο υπόβαθρο μιας διαχεόμενης εγγραμματοσύνης που βασίστηκε στη δημιουργία της φωνητικής αλφαβήτου και μιας διευρυμένης χρηματοποίησης των συναλλαγών, εκείνο που διαφοροποίησε τις ελληνόφωνες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου από αντίστοιχες πόλεις-κράτη της Εγγύς Ανατολής (Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Κοιλάδας του Ινδού ή και Κίνας), οι οποίες είχαν προηγηθεί στη δημιουργία γεωργικού πλεονάσματος, στην επινόηση της μεταλλουργίας, της γραφής και του χρήματος, ήταν η αδυναμία των πρώτων να κεντροποιηθούν υπό ένα συμπαγές εδαφικό δίκτυο εξουσίας. Οφείλεται πιθανόν σε τυχαίους γεωφυσικούς παράγοντες, αλλ’ από τη στιγμή που παγιώθηκε, η «αδυναμία» αυτή έγινε καταλύτης ραγδαίων αλλαγών: η κοινωνική οργάνωση των γενών διαλύθηκε γρήγορα, μαζί με τις παραδοσιακές σημασιοδοτήσεις του κόσμου, και στη θέση της αναδύθηκε μια αυτοδιοικούμενη, ταξικά διαφοροποιημένη κοινότητα. Καθώς καμία από τις αναδυόμενες αυτές τάξεις δεν είχε αρκετή δύναμη να επιβληθεί στις άλλες, έγινε υποχρεωτική μεταξύ τους μια διαλογική μεσολάβηση (διαλέγεσθαι), και η δημιουργία ενός «κοινού χώρου» για τη διεξαγωγή της (αγορά ή Εκκλησία).
Μπορούμε λοιπόν να οδηγηθούμε σε έναν πρώτο ορισμό της πολιτικής, που απηχεί την ιδιάζουσα εμπειρία της ελληνικής πόλεως, αποκρυσταλλωμένη στις πρώτες χρήσεις του όρου: συλλογική διαχείριση των κοινών ανθρώπινων υποθέσεων με διαλογικά μέσα. Η «συλλογική» φύση της διαχείρισης είναι καταστατικός όρος εδώ, περιλαμβάνοντας όλους όσους απαρτίζουν την πολιτική κοινότητα (και ανεξαρτήτως, προφανώς, τού ποιους αποκλείει εκ των προτέρων η σύστασή της)· το «με διαλογικά μέσα» είναι επίσης ανυπέρθετος όρος, διότι σε άλλη περίπτωση οδηγούμαστε σε πόλεμο, που είναι το ένα από τα δύο συμμετρικά όρια της πολιτικής. Το απέναντι όριο είναι η πρακτική της διακυβέρνησης.
Το ότι σήμερα σκεπτόμαστε την έννοια της διακυβέρνησης ως περίπου συνώνυμο, ή τουλάχιστον ουσιώδες συστατικό, της πολιτικής, λέει πολλά για την παθολογία των νεωτερικών κοινωνιών, αντιφάσκει όμως προς την ελληνική σύλληψη του όρου. Οι λόγοι είναι προφανείς: διακυβέρνηση σημαίνει μονόδρομη ροή των διαδικασιών εντολής-υπακοής, όπου κάθε διαδικασία διαβούλευσης ακυρώνεται εξ ορισμού· είναι, θα λέγαμε, το τεχνικό στοιχείο της πολιτικής, γι’ αυτό και αντιπροσωπεύει ένα όριο της πολιτικής σφαίρας. Ο αμοιβαία αποκλειστικός χαρακτήρας τεχνικής-πολιτικής έχει ενθηκευθεί στη θεμελιώδη αριστοτελική διάκριση των σφαιρών της ανθρώπινης δραστηριότητας (τέχνη-πράξις-θεωρία), όπου η διάκριση τέχνης-πράξεως σηματοδοτεί ακριβώς την αντίθεση μεταξύ του τεχνικού και του πολιτικού στοιχείου. Η πολιτική πρέπει να νοείται, λοιπόν, ως αντίθετη της διακυβέρνησης: η τελευταία ιδιάζει στην αυτοκρατορία, όχι στην πόλη, και στην απόλυτη μορφή της το ιδιάζον πολιτικό στοιχείο αίρεται.
Μπορούμε να πούμε, άρα, ότι το «πολιτικό» σηματοδοτεί εκείνη τη σφαίρα ανθρώπινης αλληλόδρασης, χαρακτηριζόμενη από διαδικασίες διαβούλευσης και συνδιαχείρισης, που οριοθετείται ανάμεσα στον πόλεμο, από τη μία πλευρά, και τη διακυβέρνηση, από την άλλη. Μέσα σε αυτό το πεδίο μπορούμε βεβαίως να διακρίνουμε έναν συναινετικό κι έναν αγωνιστικό πόλο, η ταλάντωση ανάμεσα στους οποίους μπορεί μεν να κυμαίνεται κατά περίπτωση, υπόκειται όμως πάντα σε κάποιου είδους διαλογική μεσολάβηση (η οποία, όπως θα μπορούσε να δειχθεί περαιτέρω, αντανακλά τη συνείδηση ενός σε τελευταία ανάλυση κοινού συμφέροντος).
