Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*
Σε ένα άρθρο στο τέλος της χρονιάς ή έστω στην αρχή μιας καινούριας, καλείται ο συγγραφέας να κάνει απολογισμούς ή προβλέψεις με αισιοδοξία και καθαρό νου. Από εμένα θα αναμενόταν να αναφερθώ σε ζητήματα εκπαίδευσης ή γλώσσας και γλωσσολογίας, όπως στα περισσότερα σημειώματά μου στον Δρόμο.
Διάλεξα, λοιπόν, χωρίς μεγάλη αισιοδοξία αλλά με αρκετή βεβαιότητα ως σημαντικότερο εκπαιδευτικό γλωσσικό γεγονός της χρονιάς που πέρασε την ανακοίνωση της κατάργησης της διδασκαλίας της λατινικής από το ελληνικό σχολείο. Η υλοποίηση της εξαγγελίας δεν έχει ακόμη προχωρήσει και ελπίζω να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Δεν θα επαναλάβω τα επιχειρήματα εναντίον αυτής της κατάργησης, που ήδη έχουν εκτεθεί σε προηγούμενο άρθρο. Δεν θα προσπαθήσω να εξηγήσω τις ιδεολογικές προκείμενες αυτής της κίνησης από την κυβερνητική πλευρά. Δεν θα αναφερθώ στο ότι οι ριζοσπάστες εκπαιδευτικοί και οι συνδικαλιστικές ανακοινώσεις τους δεν θεώρησαν άξιο αναφοράς το ζήτημα και άφησαν τις «συντηρητικές» ενώσεις φιλολόγων να υπερασπίζονται το «βαρετό και άχρηστο μάθημα». Δεν θα ξοδέψω λέξεις για τα ανόητα ιντερνετικά σχόλια του τύπου «κι εγώ βαριόμουν τα λατινικά στο σχολείο».
Θα αναφερθώ σε δύο σημαντικότατες αναλύσεις του φαινομένου της γλώσσας, γραμμένες στη «βαρετή» λατινική. Η πρώτη είναι του Κικέρωνα (106-43 π.Χ.). Για τον Κικέρωνα στο έργο De Oratore σε κάθε γλωσσική εκφορά, σε κάθε χρήση της γλώσσας αντηχεί ως cantus obscurior, ως «σκοτεινό τραγούδι», μια άμορφη δεικτική φωνή. Η φωνή αυτή είναι η απώτερη μήτρα της γλώσσας. Επομένως, η πρώτη λειτουργία της γλώσσας είναι η δείξη. Ο ομφάλιος λώρος ανάμεσα στη λογική αναλυτική δομημένη πρόταση και τη δείξη δεν αποκόπτεται ποτέ.
Η δεύτερη ανάλυση είναι του ιερού Αυγουστίνου (354-430 μ.Χ.). Για τον ιερό Aυγουστίνο στο έργο De Trinitate ο λόγος είναι «cum amore notitia», «μετά αγάπης σημείωση».
Αυτό που διατυπώνουν οι στοχαστές, τόσους αιώνες πριν, είναι ότι το φαινόμενο της γλώσσας εξ ορισμού χαρακτηρίζεται από τη διαλεκτική σχέση και ένταση ανάμεσα στη λογική και στον «σκοτεινό» χώρο του βιώματος. Ενώ η ανάπτυξη της γλώσσας, τόσο στο μικρό παιδί, όσο και στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, σηματοδοτεί τον θάνατο του βιώματος, την απελευθέρωση από την επικράτεια της ανάγκης και την είσοδο στον κατ’ εξοχήν ανθρώπινο χώρο, εκείνο της ελευθερίας, επιβιώνουν στη γλώσσα (π.χ. στις μεταφορικές εκφράσεις) οι βαθιές σχέσεις με την εμπειρία.
