του Γιώργη Έξαρχου
Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε
τιμολόγια στο ρεύμα, δεν τα βλέπετε καλέ
δεν τα βλέ-, δεν τα βλέπετε καλέ
πόσο άγρια μας δουλεύουν, δεν τα βλέπετε καλέ
και τα φώτα μας αλλάζουν, δεν το βλέπετε καλέ!…
***
Σε κάναν καταναλωτή, ω δύστυχε πολίτη
ούτε για σκύλο σε περνούν, «κανίς» ή και «κοπρίτη»
αλλά για κάτι χθόνιο, μυρμήγκι ή σκουλήκι
στον δρόμο για να σε πατούν, ή να σε τρώνε οι λύκοι∙
κι έτσι να μην αναζητάς, στον ήλιο άσπρη μοίρα
η τύχη σου είναι γνωστή: «μαύρη και κακομοίρα»∙
δεν νοιάζεται ποτέ αν ζεις, ούτε και αν πεθαίνεις
σε θέλει «στήλη άλατος», να μην καταλαβαίνεις∙
να δέχεσαι αβίαστα, όσα σου επιβάλλουν
ποτέ σου να μη δυσφορείς, και την ψυχή σου αν βγάλουν!…
***
Ελλείπουν και οι ποιητές, δεν έχουμ’ έναν Ρήγα
να γράφει ύμνους-θούρια, για λεύτερη πατρίδα
να εισηγείται σύνταγμα, για ενεργούς πολίτες
με παραπόδα τ’ άρματα, φύλακες και οπλίτες∙
ανάγκη για επανάσταση, μ’ ελεύθερους ανθρώπους
με Νέο Διαφωτισμό, και όχι καιροσκόπους
που ’χουν την ψυχωφέλεια, πάνω από τα κέρδη
και την αξιοπρέπεια, κανείς να μη μας «πέρδει»∙
να ’μαστε αλήθεια άνθρωποι, όχι φτωχοί επαίτες
και ούτε υποζύγια σ’ ερήμους και σε στέπες∙
να παύσουν οι πασίγνωστοι, κλέφτες και οφειλέτες
να κλέβουν τον ιδρώτα μας, για τις δικές τους τσέπες!…
***
«Αχ, πατρίδα μου καημένη», τι ’ναι αυτός ο συρφετός
που απ’ τους ψεύτες και καπάτσους υποφέρει ο λαός
και ανέχεται «κομπάρσους» να ’ναι «πρωταγωνιστές»
«δημοκρατικά εκλεγμένους» να μας κλέβουν σαν ληστές∙
όποιος πάει δε στην κάλπη, ποιον ψηφίζει δεν γνωρίζει
κι ούτε τον ενδιαφέρει, ποιος το μέλλον του θα ορίζει…
«Αχ, πατρίδα μου καημένη», στην Ελλάδα «αλλοδαπός»
ένας ξένος έχω γίνει, Έλλην και «σβησμένο φως»∙
ποιος τα οράματα μας κλέβει και μας κάνει δουλικούς
και ποιος δαίμονας μας θέλει των αχρείων «αυλικούς»;!…
***
Ας φυσήξει άλλος αγέρας, μες στη νέα την χρονιά
για τα δικαιώματά μας, τώρα ας βγούμε παγανιά…