Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το προοίμιο του νέου βιβλίου του Φώτη Τερζάκη με τίτλο: Ο κύκλος της συντριβής και του αναστοχασμού – Πολιτικό ημερολόγιο από μια βυθιζόμενη χώρα 2014-2018, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πανοπτικόν. Τα κείμενα του βιβλίου γράφτηκαν την περίοδο που συμπίπτει με την κορύφωση του ελληνικού δράματος – και την τελική πτώση. Καθώς παρακολουθούν την επικαιρότητα σχολιάζοντας κρίσιμα πολιτικά συμβάντα, ή δημοσιεύσεις αναφορικά με τέτοια συμβάντα, μπορεί να διαβάσει κάποιος στο φόντο τους το δραματικό χρονικό αυτής της περιόδου με όλες τις ιλιγγιώδεις μεταστροφές του.
Κατανοώ μία έννοια σημαίνει είμαι σε θέση να αναχθώ, ακολουθώντας αντίστροφα τις ιστορικές τροχιές που διαγράφει, στους ιδιάζοντες όρους της κοινωνιοϊστορικής της παραγωγής. Η έννοια της πολιτικής είναι μια ιστορική δημιουργία του ελληνικού κόσμου και παρήχθη στις ιδιόμορφες συνθήκες της ελληνικής –ιωνικής– πόλεως του 6ου αιώνα π.Χ.· αναπτύχθηκε σε όλο σχεδόν το φάσμα των σημασιών της τους επόμενους δύο αιώνες στην πόλη της Αθήνας. Όπως και το ρήμα πολιτεύεσθαι, σχηματίζεται από την ίδια την ονομασία της πόλεως και σηματοδοτεί τη δέσμη των δραστηριοτήτων που ιδιάζουν στην πόλη. Ποιες δραστηριότητες, όμως, ιδιάζουν στην πόλη;
Η πολιτική στην ουσιώδη της σημασία πρέπει να νοείται, λοιπόν, ως αντίθετη της διακυβέρνησης: η τελευταία ιδιάζει στην αυτοκρατορία, όχι στην πόλη, και στην απόλυτη μορφή της το ιδιάζον πολιτικό στοιχείο αίρεται
Μια σύντομη επισκόπηση των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων δείχνει με αρκετά περιθώρια βεβαιότητας ότι, στο υπόβαθρο μιας διαχεόμενης εγγραμματοσύνης που βασίστηκε στη δημιουργία της φωνητικής αλφαβήτου και μιας διευρυμένης χρηματοποίησης των συναλλαγών, εκείνο που διαφοροποίησε τις ελληνόφωνες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου από αντίστοιχες πόλεις-κράτη της Εγγύς Ανατολής (Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Κοιλάδας του Ινδού ή και Κίνας), οι οποίες είχαν προηγηθεί στη δημιουργία γεωργικού πλεονάσματος, στην επινόηση της μεταλλουργίας, της γραφής και του χρήματος, ήταν η αδυναμία των πρώτων να κεντροποιηθούν υπό ένα συμπαγές εδαφικό δίκτυο εξουσίας. Οφείλεται πιθανόν σε τυχαίους γεωφυσικούς παράγοντες, αλλ’ από τη στιγμή που παγιώθηκε, η «αδυναμία» αυτή έγινε καταλύτης ραγδαίων αλλαγών: η κοινωνική οργάνωση των γενών διαλύθηκε γρήγορα, μαζί με τις παραδοσιακές σημασιοδοτήσεις του κόσμου, και στη θέση της αναδύθηκε μια αυτοδιοικούμενη, αν και ταξικά διαφοροποιημένη κοινότητα. Καθώς καμία από τις αναδυόμενες αυτές τάξεις δεν είχε αρκετή δύναμη να επιβληθεί στις άλλες, έγινε υποχρεωτική μεταξύ τους μια διαλογική μεσολάβηση (διαλέγεσθαι), και η δημιουργία ενός «κοινού χώρου» για τη διεξαγωγή της (αγορά ή Εκκλησία).
