του Δημήτρη Κοδέλα
Είναι βέβαιο ότι ο κορωνοϊός και η διαχείρισή του, πέρα από τα όρια των συστημάτων υγείας, δοκιμάζει και τις αντοχές μεγάλων κλάδων της οικονομίας, ανάμεσά τους και της αγροτικής.
Εάν το κράτος «επιστρέφει» και, ελέω κορωνοϊού, αμφισβητούνται βασικές λειτουργίες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και αναζητείται… αλληλεγγύη, τότε είναι μάλλον αναμενόμενη η μεγάλη συζήτηση που αναπτύσσεται για την διατροφική επάρκεια κάθε χώρας και την συνέχιση της παραγωγικής διαδικασίας, με βάση τις δυσκολίες που έχουν προκύψει.
Δεν είναι τυχαία η δήλωση του Μάξιμο Τορέρο, επικεφαλής οικονομολόγου του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ: «Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να περιορίσουν οι κυβερνήσεις τη ροή τροφίμων. Όλα τα μέτρα κατά του ελεύθερου εμπορίου θα είναι αντιπαραγωγικά. Τώρα δεν είναι η ώρα για περιορισμούς ή επιβολή εμπορικών εμποδίων. Τώρα είναι η στιγμή να προστατεύσουμε τη ροή τροφίμων στον κόσμο».
Είχε προηγηθεί σειρά χωρών που εφάρμοσαν ή σχεδιάζουν προστατευτικά μέτρα ώστε να μην διαταραχθεί η διατροφική τους επάρκεια. Το Καζακστάν απαγόρευσε τις εξαγωγές σιτάλευρου, το Βιετνάμ, τρίτος εξαγωγέας ρυζιού στον κόσμο, προσωρινά ανέστειλε τα συμβόλαια εξαγωγών ρυζιού, η Ρωσία, μεγαλύτερη εξαγωγέας αλευριού στον κόσμο, σχεδιάζει να περιορίσει τις εξαγωγές, ενώ η Τουρκία αναστέλλει τις εξαγωγές λεμονιών ως τον Αύγουστο, κ.ο.κ.
Μάλιστα, σε πρόσφατη δημοσίευσή του ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ επισημαίνει ότι ενώ αυτή τη στιγμή δεν παρατηρούνται σοβαρά προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, ενδέχεται να παρουσιαστεί σοβαρό πρόβλημα στις χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές. Προειδοποίηση όχι και τόσο ενθαρρυντική για τη χώρα μας που, αν και παρουσιάζει εξαγωγικές επιδόσεις σε ομάδες κυρίως οπωροκηπευτικών, σε βασικούς τομείς, όπως κρέας (κυρίως βόειο και χοιρινό), όσπρια, ζάχαρη, σιτάρι, γάλα είναι ελλειμματική. Βέβαια, ακόμα και πλεονασματικά είδη, δεν αποκλείεται η ζήτηση εξωτερικών αγορών να τα κάνει δυσεύρετα ή με αυξημένες για τον Έλληνα καταναλωτή τιμές.
Ανησυχία σε αγρότες και κτηνοτρόφους
Στην Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας, οι πρώτες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις στον αγροδιατροφικό τομέα είναι αντιφατικές και ρευστές.
Μια πρώτη περίοδος αυξημένης ζήτησης φρούτων και λαχανικών έχει διαδεχθεί προβληματισμός και ανησυχία, καθώς η πορεία των προϊόντων είναι σε συνάρτηση με την πορεία της πανδημίας, των συνεπειών της και των μέτρων που παίρνονται σε κάθε χώρα, και με έντονες διαφοροποιήσεις ανά προϊόν και κλάδο.
Βασικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν την πορεία των αγροτικών προϊόντων είναι:
α) Η μεγάλη κρίση του τουρισμού και η «καραντίνα» των χώρων μαζικής εστίασης που αναμένεται να δημιουργήσει τεράστια οικονομικά προβλήματα, ειδικά σε περιοχές με έντονη την εξάρτηση από τον τουρισμό, και συνακόλουθα θα αφαιρέσει σημεία σημαντικής απορρόφησης φρούτων και λαχανικών. Κλάδοι που ήδη βιώνουν σημαντικές συνέπειες είναι η αλιεία και η κτηνοτροφία, ειδικά αν στην τελευταία προσθέσουμε και τις ανατροπές στο φετινό Πάσχα.
