Στα δύο προηγούμενα φύλλα της εφημερίδας επισημαινόταν ότι «κάθε χρόνο μετριούνται σε χιλιάδες οι λαϊκές διαμαρτυρίες που ξεσπούν στην Κίνα» και ότι (και) εκεί «τα μέτρα κατά της πανδημίας χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα, είτε για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργατών, είτε για την “πειθάρχησή τους” σε περίπτωση που αντισταθούν». Αυτά γράφονταν με αφορμή τον ξεσηκωμό των φτωχογειτονιών της Χαϊζού και το ξέσπασμα οργής χιλιάδων εργατών της Foxconn στην Τσεντσόου*. Το περασμένο Σαββατοκύριακο εκδηλώθηκαν πολλές ακόμα διαμαρτυρίες σε μεγάλες κινεζικές πόλεις, περιλαμβανομένης της Σαγκάης, στις οποίες πήραν μέρος και μεσαία στρώματα.
Σε αντίθεση με το σύνηθες πέπλο σιωπής που κάλυπτε για δεκαετίες τις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις στην «ατμομηχανή» της παγκόσμιας οικονομίας, αυτή τη φορά τα πληροφορηθήκαμε όλα καταλεπτώς. Προφανώς οι κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ της Δύσης αποφάσισαν ότι οι διαμαρτυρίες των Κινέζων αποτελούν πρώτης τάξεως ευκαιρία για άσκηση πίεσης και επικοινωνιακό πόλεμο με το Πεκίνο, στα πλαίσια του αρπάγματος με αυτό για την παγκόσμια ηγεμονία. Ξεπέρασαν λοιπόν την αλλεργία τους για τις πληβειακές ανταρσίες και αποφάνθηκαν ότι η κινεζική κυβέρνηση απειλείται από τη «μεγαλύτερη εξέγερση από την εποχή της Τιεν Ανμέν» (1989), που «στρέφεται ευθέως κατά του Σι Τζινπίνγκ και του κυβερνώντος Κινεζικού Κ.Κ.».
Μα, δεν είναι κι αυτοί… «ψεκασμένοι»;
Καταρχήν, ας επισημανθεί ότι αντίστοιχες κινητοποιήσεις κατά των μέτρων εγκλεισμού, απαγόρευσης μετακινήσεων και ελέγχου των πληθυσμών στον Δυτικό κόσμο αντιμετωπίζονταν συστηματικά ως εκδηλώσεις «ψεκασμένων», «αρνητών», «λαϊκιστών», «συνωμοσιολόγων» και πάει λέγοντας. Μάλιστα η Κομισιόν εξέδωσε φυλλάδια και οδηγίες για να πατάξει τις αντιδράσεις σε λοκντάουν κ.λπ., ισχυριζόμενη ότι «τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν σηματοδοτούν το τέλος της δημοκρατίας ή των ευρωπαϊκών αξιών» και απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας την κατηγορία ότι «ορισμένα υγειονομικά μέτρα για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του ιού εφαρμόζονται για να βλάψουν σκόπιμα ή να θέσουν υπό έλεγχο την κοινωνία»**. Την εφαρμογή των οδηγιών ανέλαβαν βέβαια στη συνέχεια οι «πλέον αρμόδιοι», δηλαδή οι κυβερνητικές και κατασταλτικές αρχές, υπό τα χειροκροτήματα των «έγκυρων» ΜΜΕ αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της εκστασιασμένης με την «ουδέτερη Επιστήμη» ευρωπαϊκής αριστεράς.
