Δείτε εδώ το Μέρος α΄
Τη χρονιά που μετά από ζυμώσεις και ωρίμαση απροσδιορίστου χρόνου βγήκε το «ντέφι», αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος, καταργήθηκαν οι αντεργατικές διατάξεις του ν. 330 και ψηφίστηκε ο νόμος-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια. Χωρίς την ίδια βαρύτητα, αλλά όχι μικρότερη ψυχολογική και συμβολική σημασία, καταργήθηκαν οι μαθητικές ποδιές και το αποκρουστικό «κούρεμα γουλί» στο στρατό, μετονομάστηκε η Υπηρεσία Ενημέρωσης Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ) σε ΕΡΤ2 και δημιουργήθηκε το υφυπουργείο Νέας Γενιάς.
Ήταν μια χρονιά με ασυνήθιστες διεθνείς επιτυχίες Ελλήνων, όπως το πανευρωπαϊκό χρυσό μετάλλιο της Άννας Βερούλη και το παγκόσμιο ρεκόρ της Σοφίας Σακοράφα στον ακοντισμό, αλλά και το Όσκαρ στον Βαγγέλη Παπαθανασίου για την μουσική του στην ταινία «Δρόμοι της φωτιάς». Ήταν, όμως, και μια χρονιά με φοβερές φωτιές και ένα αφόρητο καύσωνα που προκάλεσαν μεγάλες φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες απώλειες. Αλλά και η φωτιά που έκαψε το Ρεξ στην Πανεπιστημίου μύριζε από μακριά…
Μία τάση κατάργησης των ανελεύθερων νόμων διέπνεε το νομοθετικό έργο, αλλά οι μηχανισμοί της συντήρησης αντιδρούσαν προσπαθώντας να θέσουν όρια. Η απαγόρευση κυκλοφορίας και η κατάσχεση του δίσκου των Μουσικών Ταξιαρχιών που περιείχε το τραγούδι με τη φράση «Κι εγώ σ’ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου», εξελίχθηκε σε σίριαλ αστυνομικών και δικαστικών διώξεων. Έτρεχα ως μάρτυρας υπεράσπισης του Τζίμη Πανούση σε μέρη σαν τη Χίο και την Κόρινθο, που οι τοπικοί εισαγγελείς ασκούσαν ποινικές διώξεις και έστηναν δίκες σε κάθε περιοχή ξεχωριστά! Αλλά ακόμα πιο ψυχοβγαλτική ήταν η «περιπέτεια» -που έζησα από κοντά- της προβληματικής συνεργασίας Άκη Πάνου – Γιώργου Νταλάρα για την ηχογράφηση και έκδοση των τραγουδιών του δίσκου «Θέλω να τα πω».
Ανεξάρτητα, όμως, από τα εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδηθούν για να ολοκληρωθεί και να βγει αυτός ο δίσκος, το τραγούδι με τίτλο «Χαροκόπου 1942-1953» που ξεχώρισε και έγινε στίχος αναφοράς, «εφτά νομά σ’ ένα δωμά…», ήταν μέρος ενός καταπληκτικού σε μουσικές, στίχους και νοήματα κύκλου τραγουδιών που ο Άκης πολύ θα ήθελε να τα ερμήνευε ο Στέλιος Καζαντζίδης («Θέλω να τα πω», «Ο δρόμος είναι δρόμος» κ.ά.). Σε μια εποχή που δεν έλειψαν καθόλου τα τραγούδια που τη σημάδεψαν. Αναμφίβολα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν «σεζόν» του Χρήστου Νικολόπουλου και του Μανώλη Ρασούλη. Με τραγούδια όπως «Αν πεθάνει μια αγάπη» και «Ζήλεια μου» που τραγούδησε η Χαρούλα Αλεξίου, «Παίξε Χρήστο επειγόντως» η Ελένη Βιτάλη και «Με τα φώτα νυσταγμένα (οι νταλίκες)» ο αδερφός της Χαρούλας Γιώργος Σαρρής, ο Μανώλης είχε αναπληρώσει λίαν επιτυχώς την απομάκρυνση του Νίκου Ξυδάκη σε πιο έντεχνους δρόμους με την πιο λαϊκή φλέβα του Νικολόπουλου. Να σημειωθεί ότι η Αλεξίου έριξε άλλο ένα πολύ δυνατό χαρτί: τραγούδησε σε δεύτερη εκτέλεση «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» και, όπως η Γλυκερία με το «Μπαγλαμαδάκι», ανέδειξε ένα από τα τραγούδια που δικαιωματικά θα γίνονταν στα χρόνια που ακολούθησαν σήμα κατατεθέν του Νίκου Παπάζογλου.
