Ένα πολύ νέο κορίτσι που είχα τη χαρά να ανακαλύψω χάρη στις εκδόσεις Στοχαστής όταν μόλις στα 24 της χρόνια κυκλοφόρησε το 2021 την πρώτη της ποιητική συλλογή το Amatum – 19 / Ημερολόγιο Ποίησης Μάρτιος 2020 – Δεκέμβριος 2020.
Την αρχική μου γνώμη για την πολύ ώριμη ποιητική της δουλειά ήρθε να επιβεβαιώσει με τη δεύτερη συλλογή τις «Βασικές αρχές κηπουρικής» που κυκλοφόρησε και πάλι από τις εκδόσεις Στοχαστής.
Κι αν και στο πρώτο ποίημα της συλλογής κλείνει με τους στίχους «Μερικές φορές/ Δεν χρειάζεται ποίηση», αποδεικνύει στη συνέχεια πως ναι, τη χρειαζόμαστε.
Όταν μπαίνει στην ουσία των πραγμάτων κι όταν με μερικούς στίχους καταφέρνει να μας συγκινήσει, να μας αφυπνίσει, να καθαρίσει το βλέμμα μας.
Η Αθηνά Αραπάκη σχολιάζει με τον δικό της μοναδικό τρόπο όσα ζούμε, όσα συμβαίνουν γύρω μας. Σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο.

Γιατί, Οι μεγάλοι έρωτες / Όταν μισεύουν / Γρατζουνάνε / Κάπως άγαρμπα
Γιατί, Πατρίδα μου / Είναι η ευκολία με την οποία με αγκαλιάζεις / Κάθε φορά / Που επιστρέφω
Όμως,
Το μεγαλύτερο λάθος του ανθρώπου / Του ανθρώπινου είδους / Είναι η προσπάθειά του / Να βαφτίζει / Τη μανία του για εξουσία / Δίκαιη ή / Σωτήρια / Και αν τη διακρίνει / -επιμελώς- / Από τη δίψα / των σαρκοβόρων για / Αίμα.
Κι έτσι:
Είναι δύσκολα / Τα χρόνια / Που διάλεξα να σ’ αγαπώ / Μα κάθε που σε κοιτώ / Φουντώνει μέσα μου η ανάγκη / Να πάμε / Τούτον τον κόσμο / Απ’ την άλλη
Στις «Βασικές αρχές κηπουρικής», το ποίημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, γράφεις «καλύτερα με ξηλωμένες ρίζες». Δεν χανόμαστε έτσι;
Όχι απαραίτητα. Το να ξηλώσει κανείς τις ρίζες του, τη σύνδεσή του, δηλαδή, με το παρελθόν, την οικογένεια και την ταυτότητα που είχε δημιουργήσει μέσα σε αυτή είναι τρομερά επίπονο. Μπορεί, όμως, να είναι και λυτρωτικό. Δυστυχώς, η ελληνική οικογένεια, στην παρούσα τουλάχιστον μορφή της, δεν είναι πάντα έτοιμη να αποδεχτεί τη μοναδικότητα των ατόμων. Πολλοί γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους με την αγωνία του τι θα πει ο γείτονας, με έγνοια να τα χωρέσουν σε καλούπια και καταπιεστικές κοινωνικές νόρμες. Όταν η ίδια σου η ρίζα σε απορρίπτει, σε θεωρεί ξένο σώμα, είτε λόγω του σεξουαλικού σου προσανατολισμού (όπως συμβαίνει στο ποίημα) είτε λόγω του τρόπου που επιλέγεις να ζήσεις τη ζωή σου, ίσως είναι καλύτερο να φεύγεις. Και να βρίσκεις, μέσα από αυτό το φευγιό, νέες ρίζες που τις έχεις και σε έχουν επιλέξει. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι ιδανικό. Είναι αναγκαίο.
