της Ιφιγένειας Καλαντζή
Παρά τις τετριμμένες φαινομενικά θεματικές, δυο πολύ ιδιαίτερες ταινίες των ημερών Κάτω από το δέρμα και Salvo μεταμορφώνονται με κατάλληλους σκηνοθετικούς χειρισμούς σε εμπνευσμένα κινηματογραφικά δείγματα, καθώς στο σινεμά, η ουσία δεν έγκειται αποκλειστικά στην πρωτοτυπία του θέματος, αλλά στην τέχνη της κινηματογραφικής του απόδοσης.
Η ειδοποιός διαφορά ερωτικής έλξης και σεξουαλικού ενστίκτου, στην ανθρώπινη υπόσταση, προσεγγίζεται στην πρώτη, με την πετυχημένη χρήση μιας εξαιρετικής μουσικής, οργανικού στοιχείου της μυστήριας εξέλιξης. Στη δεύτερη, η κατάσταση τυφλότητας της νεαρής πρωταγωνίστριας αποδίδεται με την κατεξοχήν τέχνη της όρασης, το σινεμά, μέσα από μια απρόσμενη ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα.
Σύμβολο σεξ-απίλ, η Σκάρλετ Γιόχανσον, επιλέχτηκε σε μελαχρινή εκδοχή, ως η απόλυτη θηλυκή φιγούρα, στην ταινία Κάτω από το δέρμα, του Άγγλου Τζόναθαν Γκλέιζερ. Με αποκαλυπτικά ντεκολτέ και εφαρμοστά παντελόνια, παγιδεύει αμαχητί στα πλοκάμια της ανυποψίαστους μοναχικούς νέους, που «ψαρεύει» με το φορτηγάκι της στους πολυσύχναστους δρόμους του Εδιμβούργου. Η περίπτωση ενός νεαρού με δυσπλασία -αναφορά στον Άνθρωπο Ελέφαντα του Λιντς- επιφέρει απροσδόκητη τροπή.
Προερχόμενος απ’ το χώρο των μουσικών βίντεο και διαφημίσεων, ο Γκλέιζερ είναι προσανατολισμένος στο σινεμά μυστηρίου και στο θρίλερ (Γέννηση, 2004). Ξεπερνώντας τη ρεαλιστική αναπαράσταση, προσεγγίζει αισθητικούς και συμβολικούς πειραματισμούς, στα πρότυπα ενός Κιούμπρικ, ενώ αγγίζει και μια ψυχαναλυτική προσέγγιση του ερωτικού ενστίκτου και της σεξουαλικότητας. Οι στρογγυλές φόρμες, που ξεπροβάλλουν από ένα κεντρικό σημείο στην αρχική σκηνή και εξελίσσονται, δημιουργούν μια αίσθηση γονιμοποίησης και γένεσης νέας ύλης, ενώ η ένδυση μιας γυμνής γυναικείας μορφής από τα ρούχα μιας άλλης πανομοιότυπης, που κείτεται άψυχη, σε ένα απόλυτα λευκό φόντο, αποτελούν στοιχεία ενός πειραματικού σινεμά. Τα κοντινά πλάνα στο μακιγιαρισμένο πρόσωπο και η εστίαση μέσα από καθρέφτες σε μεμονωμένα χαρακτηριστικά, όπως τα κατακόκκινα χείλη, δημιουργούν ένα φετιχιστικό τεμαχισμό του γυναικείου σώματος ως αντικείμενο πόθου, που εδράζει στο φιλμ νουάρ.
Η πρωτότυπη μουσική, με συχνή χρήση ατονικών εγχόρδων, της 27χρονης Αγγλίδας Μίκα Λέβι, του ποπ-πειραματικού συγκροτήματος Micachu & The Shapes, δίνει μαγική διάσταση στην επαναλαμβανόμενη σκηνή της αποπλάνησης του αρσενικού, σε μια μοιραία προέλαση, σε αργή κίνηση, που τον οδηγεί σταδιακά στη βύθισή του κάτω από μια καθρεπτίζουσα επιφάνεια, ενώ η γυναίκα-παγίδα συνεχίζει το ερωτικό κάλεσμα, βηματίζοντας προς τα πίσω, πάνω στην επιφάνεια. Ο περιοδικός, σχεδόν υπνωτιστικός ρυθμός κρουστών, κατά το λίκνισμα των μορφών, εξελίσσεται προοδευτικά στο βασικό μουσικό θέμα, με ορχήστρα εγχόρδων, συνοδεύοντας τους βηματισμούς του άντρα, σε μια οπτικοακουστική εμπειρία, που μεταφέρει όλο το μαγνητισμό της ερωτικής σαγήνης.
