«Το ψηφιδωτό και άλλες ιστορίες πολέμου και ειρήνης» της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής, είναι μια ακόμη συλλογή διηγημάτων που αναδεικνύει το μοναδικό αφηγηματικό ταλέντο της συγγραφέως, η οποία εμφανίστηκε στα γράμματα σε ηλικία 70 ετών και έκτοτε μας εκπλήσσει κάθε φορά ευχάριστα.

Από την πρώτη γνωριμία με τη γραφή της, έχω πραγματικά γοητευθεί και έχω διαβάσει το σύνολο του έργου της.

Πιστεύω πως αν δεν ζούσε στη… μακρινή Καστοριά θα είχε κατακτήσει ήδη τον τίτλο μιας εκ των κορυφαίων διηγηματογράφων / πεζογράφων της εποχής μας. Βλέπετε όμως δεν ανήκει σε καμία από εκείνες τις παρέες που πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες και μοιράζονται μεταξύ τους, αλληλοσυγχαιρόμενοι, διάφορα βραβεία…

Με χαρά λοιπόν προχωρήσαμε σε μια ακόμη συνέντευξη. Και θα δείτε. Πάντα έχει κάτι σημαντικό να μας πει.

Το πρώτο μου βιβλίο, «Το Κουφάδι», εκδόθηκε το 2014, όταν είχα περάσει ήδη τα εβδομήντα μου χρόνια. Δεν είχα σκεφτεί, άλλο αν είχα ονειρευτεί, να εκδώσω βιβλίο

Οι ιστορίες σας μοιάζουν να είναι πραγματικές. Σαν να ακούς τις φωνές των ανθρώπων που τις αφηγούνται. Σε ποιο βαθμό είναι προϊόν μυθοπλασίας;

Όσο χρειάζεται για να είναι λογοτεχνία και όχι ιστορική καταγραφή. Ακούγοντας αφηγήσεις από φίλους, γνωστούς ή και έχοντας προσωπικές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, είτε κατέγραφα την ιστορία, σχεδόν όπως ακριβώς μου την είχαν αφηγηθεί, ή έπλαθα τη δική μου, βασισμένη σε περισσότερες της μιας αφηγήσεις. Όλες, πάντως, οι ιστορίες του βιβλίου αυτού βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Η «άσπρη πουλάδα» για παράδειγμα, βασίστηκε σε μία είδηση που είχα διαβάσει πολλά χρόνια πριν σε εφημερίδα (ίσως και προτού εισβάλλει η τηλεόραση στη ζωή μας). Με είχε συγκλονίσει το τραγικό εκείνο γεγονός. Οπωσδήποτε, φρόντισα να τη διανθίσω με κάποια άλλη ανάμνηση της παιδικής μου ηλικίας για να βγει μία ολοκληρωμένη ιστορία. «Τα παλούκια» από την άλλη, είναι αυθεντικά από την αρχή μέχρι το τέλος! Η ζωή, άλλωστε, με όσα συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας, ξεπερνάει κατά πολύ την ανθρώπινη φαντασία. Αρκεί να μην αφήνουμε να πέσει τίποτα κάτω… Αυτό προσπαθώ, λοιπόν, να κάνω στις μικρές αυτές ιστορίες.

Πώς αποφασίσατε τον διαχωρισμό, θέλατε να τονίσετε το ιστορικό υπόβαθρο;

Όταν έγραφα τις ιστορίες αυτές, δεν σκεφτόμουν καν να τις συμπεριλάβω σε μία έκδοση. Ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής, καθόμουν και… ονειρευόμουν. Ποτέ με χρονικό πρόθεμα ή με τραγικότητα του θέματος. Από την ώρα, όμως, που αποφάσισα να τις συμπεριλάβω σε μία συλλογή διηγημάτων, θεώρησα πως θα έπρεπε να τις χωρίσω σε χρονικές περιόδους, ώστε να διευκολύνω τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα την εποχή στην οποία αναφέρεται η κάθε μία απ’ αυτές. Έτσι, του δίνω τη δυνατότητα να έχει μία γενική εικόνα της κάθε μίας χρονικής περιόδου, στην οποία αναφέρονται τα διηγήματα αυτά, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους. Κάλλιστα θα μπορούσε η μία ιστορία να έχει συμβεί πριν ή και μετά την κατηγορία στην οποία την κατέταξα. Η «ακύμαντη θάλασσα» θα μπορούσε να αναφέρεται στα νεότερα χρόνια, με όσα τρελά συμβαίνουν στην εποχή μας. Και σ’ αυτήν, όμως, οι ήρωές μου αγωνίζονται για να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας και, λόγω της σημερινής διαμορφωμένης κατάστασης στον τομέα προσφοράς-ζήτησης, προτίμησα να την κατατάξω στην κατηγορία «πικρό ψωμί». Προτροπή στον αναγνώστη: ας διαβάσει τις ιστορίες και ας τις εντάξει σε όποια ομάδα θεωρεί πιο αρμόζουσα!

