Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Ασημοκάπουλου
Του Λουκά Αξελού
Το βιβλίο του Βασίλη Ασημακόπουλου, Πορεία Αριστερά* αποτελείται από κείμενα διαφορετικής θεματικής και χαρακτήρα, γραμμένα στην κρίσιμη περίοδο 2012-2016, κάτω από το βάρος των γεγονότων που άλλαξαν τη ζωή μας.
Πρόκειται, λοιπόν, για σκόρπια κείμενα, επικεντρωμένα όμως θα έλεγα, στην αγωνία για το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου και της δυστυχούς και κατ’ επανάληψιν βιασθείσης Αριστεράς. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των κειμένων προσδιορίζει ώς ένα βαθμό και τον τρόπο προσέγγισής τους. Ως εκ τούτου, θα σταθώ σε ορισμένα σημεία, θετικής και όχι αρνητικής κριτικής, που αναδεικνύουν βασικές πτυχές της οπτικής και στάσης του Ασημακόπουλου.
Δύο στοιχεία βάζουν τη σφραγίδα τους στην όποια οπτική του Ασημακόπουλου. Το πρώτο είναι η πατριωτική-δημοκρατική-αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική εδραιωμένη πεποίθηση και κουλτούρα και το δεύτερο είναι η ενεργή συμμετοχή του στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα.
Ο Ασημακόπουλος εντάσσεται σε αυτό που στη διάρκεια του 20ού αιώνα αποκαλέσαμε αριστερή σοσιαλιστική οπτική, με ριζοσπαστικά, πατριωτικά, αντιιμπεριαλιστικά και αυτοδιαχειριστικά χαρακτηριστικά και που οι πηγές έμπνευσης ξεκινούσαν αφετηριακά από τον Ρήγα, για να εμβαπτιστούν σε πολλές από τις θέσεις της αριστερής πτέρυγας της Β΄ Διεθνούς και του καθόλου σοσιαλιστικού κινήματος, των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και των κινημάτων των άμεσων παραγωγών στις μητροπόλεις. Όλα τα παραπάνω, άμεσα ή έμμεσα, είναι αποτυπωμένα στον πολιτικό του λόγο. Λόγο διακριτό και διαφοροποιημένο από τον αγοραίο λαϊκοπασοκικό ή πασοκοεκσυγχρονιστικό λόγο. Ο Ασημακόπουλος είναι ένας από τους λίγους που εμπλουτίζουν δημιουργικά την πρότασή τους με οπτικές συγγραφέων άγνωστων ουσιαστικά στην πλειοψηφικά αγράμματη Αριστερά, όπως ο Κάουτσκυ, ο Χίλφρεντινγκ, ο Μπάσο, ο Λακλάου, ο Φεραγιόλι, ο Σουίζι, ο Σαμίρ Αμίν, ο Πέτρας, ο Γκράμσι, ο Νίκος Ψυρούκης και ιδιαίτερα ο Νίκος Πουλαντζάς, για τον οποίο θα επισημάνει:
«Συνήθως οι αναφορές στο έργο του Ν. Πουλαντζά γίνονται κατά κύριο λόγο με αφορμή τη θεωρία του για το κράτος στους μητροπολιτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, το κράτος έκτακτης ανάγκης, την πάλη των τάξεων. Οι αναλύσεις του για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και κυρίως τη σχέση μεταξύ μητροπολιτικών-κυριαρχούμενων κοινωνικών σχηματισμών, είναι εξ ίσου γόνιμες, αλλά λιγότερο γνωστές. Οι επίγονοι του πουλαντζικού έργου, πιθανόν λόγω ιδεολογικής επιλογής, αν δεν αποσιωπούν εντελώς, πάντως δεν εστιάζουν στη συγκεκριμένη διάσταση του έργου του».
Θλιβερό πλεονέκτημα
Έχοντας ελλειπτικά αναφερθεί στο «ιδεολογικό του προφίλ», θα σταθώ και στο δεύτερο, εξίσου σημαντικό, στοιχείο που τον χαρακτηρίζει. Την ένταξή του στις γραμμές του ΠΑΣΟΚ από το οποίο και αποστασιοποιήθηκε το 1999, κρατώντας όμως, όπως φάνηκε στη συνέχεια, το δικαίωμα της επ’ ωφελεία απογραφής.
Η τραυματική βίωση της πορείας του ΠΑΣΟΚ προς την πλήρη αφαλάτωση, του άφησε βαθιά τραύματα, αλλά και τον έκανε σοφότερο σε σχέση με την καινούργια του περιπέτεια στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό αποτυπώνεται στην επιστολή αποχώρησής του από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου επισημαίνει: «Όσοι προερχόμαστε από το ΠΑΣΟΚ, έχουμε ένα συγκριτικό (και ταυτόχρονα θλιβερό) πλεονέκτημα. Έχουμε ξαναδεί το έργο. Η διαφορά, κυρίως, βρίσκεται στην ταχύτητα της μεταμόρφωσης και αυτό κατά τη γνώμη μου οφείλεται στη διαφορά των ιστορικών, αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών. Τώρα πλέον το έργο ολοκληρώθηκε».