Σ’ αυτή τη μυστήρια ιστορία επιστημονικής φαντασίας, η έννοια του δέρματος παρεμβαίνει ως υλικό περίβλημα της ψυχής, σ’ ένα είδος ορισμού της ύπαρξης σε αέναη ανάπλαση, με έναν αξιοπρόσεχτο κινηματογραφικό τρόπο.
Βραβευμένη στις περυσινές Κάννες η ταινία Salvo, των Σικελών σεναριογράφων Φάμπιο Γκρασαντόνια και Αντόνιο Πιάτσα, ανατρέπει τελικά τη φαινομενική αίσθηση μιας τυπικής γκανγκστερικής ταινίας.
Ο αδίστακτος εκτελεστής Σάλβο (Σαλέχ Μπακρί), εισβάλλει στο σπίτι ενός αντίπαλου και πέφτει πάνω στην τυφλή αδερφή του, τη μελαχρινή Ρίτα (Σάρα Σεραϊόκο). Σαγηνευμένος από την άγρια ομορφιά της, αποφασίζει να την κρύψει σε κάποιο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, μετά την εκτέλεση του αδερφού της. Η έγκλειστη Ρίτα αντιδρά στη φροντίδα του Σάλβο, ουρλιάζοντας σαν παγιδευμένο ζώο, μέχρι που ανακαλύπτει πως ανακτά σταδιακά την όρασή της.
Η σκηνή της εισβολής στο σπίτι κινηματογραφήθηκε σε μεγάλης διάρκειας λήψη, με υποκειμενική κάμερα που ακολουθεί ανελλιπώς τον ήρωα, όπως στα βιντεοπαιχνίδια, μεταφέροντας την υπερένταση και την αγωνία, σε μια ρεαλιστική προσέγγιση, που ενισχύεται από τις ανάσες και τους ήχους. Το αγαπημένο ιταλικό ποπ τραγούδι της Ρίτα, που ακούγεται στο ραδιόφωνο, αποκτά συμβολική σημασία, για τον έρωτα των δύο νέων. Η ταινία χαμηλώνει τους ρυθμούς, με σταθερά πλάνα και ωραίες γωνίες λήψης, ενώ το άγριο σικελικό τοπίο αφήνει μια σκονισμένη αίσθηση γουέστερν, στη σκηνή που οι δυο νέοι δραπετεύουν, ανάμεσα στα πυρά των οπλισμένων μαφιόζων, θυμίζοντας την ηρωική έξοδο στο Λεόν, του Λικ Μπεσόν.
Η κινηματογραφική απόδοση της τυφλότητας πριμοδοτεί το ηχητικό πεδίο. Ελάχιστοι διάλογοι και σιωπές που παραπέμπουν και στην ομερτά της σικελικής μαφίας, οξύνουν παράλληλα τη σημασία της ακοής. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η πρωταγωνίστρια, μετουσιώνεται σκηνοθετικά μέσα από το παιχνίδι των ήχων εκτός κάδρου, δημιουργώντας αντίστοιχη αίσθηση αντίληψης του φιλμικού χώρου και στον θεατή. Αλλά και η τυφλότητα, καθαυτή, αγγίζει πολλαπλά μεταφορικά επίπεδα, όπως την ηθική λύτρωση, μέσω του έρωτα, ενός «τυφλωμένου» απ’ τη βία φονιά, καθώς και τον «τυφλό» ερωτικό πόθο, που ξεπερνάει κάθε λεκτική περιγραφή.
Στη σκηνή του τελευταίου δείπνου, που ενώνει το ζευγάρι, ο ρομαντισμός του ήρωα αγγίζει μια αρχετυπική διάσταση της μεσογειακής παράδοσης αρσενικού/θηλυκού, που σχετίζεται και με τη χώρα προέλευσης της ταινίας, μέσα από μια μελετημένη κινηματογραφική γλώσσα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός / κριτικός κινηματογράφου