Στα πιο λαϊκά στρώματα, τα ωραία νεολαϊκά τραγούδια είχαν να ανταγωνιστούν μερικά μεγάλα σουξέ από σχετικά άγνωστους δημιουργούς. Το τραγούδι «Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;», από τα χείλη του νεαρού Γιώργου Σαλαμπάση, έγινε πανελλήνιο σλόγκαν και μαζί με το «Να πεθάνουν οι γυναίκες» που λανσάρισε ο Λευτέρης Πανταζής, κυκλοφόρησαν σε εκατομμύρια κασέτες και τραγουδήθηκαν κατά κόρον στις επιθεωρήσεις και τα αναψυκτήρια.
Τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά της δεκαετίας του ’50, ήταν επίσης στα φόρτε τους και μερικοί βασικοί εκπρόσωποι του είδους, ο Μπάμπης Γκολές, η Οπισθοδρομική Κομπανία, το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης με τον Αγάθωνα Ιακωβίδη και η Αθηναϊκή Κομπανία από το Χαϊδάρι, έβγαλαν πολύ καλούς, σε επιλογή και εκτέλεση τραγουδιών, δίσκους 33 στροφών.
Στην Πλάκα, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ο Οδυσσέας Μοσχονάς και ο Κώστας Ρούκουνας, σε υπόληψη πλέον από ένα κοινό κάθε ηλικίας, αλλά οικονομικά όχι στην καλύτερη κατάσταση, έκαναν μια βραδιά στο «Σούσουρο», για να στηρίξουν τον συνάδελφό τους Γιάννη Κυριαζή, τον «τζέντλεμαν» του ρεμπέτικου, που «έφευγε» μέσα στο καλοσιδερωμένο του κοστούμι και τα καλογυαλισμένα του παπούτσια.
Αλλά και στο χώρο του λεγόμενου έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, κυκλοφόρησαν με απήχηση το «Κύριε των δυνάμεων» του Σταμάτη Σπανουδάκη, το «Κέντρο διερχομένων» του Νίκου Μαμαγκάκη σε στίχους του Γιώργου Ιωάννου και ο δίσκος «Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά Λιβανελί». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σπανουδάκης χρησιμοποίησε τη Βιτάλη και ο Μαμαγκάκης την Ελευθερία Αρβανιτάκη που τότε ήταν η τραγουδίστρια της Οπισθοδρομικής. Αντιθέτως, ο Μάνος Χατζιδάκις είδε την «Πορνογραφία» του να κατεβαίνει πρόωρα από τη θεατρική σκηνή και ο Μάνος Λοΐζος που μας είχε κρατήσει πολύτιμη συντροφιά από τη δεκαετία του 1960 με τα ευαίσθητα τραγούδια του, ξεψυχούσε σε ένα νοσοκομείο της Μόσχας… Στην Αθήνα γιορτάσαμε τα 10 χρόνια του «Αντί» με συναυλίες στο μισογκρεμισμένο κτήριο του παγοποιείου του ΦΙΞ στα Πατήσια… Για την επερχόμενη λαίλαπα του CD-CD player που εκείνη τη χρονιά έκανε την παρθενική του εμφάνιση στη Γερμανία και την Ιαπωνία, ήμασταν ακόμα ανύποπτοι.
Αυτά συνέβαιναν τότε…
Στην Ελλάδα, που ποτέ δεν συμβάδιζε με τις εξελίξεις στην Ευρώπη, γιατί τα γεγονότα άλλοτε προηγούνταν κι άλλοτε έπονταν, πέρα από τις κατά καιρούς έξωθεν επιβαλλόμενες αναγκαστικές προσαρμογές, η εγκατάσταση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ευνοήθηκε από διάφορους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες. Η έναρξη της 15ετούς θητείας του Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία, η πολυετής διακυβέρνηση της Γερμανίας από τους Σοσιαλδημοκράτες του Χέλμουτ Σμιτ που είχε προηγηθεί, η νίκη των Σοσιαλιστών του Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία και η επιστροφή του Ούλαφ Πάλμε στον πρωθυπουργικό θώκο της Σουηδίας, πρόσφεραν έτοιμα μοντέλα πολιτικού προγράμματος και δημιουργούσαν ένα περιβάλλον ασφαλείας για τον Αντρέα Παπανδρέου και τους νεόκοπους υπουργούς του που επαγγέλονταν ανεξαρτησία, εκδημοκρατισμό, εθνικοποιήσεις και αναδιανομή του πλούτου.