Μπορούμε λοιπόν να οδηγηθούμε σε έναν πρώτο ορισμό της πολιτικής, που απηχεί την ιδιάζουσα εμπειρία της ελληνικής πόλεως, αποκρυσταλλωμένη στις πρώτες χρήσεις του όρου: συλλογική διαχείριση των κοινών ανθρώπινων υποθέσεων με διαλογικά μέσα. Η «συλλογική» φύση της διαχείρισης είναι καταστατικός όρος εδώ, περιλαμβάνοντας όλους όσους απαρτίζουν την πολιτική κοινότητα (και ανεξαρτήτως, προφανώς, τού ποιους αποκλείει εκ των προτέρων η σύστασή της)· το «με διαλογικά μέσα» είναι επίσης ανυπέρθετος όρος, διότι σε άλλη περίπτωση οδηγούμαστε σε πόλεμο, που είναι το ένα από τα δύο συμμετρικά όρια της πολιτικής. Το απέναντι όριο είναι η πρακτική της διακυβέρνησης: μεταξύ των δύο αυτών άκρων οριοθετείται η πολιτική σφαίρα.
Το ότι σήμερα σκεπτόμαστε την έννοια της διακυβέρνησης ως περίπου συνώνυμο, ή τουλάχιστον ουσιώδες συστατικό, της πολιτικής, λέει πολλά για την παθολογία των νεωτερικών κοινωνιών, αντιφάσκει όμως προς την ελληνική σύλληψη του όρου. Οι λόγοι είναι προφανείς: διακυβέρνηση σημαίνει μονόδρομη ροή των διαδικασιών εντολής-υπακοής, όπου κάθε διαδικασία διαβούλευσης ακυρώνεται εξ ορισμού· είναι, θα λέγαμε, το τεχνικό στοιχείο της πολιτικής, γι’ αυτό και αντιπροσωπεύει ένα όριο της πολιτικής σφαίρας. Ο αμοιβαία αποκλειστικός χαρακτήρας τεχνικής-πολιτικής έχει ενθηκευθεί στη θεμελιώδη αριστοτελική διάκριση των σφαιρών της ανθρώπινης δραστηριότητας (τέχνη-πράξις-θεωρία), όπου η διάκριση τέχνης-πράξεως σηματοδοτεί ακριβώς την αντίθεση μεταξύ του τεχνικού και του πολιτικού στοιχείου. Η πολιτική στην ουσιώδη της σημασία πρέπει να νοείται, λοιπόν, ως αντίθετη της διακυβέρνησης: η τελευταία ιδιάζει στην αυτοκρατορία, όχι στην πόλη, και στην απόλυτη μορφή της το ιδιάζον πολιτικό στοιχείο αίρεται.
Μπορούμε να πούμε, άρα, ότι το «πολιτικό» σηματοδοτεί εκείνη τη σφαίρα ανθρώπινης αλληλόδρασης, χαρακτηριζόμενη από διαδικασίες διαβούλευσης και συλλογικής συνδιαχείρισης, που εκτείνεται ανάμεσα στον πόλεμο, από τη μία πλευρά, και τη διακυβέρνηση, από την άλλη. Μέσα σε αυτό το πεδίο μπορούμε βεβαίως να διακρίνουμε έναν συναινετικό κι έναν αγωνιστικό πόλο, η ταλάντωση ανάμεσα στους οποίους μπορεί μεν να κυμαίνεται κατά περίπτωση, υπόκειται όμως πάντα σε κάποιου είδους διαλογική μεσολάβηση (η οποία, όπως θα μπορούσε να δειχθεί περαιτέρω, αντανακλά τη συνείδηση ενός σε τελευταία ανάλυση κοινού συμφέροντος: μία άλλη ενοποίηση αυτού απαντάμε στην σωκρατική έννοια της διαλεκτικής, η οποία ορίζεται ακριβώς σε αντιπαράθεση προς την έννοια της εριστικής).
Στο αριστοτελικό σχήμα η πολιτική συνιστά τη μία όψη αυτού που συνολικά ονομάζουμε πραξεολογικό πεδίο· η άλλη του όψη είναι η ηθική. Οι σχέσεις ηθικής και πολιτικής απασχόλησαν επί μακρόν, και ακόμη απασχολούν, τη φιλοσοφική σκέψη. Θα πρέπει εν πρώτοις να εγκαταλείψουμε οιαδήποτε έννοια προτεραιότητας μεταξύ τους: ηθική και πολιτική περιγράφουν την ίδια δομή δραστηριότητας, τον ίδιο τύπο προβλημάτων και στάσεων, σε διαφορετική κλίμακα: η πρώτη στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων, η δεύτερη στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ οργανωμένων συλλογικοτήτων. Ακριβέστερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως ηθικά παρουσιάζονται τα πραξεολογικά ερωτήματα από τη σκοπιά τού ατόμου και των επιλογών του, ως πολιτικά από τη σκοπιά της κοινωνικής ολότητας (οπουδήποτε κι αν χαράζουμε κάθε φορά, και με οιοδήποτε κριτήριο, τα όρια αυτής της «ολότητας»). Με αυτή την έννοια, αν θα θέλαμε να οδηγηθούμε σε έναν αντίστοιχο ορισμό τής ηθικής, θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε ως τη σφαίρα των τεταμένων και προβληματικών σχέσεων μεταξύ του μεμονωμένου ατόμου και της κοινότητας, του ατομικού συμφέροντος και του συλλογικού αγαθού· και πρέπει βεβαίως να κατανοούμε ότι, ως τέτοια, δεν προηγείται της πολιτικής όσο δεν προηγείται το άτομο της συλλογικότητας, εντός της οποίας και με τους όρους τής οποίας σφυρηλατείται η ατομικότητα του. Η σχέση ηθικής και πολιτικής είναι σχέση ταυτοχρονίας και συμπληρωματικής ανατροφοδότησης, σαν δύο εναλλασσόμενα μισά ενός κύκλου.
Οι έννοιες αυτού που λέμε πολιτική και αυτού που λέμε δημοκρατία (κατά την επίσης ελληνική σημασία του όρου) συνεκτείνονται και συνυφαίνονται. Το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού συνέλαβε αυτή τη συνύφανση στο πεδίο της σκέψης, σύμφωνα με το υπερβατολογικό επιχείρημα που έβλεπε τη δημοκρατία όρο δυνατότητας για το πολιτικό σκέπτεσθαι
Στην πολύπλοκη άρθρωση των σημερινών κοινωνιών και των σχέσεων εντός τού παγκοσμίου συστήματος, η σφαίρα τού πολιτικού δεν είναι αναγνωρίσιμη στη θεμελιώδη της φύση καθώς μοιάζει να επιμερίζεται η ίδια σε διακριτά πεδία. Οι μεταξύ του συνδέσεις ρηγματώνονται από αντιφάσεις εγγενείς στη δομή αυτών των κοινωνιών – κατ’ αναλογίαν των αντιφάσεων που ρηγματώνουν τις σχέσεις ηθικής-πολιτικής σε κοινωνίες στις οποίες τα συμφέροντα της ατομικότητας και του όλου εμφανίζονται ως δραματικά ασυμφιλίωτα… Υπάρχει εν πρώτοις το επίπεδο της μικρο-πολιτικής, της πολιτικής των διαπροσωπικών σχέσεων που από κάποιες απόψεις συγχέεται με την ηθική σφαίρα. Εν συνεχεία διακρίνεται το επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής, που αρθρώνεται ως αντιμαχόμενες διεκδικήσεις ομάδων στο πλαίσιο μιας δημόσιας επικοινωνίας η οποία θεσμοθετείται από την ίδια τη δράση τους και συνδέεται με ζητήματα αυτοέκφρασης, αναγνώρισης και ισοκατανομής. Σε ένα τρίτο επίπεδο εγείρονται οργανωτικές απαιτήσεις που αφορούν την ίδια τη θεσμοθέτηση και διαχείριση μιας δημόσιας σφαίρας ως πλαίσιο για την πολιτική επικοινωνία και τον πολιτικό ανταγωνισμό: είναι αυτό που σήμερα λέμε κρατική πολιτική. Αν αυτή παγιώνει προσωρινά ρευστές ολότητες και τους δίνει μορφή αναγνωρισμένων συλλογικών πολιτικών υποκειμένων (τα «εθνικά κράτη»), υπάρχει τέλος μία τέταρτη διάσταση της πολιτικής που συγκροτείται από τις σχέσεις τέτοιων συλλογικών πολιτικών υποκειμένων μέσα στο παγκόσμιο σύστημα: είναι η λεγόμενη διεθνής πολιτική ή γεωπολιτική, που υπό τις παρούσες συνθήκες εμφανίζεται περισσότερο «μολυσμένη» από το εργαλειακό-τεχνικό στοιχείο τής στρατηγικής (δηλαδή, του πολέμου). Γενικά, όσο προχωρούμε από το χαμηλότερο προς τα υψηλότερα επίπεδα της πολιτικής, φαίνεται να αυξάνει η σύμμιξη με το ενάντιο στην πολιτική τεχνικό στοιχείο: στοιχείο υποκείμενο σε μορφές εξαναγκασμού που αντιστρατεύονται τη διαλογική μεσολάβηση και διακυβεύουν την καταστατική για τη σύσταση της πολιτικής σφαίρας επίγνωση ενός ορισμένου κοινού συμφέροντος (ή «κοινού αγαθού», που πρέπει πάντα να νοείται ως όρος δυνατότητας για την ίδια τη συλλογική επιβίωση της ανθρωπότητας). Η διαμεσολάβηση αυτών των διακριτών επιπέδων είναι δύσκολο κι επίπονο έργο, κατάσπαρτο από αντιφάσεις και αδιέξοδα, ένα από τα πλέον αγωνιώδη προβλήματα με τα οποία αναμετριέται η πολιτική δράση στον σημερινό κόσμο.
Μπορούμε τώρα να θέσουμε ένα δύσκολο ερώτημα, που έχει απασχολήσει πολλούς σύγχρονους διανοητές, θεωρητικούς και ανθρωπολόγους. Δικαιούμαστε να μιλάμε για πολιτική, κατά οιανδήποτε έννοια, πριν από την ελληνική πόλη; Και δεν χρειάζεται να σκεφτούμε εδώ τις πρώιμες αυτοκρατορίες, που αντιπροσωπεύουν μια ειδική, και σχετικά περιορισμένη στην εποχή της, μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Υπάρχει πολιτική, για παράδειγμα, σε αρχαϊκές, προ-εγγράμματες, φυλετικές κοινωνίες; Χωρίς να εμπλακώ στη μακροσκελή συζήτηση που το θέμα δικαιολογεί, θα περιοριστώ σε τρεις σύντομες παρατηρήσεις. Πρώτον, η ίδια η καθιέρωση του κλάδου που σήμερα λέγεται «πολιτική ανθρωπολογία» προϋποθέτει εξ ορισμού, όχι απλώς τη δυνατότητα αλλά και το επιβεβλημένο μιας τέτοιας χρήσης: να πάψουμε να σκεφτόμαστε, δηλαδή, την πολιτική πρακτική με όρους «κράτους» ή θεσμοποιημένης εξουσίας εν γένει, και