Ο Ασημακόπουλος γνωρίζει ότι το Πρώτη φορά Αριστερά είναι ανιστόρητο. Γιατί ο κάθε σοβαρός μελετητής γνωρίζει ότι η Πρώτη φορά συμβατή και συμβατική Αριστερά ήταν αυτή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 1981. Γεγονός ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα μετά 11/2 χρόνο διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η βίωση των φαινομένων μεταμορφισμού και κρατικοποίησης του κόμματος, που κράτησε κάποιο χρόνο στο ΠΑΣΟΚ, παίρνει χαρακτηριστικά «στιγμιαίου γεγονότος», από την ευρωλάγνα και απόλυτα ενσωματωμένη σε διαχειριστικές του συστήματος λογικές, ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Ασημακόπουλος ήτανε στο σημείο αυτό ένα βήμα πιο μπροστά.
Προερχόμενος από ένα ρεύμα με πατριωτικές, δημοκρατικές και αντιιμπεριαλιστικές ευαισθησίες, ο Ασημακόπουλος είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σχέση ανάμεσα στο εθνικό και κοινωνικό ζήτημα, αλλά και την ιδιαιτερότητα που αυτό αποκτά σε μια περίοδο σαν αυτή των μνημονίων, που μετέτρεψαν την Ελλάδα και την Κύπρο σε κράτη περιορισμένης κυριαρχίας.
Έχοντας έναν επαρκή ιδεολογικό εξοπλισμό, είναι σε θέση να αντιληφθεί τον ρόλο του Δημοκρατικού Πατριωτισμού, το δυνητικά απελευθερωτικό περιεχόμενο της εθνικής ιδεολογίας των υποτελών τάξεων, των υποτελών εθνών, απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και τα καταπιεστικά έθνη.
Γι’ αυτό θα διατυπώσει με σαφήνεια την άποψη ότι «το ελληνικό έθνος διαμορφώνεται στη διπλή του πάλη απέναντι σε οθωμανούς και δυτικούς ως έθνος καταπιεζόμενο-κυριαρχούμενο, ενώ το οθωμανικό-τουρκικό έθνος διαμορφώνεται ως έθνος καταπιεστικό-κυρίαρχο. Γι’ αυτό είναι ανιστόρητη η εξομοίωση των σχολικών βιβλίων ιστορίας. Γι’ αυτό άλλο ο Κολοκοτρώνης και άλλο ο Δράμαλης. Γι’ αυτό είναι εκτός τόπου και χρόνου η στάση ορισμένων στελεχών της ΣΥΡΙΖΑίικης Αριστεράς απέναντι στις παρελάσεις, μαθητικές ή στρατιωτικές. Οι εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα είναι εθνικοαπελευθερωτικές. Εορτάζουμε και τιμούμε την πάλη και την αντίσταση του ελληνικού λαού για την εθνική του ανεξαρτησία απέναντι σε κατακτητές και εισβολείς. Δεν εορτάζουμε, ούτε τιμούμε αποικιακούς, κατακτητικούς ή ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Γι’ αυτό και η 25η Μαρτίου, η Ελληνική Επανάσταση έχει σήμερα μια δραματική επικαιρότητα. Γιατί ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία είναι το κυρίαρχο ζήτημα στη χώρα. Και αυτό είναι υπόθεση των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων. Όλα τα υπόλοιπα έπονται».
Το βιβλίο δικαιολογημένα μπορεί να γεννήσει το ερώτημα πως ύστερα από την τραυματική εμπειρία του ΠΑΣΟΚ, ο συγγραφέας αλλά και όλοι όσοι από εμάς συγκρότησαν μια διακριτή αντιπολίτευση εντός του ΣΥΡΙΖΑ, υποπέσαμε στα ίδια ή περίπου στα ίδια λάθη.
Η απάντηση βρίσκεται στην πεποίθηση ότι θέλουμε, κατά πρώτο λόγο, να έχουμε λογική ενεργού πολίτη και όχι παθητικού σχολιαστή.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι όπως εμείς, έτσι και ο Ασημακόπουλος, συμφωνώντας με το γράμμα από τη φυλακή του ηγέτη του Κ.Κ. Γερμανίας Πάουλ Λέβι το 1920 θα είπε: «Θεωρούσα πάντοτε ότι είμαστε ξεκάθαροι στη συμφωνία μας στο εξής σημείο: Όταν ξεκινάει η δράση ακόμη και για ηλίθιους σκοπούς, συμμετέχουμε σε αυτήν τη δράση, ώστε με τα συνθήματά μας να την οδηγήσουμε πέρα από αυτούς τους ηλίθιους σκοπούς και ότι δεν τσιρίζουμε “μη σηκώσετε ούτε το δακτυλάκι σας” αν οι σκοποί αυτοί δεν μας ικανοποιούν».