Είχαμε έτσι, μεταξύ άλλων, την επιβολή των λεγόμενων Green Pass, τις απολύσεις ανεμβολίαστων υγειονομικών και άλλων εργαζομένων, και βέβαια την αντιμετώπιση των «παράνομων» διαμαρτυριών και «παραβιάσεων των μέτρων» με ΜΑΤ και συλλήψεις. Μάλιστα για μεγάλο διάστημα πολλά ΜΜΕ αλλά και εκπρόσωποι κυβερνήσεων, «ειδικοί» κ.ά. παρουσίαζαν την Κίνα ως υπόδειγμα καταπολέμησης του Covid-19, και θαύμαζαν τη δυνατότητά της να επιβάλλει αυστηρά λοκντάουν σε πόλεις εκατομμυρίων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Δυτικές ελίτ μέχρι και ζήλευαν τις κινεζικές τεχνικές γενικευμένης παρακολούθησης, αυστηρού ελέγχου και περιορισμού των πολιτών, τις οποίες επιχείρησαν να κοπιάρουν και στις Δυτικές χώρες. Και «ξαφνικά» οι ίδιες ελίτ, οι ίδιες κυβερνήσεις, τα ίδια ΜΜΕ υποστηρίζουν τους… ψεκασμένους που έχουν απηυδήσει και αντιδρούν; Ναι – αρκεί που είναι Κινέζοι, διότι τώρα προέχει το μέτωπο ενάντια στον «κίτρινο κίνδυνο», που εποφθαλμιά την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης.
Όχι, είναι «αγωνιστές της ελευθερίας»
Το πώς οι Δυτικοί διαβάζουν τώρα τις διαμαρτυρίες στην Κίνα και πώς τις «μεταφράζουν» για κατανάλωση από την παγκόσμια –και ιδίως τη Δυτική– κοινή γνώμη συσκοτίζει σε μεγάλο βαθμό την ουσία τους. Συσκοτίζει, πρώτον, το πώς έκανε άλματα στον βιοπολιτικό έλεγχο και τη διαχείριση πληθυσμών η πράγματι «πρωτοπόρα» σε παγκόσμιο επίπεδο κινεζική ηγεσία. Συσκοτίζει, δεύτερον, το πώς η ίδια ηγεσία, σε αγαστή συνεργασία με τις ξένες και ντόπιες πολυεθνικές που εκμεταλλεύονται σε ακραίο βαθμό το φτηνό κινεζικό εργατικό δυναμικό, θεσμοθέτησε τρόπους εγκλεισμού ώστε τα λοκντάουν να πλήττουν όσο λιγότερο γίνεται την «παραγωγικότητα».
Οι τρόποι αυτοί έγιναν ευρέως γνωστοί μετά το ξέσπασμα διαμαρτυρίας των εργατών της ταϊβανέζικης Foxconn στην ηπειρωτική Κίνα: εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες ζουν σε καθεστώς καραντίνας, έγκλειστοι σε τεράστιους κοιτώνες δίπλα στις μονάδες παραγωγής, ώστε να μην προσβληθούν από τον Covid-19 και να εξακολουθούν να εφοδιάζουν την παγκόσμια αγορά με τα πολυπόθητα iPhone… Μια κατάσταση που θυμίζει έντονα το πώς διαβιούσε η αγγλική εργατική τάξη την εποχή της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, μέχρι και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα [βλ. πλαίσιο για κοιτώνες].
Τρίτον, η Δυτική «ανάγνωση» συσκοτίζει αυτές καθαυτές τις διαμαρτυρίες, πρώτα απ’ όλα διαστρεβλώνοντας ή υποβαθμίζοντας το μήνυμά τους, αφού στόχος της «ενημέρωσης» είναι να τεθεί εν αμφιβόλω η δυνατότητα του Σι Τζινπίνγκ (και συνολικά του Κινεζικού Κ.Κ.) να συνεχίσει να εξουσιάζει τη χώρα ανενόχλητος. Έτσι αυτοί που εδώ θα αποκαλούνταν «ψεκασμένοι», εκεί γίνονται «αγωνιστές της ελευθερίας», «πολέμιοι του ολοκληρωτισμού» κ.λπ., ενώ μένει στο απυρόβλητο τόσο η άγρια εκμετάλλευση των Κινέζων πληβείων όσο και η λίγο-πολύ κοινή σε Δύση και Ανατολή αντιμετώπιση της πανδημίας ως ευκαιρίας για την επιτάχυνση ολοκληρωτικών μεταβάσεων και εξανδραποδισμών.