Τότε, κανείς δεν είχε φανταστεί την επίδραση που πολύ γρήγορα θα είχε σε όλο το φάσμα του δυτικού κόσμου η εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν που έδεσε με την Μάργκαρετ Θάτσερ η οποία είχε αρχίσει να επιβάλλει με επιθετικό τρόπο το νέο πρόσωπο του δυτικού καπιταλισμού. Ο θάνατος του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, και του Μιχαήλ Σουσλώφ, και η αναπλήρωσή του από τον Γιούρι Αντρόπωφ, χωρίς να είναι ακόμα αντιληπτό, άνοιγαν το δρόμο για τον Γκορμπατσόφ και την επακόλουθη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού μπλοκ, αλλά και την εξαΰλωση των κομμουνιστικών και την αποαριστεροποίηση των σοσιαλιστικών κομμάτων της Ευρώπης. Και ακόμα πιο δυσανάγνωστα ήταν τα σποραδικά μηνύματα από την Κίνα που έσπαγε το φράγμα του ενός δισεκατομμυρίου κατοίκων και, με ένα νέο Σύνταγμα, ετοιμαζόταν αθόρυβα για το επόμενο αισθητό της βήμα στο παγκόσμιο προσκήνιο.
Η Θάτσερ έδειξε ότι δεν αστειεύεται όχι μόνο εξουθενώνοντας τις οργανωμένες δυνάμεις της εργατικής τάξης της Βρετανίας, αλλά εξαπολύοντας και τον πόλεμο εναντίον της Αργεντινής, με χίλιους νεκρούς και μεγάλα πολεμικά πλοία των αντιμαχόμενων δυνάμεων βυθισμένα γύρω από τα νησιά Φόκλαντς. Ούτε αυτή ούτε ο χολιγουντιανός πρόεδρος πτοήθηκαν από τις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στους πυραύλους και τα πυρηνικά που εκδηλώθηκαν στην Αγγλία και την Αμερική. Και, βέβαια, η Θάτσερ χρησιμοποίησε το θάνατο οκτώ στρατιωτών από τις βόμβες που έβαλε ο ΙΡΑ στο Λονδίνο για να καταστείλει με ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα τον αγώνα στη Βόρεια Ιρλανδία για ανεξαρτησία και κυριαρχία.
Η Θάτσερ είχε καταφέρει με την αποφασιστικότητα και τον αυταρχισμό να επιβάλλει τη θέση ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος, άλλη εναλλακτική λύση από το δική της, της λιτότητας και της απορρύθμισης. Τρία εκατομμύρια άνεργοι δεν νομιμοποιούνταν να έχουν απαιτήσεις. Η πνιγμένη φωνή των λαϊκών στρωμάτων βρήκε την αυθόρμητη έκφρασή της στο Μπρίστολ που ξεσηκώθηκαν οι νέοι και τα έκαναν λίμπα. Αυτό που οι Clash εκφράσανε με το Combat Rock.
Στις ΗΠΑ, κανείς δεν παρατήρησε ότι αποσυρόταν από την ενεργό δράση ο Captain Beefheart, ένας από τους πιο πρωτοποριακούς -μαζί με τον Frank Zappa- καλλιτέχνες της εναλλακτικής ροκ σκηνής. Η βιομηχανία του θεάματος ακροάματος είχε υλικό για κάθε ανάγκη. Μπορεί ο Μάικλ Τζάκσον με το Thriller να επιβεβαίωσε την ανωτερότητα των μαύρων στις μουσικές καινοτομίες, αλλά ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με την ταινία του «Ε.Τ.» έστρεφε την προσοχή της κοινωνίας στους εξωγήινους και ο Σιλβέστερ Σταλόνε ως «Ράμπο» ξεκινούσε την αποενοχοποίηση των Αμερικάνων για τα φρικτά εγκλήματα που είχαν διαπράξει στην Ινδοκίνα.