Διότι το πράγμα ήταν απλό. Τα μνημόνια και η κατακρήμνιση εκατομμυρίων Ελλήνων σε καθεστώς φτώχειας, ανέχειας, ανεργίας και πείνας, διαμόρφωσαν δυνητικά μια νέα κοινωνική Αριστερά που αναζήτησε πολιτική διέξοδο. Αυτή ή θα την εύρισκε προς τα Δεξιά και τη βρήκε εν μέρει μέσω της Χρυσής Αυγής και των ΑΝΕΛ ή θα την εύρισκε προς τα Αριστερά. Και προς Αριστερά, δεδομένης της πολιτικής ανεπάρκειας του ΚΚΕ και των εξωκοινοβουλευτικών Αριστερών συσπειρώσεων, ως μόνη σχετικά επαρκής και ίσως ικανή δύναμη φάνταζε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Γι’ αυτό και βασανιστικά κάναμε αυτή την επιλογή και όχι γιατί μαγευτήκαμε από τον άσφαιρο δικαιωματισμό, τον σαλονάτο μαρξισμό, τον υποταγμένο διεθνοκοσμοπολιτισμό και την κοινωνική αναλγησία πολιτικών υποκειμένων σαν αυτά που «διακοσμούν» την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο.
* * * *
Τελειώνοντας, θεωρώ φρόνιμο να σταθώ σε κάποιες διατυπώσεις του ίδιου.
Η πρώτη, δίκην συμπεράσματος, επισημαίνει πως: «Η πάλη απέναντι στα μνημόνια και τον νεοφιλελευθερισμό, είναι πάλη απέναντι στους μηχανισμούς του (υπερ)ιμπεριαλισμού, όπως συγκεκριμένα εσωτερικεύεται και αρθρώνεται με την εγχώρια αστική τάξη, διαμορφώνοντας το εξαρτημένο καπιταλιστικό κράτος, είναι πάλη για την αποδέσμευση και έξοδο από την Ε.Ε. Είναι πάλη για την εθνική ανεξαρτησία. Που μόνον υπόθεση των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων μπορεί να είναι».
Η δεύτερη, έχει να κάνει με τη σημερινή αξιολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ: «Ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω ιδεολογικο-πολιτικής προέλευσης των κυρίαρχων ομαδοποιήσεών του (ευρωκομμουνιστική-ανανεωτική Αριστερά, προεδρική πλειοψηφία, 53- κ.λπ.), αλλά και ραγδαίας κρατικοποίησής του είναι οργανικό κόμμα της Ε.Ε. Αποτελεί δηλαδή έναν ιδεολογικό (και υλικό ως κράτος) μηχανισμό εσωτερίκευσης της ιμπεριαλιαστικής εξάρτησης της χώρας».
Η τρίτη επιβεβαιώνει την σε όλη τη διαδρομή του πίστη του Ασημακόπουλου στην αναγκαιότητα της σύνδεσης της πολιτικής με την ηθική: «Αδυνατώ προσωπικά να αρχίσω να σκέφτομαι και να μιλώ με τα επιχειρήματα των πολιτικοϊδεολογικών μου αντιπάλων. Το 1999 ήμουν 23 ετών όταν διαχώρισα την πορεία μου από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Δεν βρίσκω κανέναν απολύτως λόγο που να με κάνει στα 40 μου ν’ αναιρέσω αυτή την επιλογή. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συνθηκολόγησε, αλλά ο αγώνας απέναντι στα μνημόνια, την εξάρτηση και την υποταγή συνεχίζεται».
Η ολοκλήρωση ενός βιβλίου που δεν κρύβει τα κενά και τις αντιφάσεις του, γεννά αλλά και αφήνει πολλά ερωτηματικά και διλήμματα. Το μέγιστο όμως, κατά τη γνώμη μου, δίλημμα είναι αυτό που μας δημιουργεί ο φόβος μπροστά στην Ελευθερία. Ο καθείς μας ας στοχαστεί επ’ αυτού. Όμως όπως τονίζει ο Ασημακόπουλος, μεταφέροντάς μας τα λεγόμενα του Εντουάρντο Γκαλεάνο «Να ξέρετε, όμως, πως η ελευθερία τού να υπακούς δεν είναι ελευθερία. Το έθνος που υπακούει δεν είναι πια έθνος: είναι η ηχώ ξένων φωνών, είναι η σκιά άλλων σωμάτων».
*Πορεία Αριστερά. Επισημάνσεις και εκτιμήσεις για την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ και άλλες ιστορίες. Πρόλογος Δημήτρη Μπελαντή, Εκδ. Γόρδιος, 2016