να εφαρμόσουμε την έννοια σε όλες τις μορφές διαχείρισης των κοινοτικών υποθέσεων που ανέπτυξαν οι άνθρωποι, τυπικές ή άτυπες, στις οποίες ενέχονται ασφαλώς κάθε είδους ανταγωνισμοί για τη διαχείριση της (συλλογικής) ισχύος. Δεύτερον, στα περισσότερα παραδείγματα αρχαϊκών ή φυλετικών κοινωνιών που μας έχει παρουσιάσει με κάποια πειστικότητα η αρχαιοϊστορική έρευνα είτε η κοινωνική ανθρωπολογία, οι ορισμοί τής πολιτικής που δοκιμάσαμε παραπάνω –αποσταγμένοι από την ιδιάζουσα ελληνική εμπειρία– μοιάζουν να πληρούνται σχεδόν στην ολότητά τους (παρά τις διαφοροποιητικές διευκρινήσεις που πρέπει κατά περίπτωση ν’ ακολουθούν). Τρίτον, η ίδια η ελληνική σκέψη, την οποία ονομάζουμε έκτοτε «φιλοσοφία», παρότι γεννήθηκε από τη συνθήκη της πόλεως και παρότι είχε από νωρίς στο ρεπερτόριό της τον όρο πολιτική/ό, άργησε πολύ ν’ αναστοχαστεί την ίδια της την προϋπόθεση υπό τη μορφή μιας πολιτικής φιλοσοφίας: είναι ανύπαρκτη αυτή σε όλον τον ιωνικό και κατωϊταλικό στοχασμό του 6ου και 5ου αιώνα, και θα δημιουργηθεί αργά μόνο μετά τη «στροφή» τού αθηναϊκού ουμανισμού (ολοκληρώνεται δε τη στιγμή της πτώσης της πόλεως, με τον ίδιο τον Αριστοτέλη).
Υπό το φως όλων των παραπάνω διευκρινίσεων –και αν βέβαια γίνονται δεκτές– διαπιστώνουμε ότι, ουσιαστικά, οι έννοιες αυτού που λέμε πολιτική και αυτού που λέμε δημοκρατία (κατά την επίσης ελληνική σημασία του όρου) συνεκτείνονται και συνυφαίνονται. Το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού συνέλαβε αυτή τη συνύφανση στο πεδίο της σκέψης, σύμφωνα με το υπερβατολογικό επιχείρημα που έβλεπε τη δημοκρατία όρο δυνατότητας για το πολιτικό σκέπτεσθαι (αν όχι το σκέπτεσθαι εν γένει, αρχής γενομένης από τον Σπινόζα). Εκείνο που αχνοφαίνεται έτσι είναι πολύ πιο δεσμευτικό. Η ανάδυση σχηματισμών εξουσίας (η μορφή «κράτος») που μονοπωλούν την ισχύ και εξειδικεύονται βαθμιαία στις τεχνικές διακυβέρνησης δεν αντιπροσωπεύουν απλώς μια επιμέρους μορφή πολιτικής («αντι-δημοκρατική», «ολιγαρχική», «απολυταρχική», όπως θα μπορούσαν να πει κάποιος) αλλά περισφίγγουν σε σημείο συνθλίψεως την ίδια την πολιτική σφαίρα στην ιδιάζουσα φύση της. Και αν τέτοιοι σχηματισμοί σήμερα έχουν φτάσει να ορίζουν τη ζωή και τα πεπρωμένα της ανθρωπότητας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελούν ένα αμελητέο κλάσμα στον μακρό ιστορικό χρόνο: μια «ανωμαλία» στην πολιτισμική εξέλιξη του είδους, θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος, επιβεβλημένοι από συνθήκες ειδικές και με μια τρομακτική δύναμη να αυτοαναπαράγονται, αλλά ενδεχομένως ακόμα –θέλουμε να ελπίζουμε τουλάχιστον– αναστρέψιμοι.