Εισπρακτική επιτυχία στη Γαλλία, η ταινία Ραντεβού εκεί ψηλά, του 54χρονου σκηνοθέτη και ηθοποιού Αλμπέρ Ντυποντέλ, μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του Πιερ Λεμέτρ, τοποθετείται στο τέλος του αιματηρού Α΄ Π.Π. Σε συνεργασία με τον Λεμέτρ στο σενάριο, ο Ντυποντέλ δημιουργεί ένα ευφάνταστο και πολυεπίπεδο αντιπολεμικό παραμύθι, διατηρώντας εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό.
***
Νοέμβρη του 1920, στο αποικιοκρατούμενο Μαρόκο, η κατάθεση του πρώην οπλίτη Αλμπέρ Μαγιάρ (Αλμπέρ Ντυποντέλ) μας μεταφέρει στα χαρακώματα, το 1918, όπου παρά την εντολή άμεσης παύσης των εχθροπραξιών, ο πολεμοχαρής υπολοχαγός Πραντέλ διατάζει νέα επίθεση. Ο Αλμπέρ σώζεται χάρη στον νεαρό Εντουάρ (Ναϋέλ Περέζ-Μπισκαγιάρ), ο οποίος πέφτει βαριά τραυματισμένος από οβίδα, λίγα δευτερόλεπτα μετά. Μήνες αργότερα, με τον Αλμπέρ στο πλευρό του να τον φροντίζει στοργικά, ο Εντουάρ ανακαλύπτει έντρομος το άγρια παραμορφωμένο πρόσωπό του, αρνείται να γυρίσει στον πλούσιο και αυταρχικό πατέρα του ο οποίος τον θεωρεί νεκρό και καταφεύγει στη μορφίνη, βυθιζόμενος σε ονειρικές παραισθήσεις. Δίχως λαλιά και δίχως πρόσωπο, ο παθιασμένος με τη ζωγραφική Εντουάρ αναρρώνει, κατασκευάζοντας ευφάνταστες μάσκες, σε ένα παιχνίδι αναζήτησης νέας ταυτότητας, ενώ τον συντηρεί ο γεμάτος ευγνωμοσύνη Αλμπέρ. Στην κατεστραμμένη μεταπολεμική γαλλική κοινωνία, όπου κυνισμός και ανηθικότητα περιβάλλουν με υποκρισία κάθε αίσθημα πατριωτισμού, ο Εντουάρ σκαρφίζεται την ιδέα να σχεδιάσει μακέτες για υποτιθέμενα μνημεία πεσόντων, με στόχο να καρπωθούν τα χρήματα των παραγγελιών και να εξαφανιστούν.
Τις εντυπώσεις κλέβει ο δηλωμένος ομοφυλόφιλος 32χρονος Αργεντινός Ναϋέλ Περέζ-Μπισκαγιάρ (120 Χτύποι το λεπτό, Ρομπέν Καμπιγιό / 2017), στο ρόλο του Εντουάρ, ενός ήρωα που αλλάζει πρόσωπα, σε μια χώρα που αλλάζει φυσιογνωμία. Υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Ντυποντέλ, ο Περέζ-Μπισκαγιάρ υιοθετεί θεατρικές τεχνικές, όπως το παιχνίδι με τις μάσκες, ενώ δανείζεται στοιχεία συμβολικής κινησιολογίας από την παντομίμα, με βρυχηθμούς και εκφραστικές χειρονομίες για να αποδώσει ό,τι δεν μπορεί να αρθρώσει, παραπέμποντας και στον πρώιμο βουβό κινηματογράφο. Με την πληθώρα μασκών, ο Εντουάρ προσεγγίζει διαφορετικές αμφιέσεις, ανάλογα με τη διάθεσή του: γυναικεία μάσκα με φουστάνι, αγγίζοντας διεμφυλική διάσταση, λευκή μάσκα με μεταβλητά χαρούμενη ή λυπημένη έκφραση, ακόμα και μάσκα-λιοντάρι.