Κατά τ’ άλλα, όσοι αγαπούσαμε τη λογοτεχνία, τη μουσική και το σινεμά, αισθανόμασταν τις απώλειες των Λουί Αραγκόν, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Τζον Μπελούσι, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Γκρέις Κέλι, Ρόμι Σνάιντερ και των σπουδαίων μουσικών Λάιτνιν’ Χόπκινς και Τελόνιους Μονκ. Ήταν η χρονιά που ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές μάς αποζημίωνε με τα «100 χρόνια μοναξιάς» και κέρδιζε το Νόμπελ λογοτεχνίας…
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πεπραγμένα της νέας κυβέρνησης Παπανδρέου ήταν η μεταφορά των Παλαιστινίων μαχητών με τον Γιασέρ Αραφάτ από το Λίβανο στην Τυνησία με ελληνικό πλοίο. Ένα παράπλευρο αποτέλεσμα της φονικής εισβολής του Ισραήλ που εκδηλώθηκε γενοκτονικά με την υπόθαλψη της σφαγής των Παλαιστινίων προσφύγων στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα από τους συνεργάτες του Αριέλ Σαρόν χριστιανούς φαλαγγίτες. Και ήταν ακόμα η εποχή που οι ειρηνιστές Εβραίοι μπορούσαν να κινητοποιούσαν εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στο Τελ Αβίβ εναντίον των πολεμοχαρών ηγετών του Ισραήλ.
Εμείς, γαλουχημένοι με τα επαναστατικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου, αλλά και τις εξεγέρσεις του αντιπολεμικού κινήματος, της Πολιτιστικής Επανάστασης, του Γαλλικού Μάη, της Άνοιξης της Πράγας και του Πολυτεχνείου, είχαμε υποστεί την ψυχρολουσία της μεταπολίτευσης, που η δυναμική των αριστερών σχημάτων δεν μπόρεσε να συνδεθεί με τη δυναμική της κοινωνίας. Είχαμε, όμως, το ατού ότι δεν είχαμε ποτέ υποτιμήσει ή αποσυρθεί από τα ρεύματα που δημιουργούσε ο συνδυασμός πολιτικής και πολιτισμού. Έτσι, όταν τα καθαρά πολιτικά μορφώματα εξάντλησαν τα όρια ζωής τους, εμείς συνεχίσαμε απτόητοι την πολιτική μας δράση στα πεδία του πολιτισμού.
Συλλογικότητα και πλουραλισμός
Το στίγμα που είχε το «ντέφι» ήταν τολμηρό και σαφές. Δεν είχαμε ταμπού και θέλαμε να αναδείξουμε ό,τι καλύτερο ξεχώριζε, καθώς και ό,τι άλλο σηματοδοτούσε τον «περιβάλλοντα χώρο» που κινούμασταν, ζούσαμε και αντλούσαμε υλικό για επεξεργασία και αναψυχή. Και, βέβαια, ταυτόχρονα, θέλαμε να διατυπώσουμε το δικό μας λόγο μέσα από ένα συλλογικό βήμα, γιατί σε ατομικό επίπεδο από κανέναν δεν έλειπε η προσωπική έκφραση. Άλλος έπαιζε μουσική, άλλος ζωγράφιζε, άλλος έγραφε βιβλία, άλλος έκανε ταινίες, άλλος μιλούσε στο ραδιόφωνο κ.ο.κ.
Τα τραγούδια έχουν αυτοτελή αξία, αλλά είναι και αναπόσπαστα μέρη ενός πολύ πιο σύνθετου περιβάλλοντος, έχουν ρίζες βαθύτερες, απεικονίζουν εποχές, βιώματα και καταστάσεις επίκαιρες και εμπεριέχουν μικροστοιχεία από το μέλλον, ίχνη που μπορεί να εντοπίσει ένας ψιλιασμένος ακροατής.
Με αυτή την αντίληψη, για να μην εκλαμβάνει ο αναγνώστης το ελληνικό τραγούδι ούτε ως μοναδικό στον κόσμο ούτε ως κάτι που είναι ανεπηρέαστο από τα κοινωνικά φαινόμενα και τις άλλες μορφές τέχνης μέσα κι έξω από την ελληνική επικράτεια, η πλατφόρμα μας ήταν πολύ ανοιχτή. Για παράδειγμα, ο Νίκος Παπάζογλου όταν εντόπισε ένα ενδιαφέρον κείμενο για τον Φρανκ Ζάππα, το μετέφρασε και μας το έστειλε για δημοσίευση. Πίσω από κάθε κείμενο υπήρχε φανερή ή κρυμμένη μια ταυτότητα αντιλήψεων.