Θα έλεγα πως δεν είναι πολιτικά «ουδέτερα» τα ποιήματα σου (αν και νομίζω κανένα ποίημα δεν είναι στην ουσία πολιτικά ουδέτερο) – εννοώ κατ’ επιλογήν. Ισχύει αυτό και σε ποιο βαθμό;
Ισχύει. Δεν μπορεί να είναι πολιτικά «ουδέτερη» η ποίησή μου, γιατί δεν είμαι εγώ η ίδια πολιτικά ουδέτερη. Η γραφή μου έχει αρκετά έντονο το ερωτικό στοιχείο, όμως, πάντα στηρίζεται σε βιώματά και άρα δεν μπορεί να αποκοπεί από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής ή από το πώς συνδέομαι εγώ ως Αθηνά με τον Άλλον. Με τις γυναίκες που δολοφονούνται, τους πρόσφυγες, με όσους αντιστέκονται σε αυτά τα αδιανόητα που συμβαίνουν. Τι θέση παίρνω; Αυτό, είναι φυσικά, βαθύτατα προσωπικό, αλλά σχετίζεται και με το εδώ και το τώρα, το συλλογικό. Για μένα, τα πάντα είναι πολιτικά. Ακόμη και το που επιλέγουμε να πιούμε τον καφέ μας ή ποια παράσταση θα κλείσουμε να δούμε στο θέατρο. Άρα πώς γίνεται να μην είναι πολιτικός και ο τρόπος που θα εκφραστώ; Αν έβλεπα τα πράγματα διαφορετικά, θα έγραφα άλλα ποιήματα.
«Παρ’ ότι οι λέξεις με απογοητεύουν επιμένω να τις αγκαλιάζω», γράφεις. Πιστεύεις πως μ’ αυτές μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα;
Μακάρι να μπορούσα. Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Είναι, όμως, κάτι που με απασχολεί συστηματικά. Τι είναι αρκετό; Δραστικό; Με τι μέσα μπορώ να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου; Ποιες πράξεις έχουν σημαντικό αντίκτυπο; Οι καιροί αλλάζουν συνεχώς, οπότε νιώθω ότι πρέπει και εμείς να εφευρίσκουμε τρόπους για να αντιστεκόμαστε στην ωμότητά τους. Οι λέξεις είναι σημαντικές, ναι. Είναι σημαντικό να τοποθετούμαστε, να διαδηλώνουμε, να λέμε τα πράγματα ως έχουν. Χρειάζονται όμως και πράξεις. Οργάνωση. Τρυφερότητα, στοργή, αλληλεγγύη.
Η δικιά σου η γενιά ποια σχέση έχει με την ποίηση; Υπάρχει χώρος για να ανθίσει;
Δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα, δυστυχώς. Γνωρίζω ότι το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα είναι συρρικνωμένο, και ότι η ποίηση, με καθαρά εμπορικούς όρους, δεν πουλάει. Ίσως, μάλιστα, και να παράγουμε περισσότερες συλλογές από όσες μπορούμε να απορροφήσουμε. Αυτό από μόνο του, γεννάει προβληματισμούς. Από την άλλη, υπάρχουν πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, κάποια από αυτά ανεξάρτητα, που δίνουν χώρο σε τρομερά αξιόλογες ποιητικές φωνές. Υπάρχουν φεστιβάλ. Αυτά τα εγχειρήματα τα τρέχουν άτομα της γενιάς μου ή άτομα πολύ κοντά σε μένα ηλικιακά. Στον κύκλο μου, ναι, συζητάμε για ποίηση, διαβάζουμε, πειραματιζόμαστε, συνδεόμαστε μέσα από τις λέξεις. Έξω από αυτόν, η ποίηση περισσεύει. Είναι η εποχή τέτοια. Κυνική. Τεχνοκρατική. Δεν μας επιτρέπεται να γράφουμε, γιατί, κοινωνικοπολιτικά, δεν μας επιτρέπεται να υπάρξουμε εάν δεν είμαστε χρήσιμοι στην αγορά, αν δεν εργαζόμαστε για να πληρώσουμε το νοίκι ή να καταναλώσουμε. Όποιος θέλει να ασχοληθεί σοβαρά με οποιαδήποτε μορφή τέχνης στη χώρα μας το κάνει, θεωρώ, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Και το κάνει με προσωπικό, πολλές φορές ακόμη και οικονομικό κόστος. Οπότε όχι, χώρος για να ανθίσει η ποίηση δεν βλέπω να υπάρχει. Πάντα θα ανθίζει, παρόλα αυτά.
Αγαπάνε πραγματικά αλλιώτικα οι ποιητές;
Αγαπάνε αλλιώτικα τα άτομα που είναι ανοιχτά στη σύνδεση και τη συνάντηση. Όσοι επιλέγουν να ακούνε το συναίσθημά τους και την ηθική ή την ιδεολογία τους, ακόμη και αν δεν υπάρχει κάποιο λογικό επιχείρημα που να υποστηρίζει επαρκώς αυτή τους την επιλογή. Μπορεί να είναι ποιητές, μπορεί και όχι. Δίνονται όμως συνειδητά και με μια καθαρότητα στα πράγματα και αυτό με συγκινεί βαθιά.