Η Καστοριά κι η ευρύτερη περιοχή δοκιμάστηκαν πολύ στον εμφύλιο. Οι πληγές είναι ανοικτές ακόμα;

Οι νεότερες γενιές δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάμε όταν αναφερόμαστε στον Εμφύλιο. Για τους παλιότερους, ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πολύ έντονες μνήμες και σε αρκετούς ανοιχτές πληγές και από τις δύο πλευρές. Ακούω τραγικές ιστορίες έχθρας και παθών ανάμεσα σε αδέλφια ή ακόμη και γονιών με παιδιά. Ίσως κάποια φορά καθίσω να γράψω μία νέα σειρά διηγημάτων, βασισμένη σ’ αυτά τα ακούσματα.

Βλέπω, πάντως, κάποιο ενδιαφέρον από νέα παιδιά να μάθουν τι έγινε τότε και πόσο επηρέασαν τα γεγονότα εκείνα την καθημερινότητα και τις μεταξύ των «εχθρικών» στρατοπέδων σχέσεις. Και φυσικά, τους είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα σε εθνικό και δημοκρατικό στρατό∙ πώς ήταν δυνατόν να υπάρχουν άντρες από το ίδιο χωριό, την ίδια οικογένεια, που να πολεμούν ο ένας τον άλλο. Το πιο συγκλονιστικό, πάντως, το άκουσα από «μορφωμένους» της πρωτεύουσας. Ρωτούσαν να μάθουν αν ο εμφύλιος έγινε για να διώξουν τον βασιλιά και γιατί τότε δεν… επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα!

Εμφανιστήκατε στα γράμματα, τουλάχιστον με δικό σας βιβλίο, μετά τα εβδομήντα σας χρόνια. Από τη μια αυτό είναι πολύ αισιόδοξο, από την άλλη προκαλεί απορίες. Πώς έγινε αυτό;

Ναι, το πρώτο μου βιβλίο, «Το Κουφάδι», εκδόθηκε το 2014, όταν είχα περάσει ήδη τα εβδομήντα μου χρόνια. Δεν είχα σκεφτεί, άλλο αν είχα ονειρευτεί, να εκδώσω βιβλίο. Εντελώς συμπωματικά, ένας Αθηναίος εικαστικός, ο οποίος εκείνο το διάστημα διηύθυνε έναν ξενώνα στην πόλη μας, ο Κώστας Λάκης, έτυχε να διαβάσει μερικά μου διηγήματα σε τοπική εφημερίδα και μου ζήτησε την άδεια να τα χρησιμοποιήσει ως θέματα για μία έκθεση ζωγραφικής. Η έκθεση αυτή, πολύ πρωτότυπη ως προς το θέμα της, παρουσίαζε σε πολύ μοντέρνα σύνθεση ήρωες των διηγημάτων μου και, δίπλα ακριβώς, είχε αναρτήσει τα κείμενα των ιστοριών. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε και με παρότρυνε να προβώ σε έκδοση βιβλίου. Αυτή ήταν η αρχή. Όχι πως οι εκδότες Αθηνών και Θεσσαλονίκης έσπευσαν να εκδώσουν τα διηγήματα αυτά. Ευγενικές, ή και καθόλου απαντήσεις, οπότε προσέφυγα σε κάποιον επί πληρωμή, έτσι για το κέφι μου, αν και η συλλογή ήταν κατά γενική ομολογία πολύ καλή. Μετά απ’ αυτό ακολούθησαν και άλλες εκδόσεις, όλες βέβαια επί πληρωμή, όπως και η παρούσα. Υλικό υπάρχει πάρα πολύ ακόμη και συνεχίζω με τη συγγραφή σύντομων διηγημάτων ή και νουβελών. Ποιος ξέρει; Ίσως –το μέλλον μπροστά μου!– γράψω και κανένα μυθιστόρημα, αν και το είδος αυτό, ναι μεν μου αρέσει ως ανάγνωσμα, όχι όμως ως προσωπική μου δημιουργία.

Πόσο δύσκολα / εύκολα είναι τα πράγματα για έναν δημιουργό που ζει εκτός των μεγάλων κέντρων; 

Εντελώς υποκειμενικά θα μιλήσω: πολύ δύσκολα. Παίζουν ρόλο οι προσωπικές σχέσεις; Οι γνωριμίες και τα πηγαδάκια στους συγγραφικούς και γενικά λογοτεχνικούς κύκλους, της πρωτεύουσας, κυρίως; Έστειλα κείμενά μου σε μεγάλες εφημερίδες και δεν έλαβα ποτέ μία απάντηση, έστω αρνητική. Ευτυχώς που μερικά ηλεκτρονικά περιοδικά δέχτηκαν κείμενά μου και ή τα κράτησαν και τα ανάρτησαν στη σελίδα τους ή απάντησαν, πολύ ευγενικά, πως δεν τους ενδιέφεραν. Όπως και να ’χει πάντως, ευχαριστώ θερμά τον Δρόμο και ειδικά εσάς, για τη συνέντευξη αυτή και την προσοχή που δώσατε στα πονήματά μου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!