Η στάση του Υπουργείου είναι εξοργιστική. Σέρνει τους δασκάλους στα δικαστήρια για να μπορέσει να κάμψει τις αντιδράσεις και να εφαρμόσει την αξιολόγηση. Δεν είναι όμως για να «πέφτεις από τα σύννεφα». Όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρξε μεγάλη αποφασιστικότητα στο ξεχαρβάλωμα της Εκπαίδευσης αλλά και μια σειρά νόμοι που θωράκισαν την κυβέρνηση απέναντι σε ενδεχόμενες αντιστάσεις.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, τι επιλέχθηκε κυρίως από τα συνδικάτα της εκπαίδευσης, ΔΟΕ και ΟΛΜΕ; Ένας κλασσικός και εικονογραφημένος τρόπος αγώνα, με φρασεολογία υψηλών τόνων μα ελάχιστη πραγματική οργάνωση και προετοιμασία. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να εκτιμηθεί το πώς θα κυλήσουν τα πράγματα και σε τι πρακτικά μέτρα θα προχωρούσε το Υπουργείο. Κι όμως, από την αρχή υιοθετήθηκε μια γραμμή σχεδόν «δικαστικού αγώνα», με όλο το βάρος να πειστούν, καθηγητές και δάσκαλοι, ότι ο αγώνας μας δεν κινδυνεύει από τυχόν κυρώσεις. Με τους νομικούς συμβούλους στην πρωτοκαθεδρία, σαν να αγνοούταν το πόσο ναρκοθετημένο είναι πια το νομικό, δικαστικό πεδίο. Ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού αρκετών ήταν να φθαρεί όπως-όπως η κυβέρνηση παρά να δοθεί μια μεγάλη μάχη. «Είμαστε καλυμμένοι», «μη φοβάστε», «δε μασάμε» και πάρα πολλά «βλέπουμε». Να τρωθεί η κυβέρνηση για να δοθεί ένα ακόμα επιχείρημα στο «ψηφίστε μας για να…».
Η αλήθεια είναι ότι ούτε η ΔΟΕ ούτε η ΟΛΜΕ περίμεναν μια τέτοια δυναμική από τους εκπαιδευτικούς. Προϊόν τόσο της κατανόησης του τι φέρνει η αξιολόγηση αλλά και του θυμού για τη στάση του Υπουργείου. Έτσι, η συμμετοχή στην απεργία-αποχή, αλλά και στις κινητοποιήσεις τη μέρα της απεργίας ξεπέρασαν κατά πολύ τα συνηθισμένα πλαίσια. Έπρεπε λοιπόν το πράγμα «να μαζευτεί» πριν οδηγηθούμε σε καταστάσεις ανησυχητικές. Κι όταν λοιπόν το Εφετείο έκρινε παράνομη την απεργία, δόθηκε το σήμα της υποχώρησης.
Στη ΔΟΕ το ζήτημα έληξε νωρίς: Σταματάμε και συνεχίζουμε με εναλλακτικούς τρόπους. Στην ΟΛΜΕ τα πράγματα λειτούργησαν πιο μπερδεμένα. Κάποιοι έστριψαν με τη δικαιολογία ότι είναι μεγάλη ευθύνη η… παρανομία αλλά και με το επιχείρημα ότι η τυχόν συνέχεια θα απαιτούσε την απαράδεκτη αποδοχή από μέρους μας του νόμου Χατζηδάκη. Σουρεαλιστικό: Ζήσαμε το τι σημαίνει «καταπίνω στην πράξη τον νόμο Χατζηδάκη» χωρίς να τον εφαρμόζω! Αφού αυτός ακριβώς αξιοποιήθηκε για να χτυπηθεί η αποτελεσματικότητα του όπλου που λέγεται απεργία. Ξεκίνησε λοιπόν ένα γαϊτανάκι καταγγελιών ανάμεσα στις συνδικαλιστικές παρατάξεις για «πραξικοπήματα» και «αλλαγές αποφάσεων». Η αλήθεια είναι ότι όντως δεν υπήρχαν μαζικές συνελεύσεις με γραμμή «προχωράμε». Το πρόβλημα όμως ξεκινά όταν αυτό λειτουργεί ως νομιμοποίηση μιας υποχώρησης.
Υπάρχει ένα ερώτημα, μαζί πραγματικό και προβοκατόρικο: Μπορούν 8 πρόεδροι ΕΛΜΕ να σταματήσουν ένα «ποτάμι που δε γυρνάει πίσω πια»; Γιατί η πρόταση της «πολιτικής ανυπακοής», όχι σαν καταγγελία των νομιμοφρόνων, αλλά σαν πραγματικός, εξελισσόμενος αγώνας οφείλει να μετρηθεί στα σοβαρά με ορισμένα πράγματα και κατανοώντας ότι το παιχνίδι δεν μπορεί να παιχτεί με κλεφτοπόλεμους και με χρονικές καθυστερήσεις χωρίς προοπτική.
Αυτό είναι το βασικό ζήτημα. Από την αρχή έπρεπε να υπηρετηθεί με κάθε διαθέσιμο μέσο, το άνοιγμα του αγώνα στην κοινωνία. Να εφευρεθούν οι τρόποι ώστε η ίδια η κοινωνία να αρνηθεί την αξιολόγηση. Γιατί η απεργία των καθηγητών θα έμενε έτσι κι αλλιώς μόνη και χωρίς καύσιμα, όσο γονείς και μαθητές έμεναν αμέτοχοι. Αυτή είναι η ουσία του πολιτικού αγώνα και όχι το να λες πόσο κακιά είναι η κυβέρνηση. Γιατί όχι παντού «κοινές επιτροπές/συνελεύσεις ενάντια στην αξιολόγηση»; Γιατί όχι «πανελλαδικές ημέρες ενημέρωσης και δράσης για την Παιδεία»; Γιατί όχι προτροπή σε κάθε σύλλογο να ενημερώσει με τον δικό του προσωπικό τρόπο γονείς, μαθητές, τοπικές κοινωνίες;
Το μπλοκάρισμα της αξιολόγησης δε θα μπορούσε να γίνει τόσο απλά με μια αποχή και μια σχεδόν διοικητική άρνηση. Εύκολα όλα αυτά; Καθόλου. Τελείωσε η ιστορία; Σε καμιά περίπτωση.