β) Οι περιορισμοί στις μεταφορές δημιουργούν ήδη προβλήματα, ειδικά σε ευπαθή φρούτα. Σε συνέργεια με τους άλλους παράγοντες, ήδη έχουν δημιουργηθεί μεγάλα προβλήματα στην συγκομιδή, την εμπορία και τις τιμές σε φράουλες, σπαράγγια και τομάτες θερμοκηπίου. Ειδικά οι αγροτοκτηνοτρόφοι των νησιών αντιμετωπίζουν επιπλέον δυσκολίες στις αποστολές των προϊόντων τους.
γ) Η αναμενόμενη ύφεση και μείωση των εισοδημάτων καθώς και η εργασιακή ανασφάλεια, αναφέρονται σε ανακοίνωση των αγροτικών οργανώσεων Copa και Cogeca, ως αιτίες που αναμένεται να οδηγήσουν σε περιορισμό της πρόσβασης των πολιτών σε υγιεινά τρόφιμα.
δ) Τα εμπόδια στη λειτουργία αγορών παραγωγών, είναι κάτι που επίσης ανησυχεί τους αγρότες πανευρωπαϊκά, καθώς διακόπτονται τα κανάλια εμπορίας μικρών παραγωγών απευθείας σε καταναλωτές. Και στη χώρα μας, αντί να αναζητηθούν ευέλικτοι και ασφαλείς τρόποι λειτουργίας των λαϊκών αγορών (εκ περιτροπής συμμετοχή των παραγωγών, τήρηση αποστάσεων και μέτρων υγιεινής, κ.λπ.), επιλέχτηκε αρχικά η απαγόρευση συμμετοχής παραγωγών από άλλους νομούς, και στη συνέχεια κάτι δυσεφάρμοστο για τους μικρούς παραγωγούς, όπως η υποχρεωτική διαμονή τους στην Αθήνα. Σαν αποτέλεσμα, ευνοούνται οι μεσάζοντες και οι μεγάλες αλυσίδες, ενώ ήδη σημειώνονται αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων.
ε) Η αβεβαιότητα στους παραγωγούς για την απορρόφηση των προϊόντων τους (κυρίως κηπευτικών), δείχνει να οδηγεί σε περιορισμό των καλλιεργούμενων εκτάσεων, κάτι που πιθανόν να δημιουργήσει ανισορροπίες στην επάρκεια κάποιων προϊόντων.
στ) Η έλλειψη εργατικών χεριών είναι ένα ακόμα ζήτημα που πανευρωπαϊκά δημιουργεί προβλήματα στην εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας και έχει πάρει σοβαρές διαστάσεις. Πολλοί εποχικοί εργάτες γης είτε επέστρεψαν στις χώρες καταγωγής τους, που συνήθως είναι οι ανατολικές (Πολωνία) και βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, Αλβανία, Ρουμανία), είτε δεν ξεκίνησαν καν για τις χώρες στις οποίες εποχιακά εργάζονται, είτε δεν μπορούν να μεταβούν λόγω των συνοριακών εμποδίων εξαιτίας του κορωνοϊού. Έτσι, η Γερμανία διευκόλυνε τις εισόδους 40.000 εποχιακών εργατών γης για τον Απρίλιο προσπαθώντας να καλύψει τις περίπου 300.000 θέσεις εργασίας που υπολογίζεται ότι έχει ανάγκη. Παράλληλα, σε Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία είναι πρωτοφανής οι εκκλήσεις προς όσους παίρνουν κάποιο έκτακτο επίδομα, σε φοιτητές ή ανέργους των κλάδων της εστίασης να καλύψουν τις ανάγκες για εργατικά χέρια. Στην χώρα μας, η έλλειψη σε εργάτες γης και οι δυσκολίες πρόσβασης στα χωράφια λόγω των περιορισμών στον τρόπο μετακίνησης (έως δύο άτομα σε κάθε Ι.Χ.) ήδη δημιουργούν προβλήματα, τα οποία μάλλον δεν λύνονται με προτάσεις που γίνονται, όπως η αξιοποίηση προσφύγων ή η εργασία στα χωράφια όσων παίρνουν τα 800 ευρώ. Όμως, αυτό είναι ένα μεγάλο και σύνθετο θέμα που υπερβαίνει αυτό το σημείωμα.