Ο χαρακτήρας του Εντουάρ, ήδη από το βιβλίο του Λεμέτρ αντλεί έμπνευση από την γκραν γκινιόλ παράδοση, θυμίζοντας ακόμη και τον Άνθρωπο που γελά (1869), του Βίκτωρος Ουγκό, το τυλιγμένο σε ματωμένες γάζες πρόσωπο ανακαλεί τον Αόρατο Άνθρωπο (1897), του Χ. Τζ. Γουέλς, ενώ οι μάσκες πατάνε στην παράδοση από Το φάντασμα της όπερας (1910) του Γκαστόν Λερού και τον Άνθρωπο ελέφαντα της βικτωριανής εποχής, μέχρι τον Φαντομά (1911) της γαλλικής αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά και τους Αμερικάνους υπερήρωες της σειράς κόμικς του ’30 Η Μάσκα, μέχρι και την ταινία Ντάρκμαν (Σαμ Ρέιμι / 1990).
Με επιρροές απ’ το παραμυθένιο Ατελείωτοι Αρραβώνες (Ζαν-Πιερ Ζενέ / 2004), όπου έπαιζε και ο ίδιος ο Ντυποντέλ και διαδραματίζεται σε αντίστοιχη εποχή, αλλά και την ταινία-ορόσημο Σταυροί στο Μέτωπο (Στάνλεϊ Κιούμπρικ / 1957), η εισαγωγή στον πόλεμο γίνεται ακολουθώντας από ψηλά ένα λυκόσκυλο που διασχίζει τα χαρακώματα, ενώ με τη μουσική και την αφήγηση εκτός κάδρου του πρωταγωνιστή αρχίζει το παραμύθι. Ολόκληρη η ταινία εξελίσσεται σε φλασμπάκ, σε μη γραμμική αφήγηση, ενώ στους εφιάλτες του Εντουάρ ξεδιπλώνονται αναπαραστατικά στιγμιότυπα από την άσχημη σχέση με τον πατέρα του, παραπέμποντας και στην αριστουργηματική αντιπολεμική ταινία Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του (Ντάλτον Τράμπο / 1971).
Κωμικά ευτράπελα, όπως κοντύτερα φέρετρα για ελαχιστοποίηση κόστους, λες και όλοι οι στρατιώτες είναι νάνοι, αλλά και λάθη στους ενταφιασμούς από φθηνούς Κινέζους νεκροθάφτες, παρουσιάζουν ένα τραγικό γεγονός με κωμικό τρόπο, αποκαλύπτοντας την αισχροκέρδεια.
Ο Κριστόφ Ζουλιέν, με την πρωτότυπη μουσική του, ανασυνθέτει παιχνιδιάρικους ρυθμούς βαλς και χορευτικά σουίνγκ, τυλίγει με σόλο άρπα παραμυθένιες σκηνές, με ρυθμούς μαρς και τύμπανα το πεδίο μάχης, ενώ υπογραμμίζει τις προετοιμασίες της μεγάλης κομπίνας χρησιμοποιώντας σαντούρι σε ρυθμικές συνθέσεις αλά Μορρικόνε, όπως στις κατασκοπευτικές ταινίες του ’60. Στα σοκάκια της Μονμάρτρης η παριζιάνικη ατμόσφαιρα ενισχύεται από αυθεντικά φοξ τροτ και ένα τραγούδι του ’20 που ερμηνεύει όλο νάζι η Μιστενγκέτ, βεντέτα σε καμπαρέ, όπως το περίφημο Μουλέν Ρούζ, που απεικονίζεται σε ένα πλάνο.