Δημοσιεύσαμε πρωτότυπες συνεντεύξεις με τον λυράρη Κώστα Μουντάκη, τον κλαρινίστα Βάιο Μαλλιάρα, τον ντεφιτζή Μάνθο Χαλκιά Σταυρόπουλο, τον στιχουργό Βασίλη Παπαδόπουλο, τον μπουζουξή Θύμιο Στουραΐτη, τον στιχουργό Χρήστο Κολοκοτρώνη, τον ιδρυτή του συγκροτήματος «Βόσπορος» Νικηφόρο Μεταξά από την Κωνσταντινούπολη, τον Ιρλανδό μουσικό Ross Daly από την Κρήτη, τον μουσικό των Καφέ Αμάν Αμέρικα Jim Karras, τον εκδότη Σταύρο Πετσόπουλο («Άγρα»), τους συγγραφείς Βασίλη Βασιλικό, Θωμά Κοροβίνη και Γιώργη Παπάζογλου, την αθλήτρια Σοφία Σακοράφα, τον μουσικολόγο Μάρκο Δραγούμη (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών), τον ιστορικό Λεωνίδα Εμπειρίκο, τον Ιταλό πολιτικό Μάρκο Πανέλλα, τον συλλέκτη δίσκων Jim Pallis, τους ιστορικούς Νίκο Ψυρούκη, Βασίλη Σφυρόερα και Βασίλη Παναγιωτόπουλο, τον Τζίμη Πανούση, τη Γλυκερία, την Ελένη Τσαλιγοπούλου, αλλά και με τους τζαζίστες Archie Shepp και Elvin Jones, τον μπλουζίστα John Hammond, τους αφρικανούς μουσικούς Ray Lema, King Sunny Ade και Hugh Masekela, τον Ισπανό κιθαρίστα του φλαμένκο Serranito κ.ά.
Τα σχόλια και τα άρθρα του Άκη Πάνου, του Τάσου Φαληρέα και του Μανώλη Ρασούλη άνοιξαν μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Η χούντα είχε τραυματίσει βαριά την αντίληψή μας για το δημοτικό τραγούδι και οι αστικές προλήψεις είχαν ρίξει στο πυρ το εξώτερο τα λαϊκά τραγούδια της Ομόνοιας. Εμείς δεν αφήσαμε πανηγύρι για πανηγύρι και μπουζουξίδικο για μπουζουξίδικο εντός και εκτός της περιφέρειας πρωτευούσης. Και μέσα από τις τρύπες βγάζαμε λαγούς.
Κάναμε πολυσέλιδα αφιερώματα για τον Μάρκο Βαμβακάρη και την Χαρούλα Αλεξίου, για τη μουσική και την κουλτούρα της Μικράς Ασίας, για τις διεθνείς εκδηλώσεις στο νησί της Χάλκης, για τους οργανοποιούς και τις κιθάρες, για το ελληνικό τραγούδι στη Φινλανδία και το Ισραήλ, αλλά και για τη δισκογραφία του ελληνικού ροκ και για το τι παίζεται και τι θάβεται από το κρατικό ραδιόφωνο. Συν άρθρα για τους Lucio Dalla, James Brown, Van Morrison, Def Jam κ.ά. και μεταφράσεις εναλλακτικών κειμένων για τους Jack Kerouac, Art Pepper, Bob Marley, Sid Vicious, John Belushi κ.ά.
Από την αναψηλάφησης της Ιστορίας του 1821 και του 1922 καταλήγαμε στην τρέχουσα επικαιρότητα και από τις τοπικές σκηνές στις μουσικές του κόσμου. Αιχμηρά σχόλια, αναλυτική δισκοπαρουσίαση και σελίδες ζωηρής αλληλογραφίας συμπλήρωναν την πολύμορφη ύλη κάθε τεύχους, με σοβαρότητα, αλλά και χιούμορ με κορυφαία τα σατιρικά κόμικς του αείμνηστου Γιάννη Καλαϊτζή.
Εν ολίγοις, μια εναλλακτική επισκόπηση και μια ανοιχτή παρέμβαση μιας μεγάλης παρέας ήταν το «ντέφι»…
Επ’ ώμου…
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας 1980, υπήρχε μόνο το κρατικό ραδιόφωνο που είχε επιλεκτική σχέση με ό,τι συνέβαινε έξω στην κοινωνία. Και οι μουσικές που έπαιζε ήταν πολύ φιλτραρισμένες. Εξάλλου, ακόμα λειτουργούσε ανομολόγητα η λογοκρισία και ο αποκλεισμός των τραγουδιών με βάση όχι μόνο το στίχο τους, αλλά και το ύφος και το είδος τους. Μάλιστα, η κατάργηση των εκπομπών που προσφέρονταν από τις εταιρίες δίσκων, άφησε εκτός ραδιοφώνου ένα πολύ μεγάλο μέρος του δημοφιλούς ρεπερτορίου.