Το μαστίγιο και το καρότο
Μια ακόμη πτυχή αφορά την ισχυρή πιθανότητα οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ειδικά αυτές του περασμένου Σαββατοκύριακου σε αστικά κέντρα, με πολύ λιγότερο εμφανές το «εργατικό» χρώμα, να αποτελούν έκφραση αντιθέσεων στο εσωτερικό της κινεζικής ελίτ – περιλαμβανομένης της κομματικής. Οι αντιθέσεις αυτές πέρασαν από τις λιγοστές χαραμάδες του πρόσφατου Συνεδρίου του Κινεζικού Κ.Κ., το οποίο πάντως ολοκληρώθηκε με πλήρη επικράτηση –φαινομενικά τουλάχιστον– του Σι Τζινπίνγκ, στον οποίο αποδίδεται μια Σκέψη ισάξια αυτής του Μάο Τσετούνγκ!
Και το ίδιο το Πεκίνο πάντως αντιμετώπισε τις πρόσφατες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ως ενδεχόμενη απειλή, φροντίζοντας από το βράδυ της περασμένης Κυριακής να πάρει μέτρα που θα καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχισή τους, τουλάχιστον σε τέτοια έκταση – όπως κι έγινε. Η ανέγερση εμποδίων που ουσιαστικά απαγόρευαν την πρόσβαση στους συνήθεις τόπους συγκεντρώσεων (φυσικά στο όνομα της καταπολέμησης της πανδημίας…), η απόπειρα φίμωσης των ηλεκτρονικών μέσων, οι προσαγωγές διαδηλωτών και η ισχυρή αστυνομική παρουσία διέκοψαν, όντως, τις περισσότερες «ανεύθυνες» κινητοποιήσεις. Οι κινεζικές αρχές φρόντισαν ώστε η καταστολή να μην είναι συντριπτική, αλλά «διαπαιδαγωγητική», σαν έμμεση δήλωση της αυτοπεποίθησής τους: π.χ. όλοι σχεδόν οι προσαχθέντες (πολλοί εκ των οποίων είχαν εντοπιστεί μετά τη συμμετοχή τους στις διαμαρτυρίες, χάρη σε λογισμικά αναγνώρισης προσώπου…) αφέθηκαν ελεύθεροι εντός 24ώρου.
Επιπλέον, τις τελευταίες μέρες δηλώσεις ανώτατων Κινέζων αξιωματούχων αφήνουν να διαφανεί ότι έχει ήδη σχεδιαστεί μια χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, ιδίως στις πόλεις και περιοχές που έχουν υποστεί σχεδόν αδιάκοπα λοκντάουν και στις οποίες το πολιτικό κλίμα είναι τεταμένο. Κι ακόμη, κεντρικά ΜΜΕ επιχειρούν να ρίξουν το φταίξιμο είτε στις ξένες πολυεθνικές είτε στην ανικανότητα τοπικών αξιωματούχων, διαβεβαιώνοντας ότι εφεξής θα καλύπτονται πλήρως οι ανάγκες τόσο των έγκλειστων εργατών όσο και των κατοίκων των περιοχών που βρίσκονται σε καραντίνα. Ας συμπληρωθεί εδώ, για να φανεί ότι η Δυτική ανάγνωση είναι εσκεμμένα απλουστευτική, ότι οι εργάτες της ταϊβανέζικης Foxconn, αλλά και διαδηλωτές σε αστικά κέντρα, ανέμιζαν κινεζικές σημαίες και τραγουδούσαν τον κινεζικό εθνικό ύμνο…
Το πώς οι Δυτικοί «μεταφράζουν» τώρα τις διαμαρτυρίες στην Κίνα συσκοτίζει τα άλματα στον βιοπολιτικό έλεγχο και τη διαχείριση πληθυσμών, τις μεθόδους εγκλεισμού που υιοθετήθηκαν ώστε τα λοκντάουν να πλήττουν όσο λιγότερο γίνεται την «παραγωγικότητα», κι αυτό καθαυτό το μήνυμα των διαμαρτυριών
Όταν οι «βασικές μάζες» φτερνίζονται, όλοι μπορεί να κρυολογήσουν
Με έναν τέτοιο συνδυασμό μαστίγιου και καρότου ο Σι Τζινπίνγκ και η κινεζική κυβέρνηση προσπαθούν να ξεμπερδεύουν με τις συγκεκριμένες διαμαρτυρίες, και να ξορκίσουν τις εκτιμήσεις ότι θα αυξηθεί η κριτική και η πίεση λαϊκών στρωμάτων προς την κεντρική εξουσία. Όμως το πρόβλημα που παραμένει είναι ότι πληθαίνουν εκ νέου οι εκδηλώσεις δυσαρέσκειας αυτών που παλιότεροι Κινέζοι ηγέτες αποκαλούσαν «βασικές μάζες». Η αβεβαιότητα που προκαλεί το γεγονός αυτό αντανακλάται εντός Κίνας στα «προληπτικά» μέτρα των κρατούντων, και εκτός στην «ανησυχία» των χρηματιστηρίων και στις νουθεσίες βαθιά συστημικών παραγόντων προς τους πιο «φιλελεύθερους» (διάβαζε: φιλοπόλεμους) κύκλους των ΗΠΑ και της Ευρώπης, να μην παίζουν με τη φωτιά.
Αντίστοιχες προειδοποιήσεις απεύθυνε εμμέσως και η κινεζική ηγεσία, π.χ. ανακοινώνοντας αυτήν την εβδομάδα ότι «απώθησε αποφασιστικά» το αμερικανικό πυραυλοφόρο καταδρομικό Chancellorsville όταν αυτό «παραβίασε σοβαρά την κυριαρχία και την ασφάλεια της Κίνας» πλησιάζοντας στο αμφισβητούμενης κυριαρχίας σύμπλεγμα των νησίδων Σπράτλι, στη Νότια Σινική Θάλασσα (η Κίνα τις έχει επεκτείνει τεχνητά και τις έχει μετατρέψει σε αεροναυτικές βάσεις***). Ας τελειώσουμε όμως με μια λίγο πιο εύθυμη νότα: το τελευταίο αυτό επεισόδιο της σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης, λίγες μόλις μέρες μετά τη συνάντηση Μπάιντεν-Σι στην Ινδονησία, έδωσε την ευκαιρία επανεμφάνισης της εξαφανισμένης και ξεχασμένης απ’ όλους αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις («πτώσεις σε δυσμένεια» δεν συμβαίνουν, βλέπετε, μόνο στην Κίνα και τη… Βόρεια Κορέα). Η οποία δήλωσε ότι η Κίνα έχει «ανεύθυνη συμπεριφορά». Αν μη τι άλλο, θυμηθήκαμε όλοι ότι οι ΗΠΑ έχουν και αντιπρόεδρο!
* Βλ. αντίστοιχα Ταραχώδες λοκντάουν (φύλλο 613) και «Νέα πληβειακή “ανταρσία” στην Κίνα» (φύλλο 614).
** Μεταξύ άλλων, «Καταπολέμηση της παραπληροφόρησης» και «Πώς εντοπίζονται οι θεωρίες συνωμοσίας» (ec.europa.eu).
*** Παραμένει τρικυμιώδης η Νότια Σινική Θάλασσα (φύλλο 349).
Στις πρόσφατες διαμαρτυρίες, πολλοί Κινέζοι κρατούσαν λευκές σελίδες. Ήταν, λένε Δυτικοί αναλυτές, ένας από τους «καινοτόμους τρόπους» που χρησιμοποίησαν οι διαμαρτυρόμενοι για να μην κατηγορηθούν από τις αρχές ή/και για να παρακάμψουν τη λογοκρισία. Η σύγκριση με παλιότερες εποχές, τότε που στην Κίνα βασίλευε «ο φόβος και ο τρόμος του μαοϊκού εξτρεμισμού», σε μια περίοδο «βίας και χάους», είναι αναπόφευκτη. Τότε, δηλαδή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, οποιοσδήποτε Κινέζος πολίτης μπορούσε να γράψει την άποψή του σε μια τεράστια εφημερίδα τοίχου και να την κολλήσει όπου έκρινε καλύτερο – χωρίς να ζητήσει την άδεια του Κόμματος και των αρχών (το αντίθετο: αν κομματικά ή κρατικά στελέχη επιχειρούσαν να τον εμποδίσουν, κινδύνευαν να βρουν μεγάλο μπελά). Αυτά ήταν τα περίφημα «ντατζεμπάο» της Πολιτιστικής Επανάστασης. Σήμερα, αφού γλίτωσαν από την «καταστροφική μανία» του μαοϊσμού, και μετατράπηκαν σε φτηνό εργατικό δυναμικό ή/και σε καταναλωτές προϊόντων που παράγονται στη χώρα τους αλλά τα πληρώνουν πανάκριβα διότι έχουν το λογότυπο μιας δυτικής φίρμας, οι Κινέζοι μπορούν να κραδαίνουν το πολύ-πολύ μια λευκή σελίδα Α4…
Περί υποχρεωτικής διαμονής σε κοιτώνες…
Δεν μπορεί κανείς να αντισταθεί στον πειρασμό να επισημάνει ότι η σύγχρονη κινεζική μέθοδος, της υποχρεωτικής διαμονής εκατοντάδων χιλιάδων εργατών σε κοιτώνες υπό καραντίνα, ανακαλεί στη μνήμη ομοιότητες με την καταναγκαστική πρόσδεση της εργατικής δύναμης στα βρετανικά εργοστάσια την εποχή της πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης. Στην περιοχή του Μάντσεστερ, για παράδειγμα, οι εργάτες της υφαντουργίας (μετέπειτα και άλλων κλάδων) υποχρεώνονταν από τους εργοδότες να διαμένουν σε άθλια οικιστικά συγκροτήματα-κοιτώνες που βρίσκονταν δίπλα στα εργοστάσια. Συχνά δεν είχαν το δικαίωμα εξόδου, παρά μόνο με άδεια του αφεντικού τους – σε αντίθετη περίπτωση, τιμωρούνταν αυστηρά. Τέτοιοι τόποι εργασίας και διαμονής υπάρχουν και σήμερα σε πολλές «αναπτυσσόμενες» χώρες.
Ο Φρίντριχ Ένγκελς χαρακτηρίζει τους εργατικούς κοιτώνες της εποχής του στην Αγγλία «στάβλους για ανθρώπους». Γράφει χαρακτηριστικά ότι «ο βιομήχανος αναγκάζει τους εργάτες, κάτω από τον κίνδυνο να απολυθούν, να κατοικούν σ’ αυτές τις κατοικίες, και να του πληρώνουν ένα νοίκι ασυνήθιστα υψηλό». Και αλλού, στο ίδιο βιβλίο: «Σ’ αυτές τις περιοχές ξαναβρίσκουμε τα σπίτια-υπνωτήρια… Ένα απ’ αυτά είχε μήκος 18 πόδια και φάρδος 15 [ΣτΜ: 25 τετραγωνικά] και η πρόβλεψη γι’ αυτό ήταν να δέχεται 42 άντρες και 14 αγόρια, δηλαδή 56 πρόσωπα, σε 14 κρεβάτια»*.
Ο Μάικ Πιτς έγραφε το 2009 στον Γκάρντιαν, για το ίδιο θέμα: «Οι αρχαιολόγοι αποκαλύπτουν μερικές από τις χειρότερες από αυτές τις παραγκουπόλεις, τα υπόγεια όπου οι άνθρωποι μοιράζονταν τα κρεβάτια ή κοιμόντουσαν στις πόρτες, ενώ τα γουρούνια έτρωγαν τα ανθρώπινα απόβλητα στα σοκάκια από πάνω… Λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πριν, αυτό το τμήμα του Μάντσεστερ, τότε η ατμομηχανή της βιομηχανικής επανάστασης, ήταν ό,τι πιο κοντινό στην επίγεια κόλαση… Στο τέλος της οδού Ντάντζικ υπήρχε μια περιοχή που έγινε παιδική χαρά τη δεκαετία του 1880. Εκεί απαγορευόταν η εκσκαφή και πώληση του χώματος για λίπασμα: περιείχε τους ομαδικούς τάφους περίπου 40.000 απόρων». Τι θα βρίσκουν και τι θα γράφουν οι Κινέζοι αρχαιολόγοι και δημοσιογράφοι μετά από έναν αιώνα, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε.
* «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», μέρος Β΄ (εκδόσεις «Μπάϋρον», 1974, σελ. 78 και 159 αντίστοιχα).