***
Εμφανής είναι και ο πλούτος των καλλιτεχνικών ρευμάτων μιας εποχής όπου αστυφιλία και μαζική κουλτούρα αλλάζουν τον τρόπο ζωής. Το πανέμορφο αρ νουβό πατρικό αρχοντικό του Εντουάρ, με την επιτηδευμένη οργανική και φυτομορφική αισθητική χαρακτηρίζει το Παρίσι της Μπελ Επόκ. Τα σκίτσα του Εντουάρ στα χαρακώματα παρουσιάζουν εξπρεσιονιστική γραμμή γεμάτη υπαρξιακή ένταση, αντίστοιχη με του Αυστριακού Έγκον Σίλε, ενώ μετά την παραμόρφωσή του, στα σοβαροφανή σχέδια των υποτιθέμενων μνημείων υιοθετείται επικός φωτορεαλισμός, με αλληγορίες ακαδημαϊκής αισθητικής, όπως η δόξα που στεφανώνει τους πεσόντες, με αποκορύφωμα το σύνθημα «κοινότυπο + αντιαισθητικό + ακριβό=επιτυχία».
Οι σατυρικές εφιαλτικές παραμορφώσεις στις γελοιογραφίες του Εντουάρ εμπνέονται από καρικατουρίστικες φιγούρες των αντιφασιστών Γερμανών ζωγράφων Τζώρτζ Γκρός (1893-1959) και Όττο Ντιξ (1891-1969), με μπεκρήδες παπάδες και γουρουνόμορφους τραπεζίτες, περνώντας από εξπρεσιονισμό, φουτουρισμό και βερολινέζικο Νταντά, στην τάση της Νέας Αντικειμενικότητας, κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ασκώντας δριμεία κριτική στον αναδυόμενο ναζισμό, σε ρήξη με κάθε ιδεαλισμό.
Αποκορύφωμα της τάσης αυτής αποτελούν οι καρικατουρίστικες μάσκες στη συμβολική σκηνή εικονικής εκτέλεσης, στο ξέφρενο πάρτι στο Ξενοδοχείο Λουτέτσια -ρωμαϊκή ονομασία του Παρισιού- όπου ο Εντουάρ φοράει μάσκα Άραβα. Πολιτικοί, όπως ο Ρεϋμόν Πουανκαρέ, στρατηγοί, όπως οι Φερντινάν Φός και Ζοζέφ Ζοφρ, που τα ονόματά τους κοσμούν κεντρικές λεωφόρους του Παρισιού, καθώς και βιομήχανοι στήνονται συμβολικά στο απόσπασμα και εκτελούνται εικονικά, «πυροβολημένοι» από φελλούς σαμπάνιας που ανοίγονται διαδοχικά, ενώ χαριστική βολή δίνεται με τουρτοπόλεμο, στον απόηχο της Μεγάλης Κούρσας γύρω απ’ τον κόσμο (Μπιλ Έντουαρντς / 1965).
Με την αστεία μάσκα-ουρητήρα γίνεται αναφορά στο περίφημο γλυπτό Κρήνη (1917) του ντανταϊστή Μαρσέλ Ντυσάν, που ανήγαγε σε έργο τέχνης ένα ευτελές αντικείμενο μαζικής παραγωγής, στοχεύοντας στον εξευτελισμό της κατεστημένης αντίληψης περί μοναδικότητας της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Αναζητώντας διακαώς την πατρική αποδοχή, ο Εντουάρ εμφανίζεται προς το τέλος με μπλε μάσκα εξωτικού πουλιού, γεμάτη φτερά και παγιέτες, σε μια μελαγχολική εκδοχή της φιγούρας του διάσημου μπαλέτου του Ίγκορ Στραβίνσκι Το πουλί της φωτιάς (1909).
Καθόλου τυχαίο πως αυτή η γεμάτη από εικαστικές αναφορές ταινία αφιερώνεται στη μνήμη του απολαυστικά βλάσφημου Γάλλου σκιτσογράφου Μαρσέλ Γκοτλίμπ (1934-2016), δημιουργού του θρυλικού Πορνόπαππου.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com