Η προβολή των πολιτιστικών εκδηλώσεων, δράσεων και εκδόσεων, γινόταν αποκλειστικά μέσα από τις εφημερίδες και τα περιοδικά, τα οποία είχαν αθροιστικά μεγάλη κυκλοφορία και αποτελούσαν σχεδόν το μοναδικό μέσο για την ενημέρωση του κόσμου. Όταν, όμως, βγάλαμε το «ντέφι», την άνοιξη του 1982, είτε για λόγους επαγγελματικού ανταγωνισμού είτε γιατί δεν μας γούσταραν σαν άποψη και θέση, δεν πρόβαλαν καθόλου το εγχείρημά μας. Με εξαίρεση την «Ελευθεροτυπία», οι περισσότεροι αρχισυντάκτες και συντάκτες των πολιτιστικών σελίδων μάς αγνόησαν επιδεικτικά και ορισμένοι, οι ισχυρότεροι, περίμεναν την ευκαιρία για να μας βγάλουν τα μάτια, όπως φάνηκε στη συνέχεια.
Το ξέραμε από την αρχή ότι έπρεπε να παλέψουμε με τις δικές μας δυνάμεις, οι οποίες δεν ήταν αμελητέες. Είχαμε μια φοβερή φόρα που τίποτα δεν μπορούσε να την ανακόψει. Τυπώσαμε μεγάλο τιράζ και δώσαμε το περιοδικό στο πρακτορείο για διανομή σε όλη την Ελλάδα. Και δεν μείναμε σ’ αυτό. Παράλληλα, μόνοι μας, συνεργάτες και υποστηρικτές, κάναμε διανομή ενός όχι μικρού αριθμού αντιτύπων σε βιβλιοπωλεία, δισκάδικα και σε επιλεγμένα περίπτερα, σε κεντρικά σημεία, προσφέροντας ποσοστό μεγαλύτερο απ’ αυτό που έδινε το πρακτορείο Τύπου που κρατούσε τη μερίδα του λέοντος. Για παράδειγμα, ένα περίπτερο στην Κάνιγγος έδινε πάνω από διακόσια αντίτυπα. Πολύ καλές ήταν οι κυκλοφορίες και στα καλά βιβλιοπωλεία, όπως ο «Ιανός» στη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχα στέκια είχαμε σε αρκετές πόλεις. Βέβαια, αυτό σήμαινε πολύ τρέξιμο και χαμαλίκι, αλλά χάρη στον ενθουσιασμό των φίλων μας ανταποκριθήκαμε γρήγορα στα νέα καθήκοντα. Πέρα, όμως, από τις προσπάθειές μας, το περιοδικό έπιασε γιατί ήταν η ώρα του, υπήρχε η ανάγκη του και αρκούσε το κρέμασμα στα περίπτερα και η έκθεσή του πάνω στους πάγκους των βιβλιοπωλείων για να προσελκύσει και να αποκτήσει αναγνώστες. Ήταν πολλοί οι άνθρωποι σαν κι εμάς σε όλη την Ελλάδα που ένιωθαν να τους εκφράζει και να τους ικανοποιεί η «γραμμή» και η ύλη μας. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την απήχηση ενός νέου περιοδικού που κυκλοφορεί χωρίς διαφήμιση με τη φωτογραφία –σε μαύρο φόντο- ενός άγνωστου δημοτικού συγκροτήματος στο πρώτο του εξώφυλλο.
Αλλά δεν αρκεστήκαμε σ’ αυτό. Γράφαμε για τραγούδια και χορούς, αλλά χωρίς ήχο, χωρίς αληθινά όργανα, χωρίς ζωντανή μουσική, χωρίς ανθρώπους σε κίνηση -παίχτες και αποδέχτες, το εγχείρημα ήταν ανολοκλήρωτο. Κι εμείς ήμασταν άνθρωποι της δράσης, του «ζωντανού», απολαμβάναμε τη μουσική εκεί που παιζόταν και αυτό κυρίως αναδεικνύαμε μέσα από τα γραπτά μας. Γι’ αυτό, το επόμενο βήμα, δηλαδή το μεγάλο μας ραντεβού στο θέατρο του Λυκαβηττού, με φωνές και όργανα, και πολλές χιλιάδες φίλες και φίλους, δεν άργησε καθόλου…
(Δείτε: Μέρος γ’)
Στέλιος Ελληνιάδης