Μπορούμε τώρα να θέσουμε ένα δύσκολο ερώτημα, που έχει απασχολήσει πολλούς σύγχρονους διανοητές, θεωρητικούς και ανθρωπολόγους. Δικαιούμαστε να μιλάμε για πολιτική, κατά οιανδήποτε έννοια, πριν από την ελληνική πόλη; Και δεν χρειάζεται να σκεφτούμε εδώ τις πρώιμες αυτοκρατορίες, που αντιπροσωπεύουν μια ειδική, και σχετικά περιορισμένη στην εποχή της, μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Υπάρχει πολιτική, για παράδειγμα, σε αρχαϊκές, προ-εγγράμματες, φυλετικές κοινωνίες; Χωρίς να εμπλακώ στη μακροσκελή συζήτηση που το θέμα δικαιολογεί, θα περιοριστώ σε τρεις σύντομες παρατηρήσεις. Πρώτον, η ίδια η καθιέρωση του κλάδου που σήμερα λέγεται «πολιτική ανθρωπολογία» προϋποθέτει εξ ορισμού, όχι απλώς τη δυνατότητα αλλά και το επιβεβλημένο μιας τέτοιας χρήσης: να πάψουμε να σκεφτόμαστε, δηλαδή, την πολιτική πρακτική με όρους «κράτους» ή θεσμοποιημένης εξουσίας εν γένει, και να εφαρμόσουμε την έννοια σε όλες τις μορφές διαχείρισης των κοινοτικών υποθέσεων που ανέπτυξαν οι άνθρωποι, τυπικές ή άτυπες, στις οποίες ενέχονται ασφαλώς κάθε είδους ανταγωνισμοί για τη διαχείριση της (συλλογικής) ισχύος. Δεύτερον, στα περισσότερα παραδείγματα αρχαϊκών ή φυλετικών κοινωνιών που μας έχει παρουσιάσει με κάποια πληρότητα η ανθρωπολογία, οι ορισμοί της πολιτικής που δοκιμάσαμε παραπάνω -αποσταγμένοι από την ιδιαίτερη ελληνική εμπειρία- μοιάζουν να πληρούνται σχεδόν στο γράμμα τους (παρ’ όλες τις διαφοροποιητικές διευκρινήσεις που πρέπει ν’ ακολουθήσουν). Τρίτον, η ίδια η ελληνική σκέψη, την οποία ονομάζουμε έκτοτε «φιλοσοφία», παρ’ όλο που γεννήθηκε από τη συνθήκη της πόλεως και παρ’ όλο που είχε από την αρχή στο ρεπερτόριό της τον όρο πολιτική/ό, άργησε πολύ να αναστοχαστεί την ίδια την προϋπόθεσή της υπό τη μορφή μιας πολιτικής φιλοσοφίας: είναι ανύπαρκτη αυτή σε όλον τον Ιωνικό και Κατωϊταλικό στοχασμό του 6ου και 5ου αιώνα, και θα δημιουργηθεί αργά μόνο μετά τη «στροφή» τού αθηναϊκού ουμανισμού (ολοκληρώνεται δε τη στιγμή της πτώσης της πόλεως, με τον Αριστοτέλη).
Υπό το φως όλων των παραπάνω διευκρινίσεων -και αν βέβαια γίνονται δεκτές- διαπιστώνουμε ότι, ουσιαστικά, οι έννοιες αυτού που λέμε πολιτική και αυτού που λέμε δημοκρατία (κατά την επίσης ελληνική σημασία του όρου) συνεκτείνονται και συνυφαίνονται. Το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού συνέλαβε αυτή τη συνύφανση μάλλον στο πεδίο της σκέψης, σύμφωνα με το υπερβατολογικό επιχείρημα που θεωρεί τη δημοκρατία όρο δυνατότητας για το πολιτικό σκέπτεσθαι (αν όχι το σκέπτεσθαι εν γένει, όπως το θέτει ο Σπινόζα). Εκείνο που αχνοφαίνεται έτσι είναι πολύ πιο δεσμευτικό. Η ανάδυση σχηματισμών εξουσίας που μονοπωλούν την ισχύ και εξειδικεύονται βαθμιαία στις τεχνικές διακυβέρνησης δεν αντιπροσωπεύουν απλώς μια επιμέρους μορφή πολιτικής («αντι-δημοκρατική», «ολιγαρχική», «απολυταρχική», όπως θα μπορούσαν να πουν κάποιοι) αλλά περισφίγγουν σε σημείο συνθλίψεως την ίδια την πολιτική σφαίρα, στην ιδιάζουσα φύση της. Και αν τέτοιοι σχηματισμοί σήμερα έχουν φτάσει να ορίζουν τη ζωή και τα πεπρωμένα της ανθρωπότητας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελούν ένα αμελητέο κλάσμα στον μακρό ιστορικό χρόνο: μια «ανωμαλία» στην πολιτισμική εξέλιξη του είδους, θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος, επιβεβλημένοι από συνθήκες ειδικές και με μια τρομακτική δύναμη να αυτοαναπαράγονται, αλλά ενδεχομένως ακόμα -θέλουμε να ελπίζουμε τουλάχιστον- αναστρέψιμοι.