Αποκόπτοντας τους νέους και τις νέες από την αστείρευτη πηγή των κλασικών κειμένων και των κλασικών γλωσσών, τους αφήνουμε ανυπεράσπιστους όχι τόσο απέναντι σε κακόηχες μεταφράσεις (αυτές γρήγορα θα εκπέσουν), όσο στην πνευματική ένδεια και σε μια λειψή ζωή. Γιατί η ανθρώπινη γλώσσα ως συστατικό του είδους μας, μας δείχνει, όπως έγραφε ο Κικέρωνας, ότι ο άνθρωπος κάνει το άλμα από τον χώρο της αναγκαιότητας στον χώρο της ελευθερίας, συνοδευόμενος από το cantus obscurior, το σκοτεινό τραγούδι
Στη δεκαετία του 1990 η επιστήμη κατέληξε με τη μεθοδολογία της σε παρεμφερή συμπεράσματα. Οι νευροφυσιολόγοι Α. και Χ. Νταμάσιο διαπιστώνουν ότι «ο εγκέφαλος δεν απεικονίζει απλά όψεις της εξωτερικής πραγματικότητας. Kαταγράφει επίσης τον τρόπο με τον οποίο εξερευνά τον κόσμο και αντιδρά σ’ αυτόν». Ενώ ο γλωσσολόγος Μπίκερτον παρατηρεί ότι «αυτό που παρουσιάζεται σε οποιοδήποτε ζωικό είδος από τις αισθήσεις δεν είναι “αυτό που υπάρχει εκεί έξω” αλλά αυτό που είναι χρήσιμο για το είδος να ξέρει γι’ αυτό που είναι εκεί έξω».
Το ίδιο συμπέρασμα διατυπώνεται και από τον φιλόσοφο Πιρς για την ανάλυση της γλωσσικής σήμανσης παρόλο που δεν κυριαρχεί στη δυτική επιστημονική σκέψη: η συστατική διαπλοκή ανάμεσα στην εικονική/ δεικτική και στη συμβολική, δηλαδή γενικευτική/αφαιρετική, διάσταση της γλώσσας· ανάμεσα στη «θέρμη» και στο «φως», για να θυμηθούμε αυτές τις παλιές μεταφορές για τη φύση της γλώσσας. Ωστόσο, το σύμβολο –η γενίκευση και η αφαίρεση– δεν είναι το «ψυχρό» αποτύπωμα της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο, αλλά η «θερμή» ανάκλαση της επίμοχθης, βιωματικής, ιστορικής σχέσης μαζί του (Α-Φ. Χριστίδης, Η φύση της γλώσσας, 2001).
***
Εξορίζοντας τη λατινική από το σχολείο, μειώνουμε όλες τις πιθανότητες οι νέοι άνθρωποι να αγαπήσουν την ιστορική πορεία της ανθρώπινης σκέψης, να παρασυρθούν από τη δίνη της μελέτης των κλασικών κειμένων και όλων των ερωτημάτων που έθεσαν πριν πολλούς αιώνες οι άνθρωποι και να συνεχίσουν τις απόπειρες απάντησής τους.
Η μελέτη της ανθρώπινης γλώσσας δεν μπορεί να γίνει με μόνο όχημα την ηγεμονική παγκοσμίως αγγλική και τις κακομεταφρασμένες στην ελληνική εκφράσεις του συρμού, π.χ. «τροφή για σκέψη», «στο τέλος της ημέρας» ή «δημοσιονομικός χώρος».
Αποκόπτοντας τους νέους και τις νέες από την αστείρευτη πηγή των κλασικών κειμένων και των κλασικών γλωσσών, τους αφήνουμε ανυπεράσπιστους όχι τόσο απέναντι σε κακόηχες μεταφράσεις (αυτές γρήγορα θα εκπέσουν), όσο στην πνευματική ένδεια και σε μια λειψή ζωή.
Γιατί η ανθρώπινη γλώσσα ως συστατικό του είδους μας, μας δείχνει, όπως έγραφε ο Κικέρωνας, ότι ο άνθρωπος κάνει το άλμα από τον χώρο της αναγκαιότητας στον χώρο της ελευθερίας, συνοδευόμενος από το cantus obscurior, το σκοτεινό τραγούδι.
*Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιάκος (ΕΚΠΑ)