Διατροφική επάρκεια και ανάγκες ανασυγκρότησης
Στις έκτακτες αυτές συνθήκες, αναδεικνύονται ζητήματα που τα τελευταία χρόνια έχουν ήδη μπει στην ημερήσια διάταξη σε πολλές χώρες, όπως: διατροφική επάρκεια, επισιτιστική ασφάλεια, δίκτυα διανομής, αγροτική εργασία, τοπική παραγωγή, τιμές ασφαλείας προϊόντων. Η κρίση με τον κορωνοϊό στρέφει ακόμη περισσότερο τους καταναλωτές σε φρέσκα, υγιεινά, τοπικά προϊόντα, αν και ο βαθμός πρόσβασης σε αυτά εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις συρρικνούμενες οικονομικές δυνατότητες των νοικοκυριών. Μάλιστα, σύμφωνα και με πρόσφατες ευρωπαϊκές έρευνες, η Ιταλία και η Ελλάδα κατέχουν από τα υψηλότερα ποσοστά προτίμησης στα εγχωρίως παραγόμενα είδη, με την πρώτη να έχει κάνει σοβαρά βήματα στη δημιουργία βραχείων αλυσίδων διανομής, έχοντας το μεγαλύτερο δίκτυο άμεσων πωλήσεων αγροτικών προϊόντων στον κόσμο.
Συμπερασματικά, είναι πολλές οι προκλήσεις και οι αβεβαιότητες ενόψει της νέας κρίσης. Αν για κάποια προϊόντα διαπιστώνονται ευκαιρίες ενίσχυσής τους, υπάρχουν πολλοί κλάδοι και προϊόντα που θα πληγούν σημαντικά, σε μια συγκυρία που τα συσσωρευμένα προβλήματα στον αγροτικό χώρο απειλούν ήδη τη βιωσιμότητα πολλών μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων ενώ δεν αποκλείονται και κρίσεις επισιτιστικής επάρκειας.
Θα μπορούσε η συγκυρία αυτή να αξιοποιηθεί για μια συνολική ανασυγκρότηση της ελληνικής γεωργίας και της υπαίθρου, σε σύνδεση και με τις διατροφικές ανάγκες της χώρας. Όμως, από πουθενά δεν μπορεί να αντληθεί μια τέτοια αισιοδοξία. Τα μόλις 150 εκατομμύρια (από τα συνολικά 14 δισ.) που διατέθηκαν στον ατάραχο υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης είναι εμπαιγμός. Το ίδιο και η εξαίρεση των αγροτών από τις έκτακτες διευκολύνσεις ή οι συνέπειες της μεταχρονολόγησης επιταγών από τις μεταποιητικές επιχειρήσεις προς τους αγρότες και κυρίως προς τους κτηνοτρόφους.
Αλλά το ζήτημα δεν είναι ούτε καν αυτό, σε μια χώρα που υπάρχει έλλειψη σοβαρών δομών και θεσμών αγροτικού σχεδιασμού, έλλειψη ουσιαστικών εργαλείων στήριξης και παρέμβασης ή ευκαιριακή χρησιμοποίησή τους, και που διαχρονικά απουσιάζουν πολιτικές και βούληση για μια άλλη πορεία, οργάνωση και συνεισφορά του αγροτικού τομέα.
Βέβαια, ο κ. Μ. Βορίδης δεν πτοείται από τις κοσμογονικές αλλαγές που συμβαίνουν γύρω μας, και δηλώνει: «Επειδή όπου υπάρχει κρατική παρέμβαση και όπου ακούγεται η λέξη στήριξη αυτόματα διαμορφώνονται κερδοσκοπικά παιχνίδια εγώ θέλω να βλέπω τη διαμόρφωση των τιμών και της ζήτησης στο επίπεδο της αγοράς…». Όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν;