Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή
Άξια επαίνου αλλά και θαυμασμού είναι η πνευματική αλλά και η «χειροποίητη» εργασία του μικρού ανεξάρτητου εκδότη Κώστα Δεσποινιάδη που ζει στη Θεσσαλονίκη διευθύνοντας τις εκδόσεις Πανοπτικόν. Εκδόσεις μονοπρόσωπες, κατά κυριολεξία, καθώς ο Δεσποινιάδης τα κάνει όλα μονάχος: γράφει, διαβάζει χειρόγραφα, μεταφράζει, επιμελείται, επιλέγει εξώφυλλα, δέχεται και εκτελεί παραγγελίες κ.λπ. Η εμπλοκή του με το χώρο του βιβλίου ξεκίνησε πριν από 17 χρόνια με την έκδοση του περιοδικού πολιτικής φιλοσοφίας και κριτικής Πανοπτικόν και συνεχίζεται αδιάλειπτα ως τις μέρες μας με την κυκλοφορία σειράς σημαντικών αντιεμπορικών βιβλίων φιλοσοφικού και λογοτεχνικού στοχασμού. Τίποτα που να αξίζει δεν γίνεται εύκολα. Χρειάζεται υπομονή, επιμονή, πείσμα και αφοσίωση, (μας λέει ο ίδιος) ιδιότητες που ο Κώστας Δεσποινιαδης φαίνεται ότι διαθέτει σε αξιοζήλευτο επίπεδο.
Ξενίζει το γεγονός – ευχάριστα βέβαια – όταν ένα παιδί λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια αποφασίζει να γίνει εκδότης περιοδικού πολιτικής φιλοσοφίας. Τώρα που πέρασαν 17 χρόνια από εκείνο το – τολμηρό ομολογουμένως – ξεκίνημα, θα ήθελα να σας ρωτήσω: Πώς είναι δυνατόν ένας έφηβος σχεδόν, να διαθέτει την ώριμη, κριτική και πανοπτική ματιά που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα;
Ειλικρινά δεν έχω απάντηση. Πολύ περισσότερο που δεν υπήρχε καμιά οικογενειακή προϊστορία και μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλίο. Ευτυχώς δεν εξηγούνται όλα ορθολογικά στη ζωή.
Απ’ όσα έχετε κατά καιρούς αναφέρει ξεκινήσατε χωρίς κεφάλαιο την έκδοση του περιοδικού Πανοπτικόν καθώς και των βιβλίων που πλαισίωσαν στη συνέχεια την παρουσία του. Να συμπεράνουμε ότι ένας μικρός εκδότης ο οποίος μάλιστα λειτουργεί εκ πεποιθήσεως εκτός εμπορικού συστήματος μπορεί εύκολα να επιβιώσει στους καιρούς μας;
Η κοινωνία και οι εργαζόμενοι έχουν ηττηθεί κατά κράτος σε αυτή τη φάση, από ένα σύστημα που είναι ανελέητα ταξικό και όπως λέει το ρητό «ουαί τοις ηττημένοις». Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις και στον χώρο του βιβλίου, όπως σε ολόκληρη την κοινωνία.
Από κει και πέρα, τίποτα που να αξίζει δεν γίνεται εύκολα. Χρειάζεται υπομονή, επιμονή, πείσμα και αφοσίωση (ενδεχομένως και λίγη τύχη). Τα πράγματα για όλους τους εκδότες, μικρούς και μεγάλους, είναι πολύ δύσκολα. Ήταν και παλιότερα, τώρα το κακό απόγινε. Αλλά όσοι είχαν θητεία στη συνειδητή ολιγάρκεια από πριν, έχουν αυξημένες πιθανότητες να επιβιώσουν.
Αν λειτουργείς με συνέπεια και σοβαρότητα, πιστεύω ότι με τα χρόνια δημιουργείται μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που σιωπηλά στηρίζουν αυτό που κάνεις – δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μαθευτούν τα βιβλία ενός μικρού εκδότη, παρά μόνο η παλιά, καλή μέθοδος «στόμα με στόμα». Είναι μονόδρομος για όποιον δεν διαθέτει ή δεν θέλει να αποκτήσει προσβάσεις στα ΜΜΕ και απείρως πιο ουσιαστικό από την άμεσα ή έμμεσα εξαγορασμένη δήθεν γνώμη των δημοσιογράφων.
Πριν κλείσουμε την αναφορά στην προσωπική σας διαδρομή θα ήθελα μια ακόμη ερώτηση: Υπάρχουν σήμερα αξιόπιστα περιοδικά κ. Δεσποινιάδη που να ικανοποιούν τις πολιτικές και αισθητικές μας ανάγκες;
Η κρίση χτύπησε και τα ανεξάρτητα περιοδικά, γεγονός που σε συνδυασμό με την ευκολία του διαδικτύου, στρέφει τα πράγματα προς τα εκεί. Ωστόσο, υπάρχουν εστίες αντίστασης που αντέχουν. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα τέτοιο περιοδικό, θα έλεγα τις Σημειώσεις του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου και της υπόλοιπης παρέας των εκδόσεων Έρασμος. Κείμενα βαθυστόχαστα, υψηλών αισθητικών και πνευματικών απαιτήσεων, με μια συνέπεια και εντιμότητα που κρατά ανυποχώρητα, μισόν αιώνα σχεδόν.
Εκτός από εκδότης, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων, είστε και συγγραφέας. Με ποια κριτήρια επιλέγετε τους έλληνες συγγραφείς που εκδίδετε αλλά κι εκείνους που μεταφράζετε;
Τους μεν στοχαστές, με κριτήριο να έχουν κάτι ιδιαίτερο να πουν από μια ριζοσπαστική, ανατρεπτική σκοπιά, να μην είναι πληκτικοί και ξύλινοι, να προάγουν την κριτική σκέψη με τα γραπτά τους. Τους λογοτέχνες, με κριτήριο την αισθητική ποιότητα των γραπτών τους, τη λοξή ματιά και γραφή, τις κριτικές τους αποστάσεις από το λογοτεχνικό ανθυπο-στάρ σύστεμ, την εντιμότητα της προσωπικής διαδρομής τους.
Το πολύ τιμητικό για εμένα είναι ότι αυτοί (στην περίπτωση των ζώντων) εμπιστεύονται τα δημιουργήματά τους σε έναν μικρό οίκο που δεν έχει τα μέσα να τους προωθήσει. Έχω στο Πανοπτικόν συγγραφείς που επανειλημμένως έχουν δεχτεί κρούσεις από μεγαλύτερους εκδότες για «μεταγραφή» αλλά αρνούνται πεισματικά. Όπως καταλαβαίνετε, κάτι τέτοιο με τιμά και με συγκινεί.
Και μια τελευταία ερώτηση για το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο σας που έχει τίτλο Έξοδος Κινδύνου. Πώς θα περιγράφατε τον κίνδυνο τον οποίο πρέπει να αποφύγουμε και ποια τα εφόδια ώστε να δημιουργήσουμε την απολύτως πλέον αναγκαία ρωγμή;
Απαντώ αντιγράφοντας το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου μου που αναφέρατε: Ο Οσίπ Μαντελστάμ, ένα από τα εκατομμύρια τραγικά θύματα του αιώνα που πέρασε, αναφωνούσε προ-βλέποντας έντρομος τον 20ό αιώνα: Αιώνα μου θεριό μου / Ποιος θα τολμήσει / Στις κόρες των ματιών / Να σ’ αντικρίσει; Το ίδιο έχει κάθε λόγο να προαισθανθεί κάποιος και για τον αιώνα που διανύουμε.
Στον αιώνα-θεριό που ξεκίνησε, ο πόνος, οι ταλαιπωρίες, η οικονομική ένδεια, ακόμα και η φυσική εκμηδένιση θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Αν θέλουμε, όχι απλώς να βγούμε από την κρίση για να επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν, αλλά να γεννηθεί κάτι καινούργιο, κάτι που θα αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία, αυτό που μας χρειάζεται είναι συσσώρευση εκείνων των ιδεών που θα μπορέσουν να ξαναγεννήσουν την, κατά Μπλοχ, Αρχή της Ελπίδας.
Παραπέρα, αν θέλουμε να περιγράψουμε ακόμα πιο συγκεκριμένα αυτόν τον κίνδυνο, θα έλεγα ο αχαλίνωτος, τζογαδόρικος, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, το μακρύ του χέρι για τις βρώμικες δουλειές, ήτοι ο φασισμός σε όλες του τις εκφάνσεις και μεταμφιέσεις, και – λυπάμαι που το λέω – όλοι όσοι από ιδιοτέλεια ή από αφέλεια καλλιέργησαν και καλλιεργούν αυταπάτες για κοινοβουλευτικούς σωτήρες (ή για σωτήρες γενικώς). Το να λες ή να υπονοείς ότι μπορεί να υπάρξει «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» είναι σαν να λες ότι υπάρχει λύκος χορτοφάγος.