Με τη Χρυσάνθη Πρωτοψάλτου γνωριστήκαμε σε ένα σεμινάριο που είχε ως θέμα την προσέγγιση του Ολοκαυτώματος μέσα από τη λογοτεχνία και τον τρόπο που μπορεί να αξιοποιηθεί στη σχολική τάξη.

Έτσι έμαθα και για τους «Μπρούτζινους κύβους» της, μια νουβέλα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής και είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στο Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων της Βέροιας.

Είχα την ευκαιρία να διαβάσω το βιβλίο όταν βρέθηκα πριν λίγο καιρό στη Βέροια και περπάτησα και στους δρόμους και τη γειτονιά όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να το κατανοήσω βαθύτερα.

Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν δεν έχετε επισκεφθεί την πόλη αυτή της Μακεδονίας, το ίδιο το βιβλίο θα σας ταξιδέψει στην ιστορία σαν να ήσασταν εκεί.

Εξαιρετική γραφή, γνώση του αντικειμένου, κατανόηση του κόσμου των παιδιών. Άλλωστε η συγγραφέας είναι και παιδαγωγός και ο ήρωάς της είναι ένας μαθητής που αναλαμβάνει να γράψει μια εργασία με αφορμή τους υπαρκτούς μπρούτζινους κύβους της μνήμης που βρίσκονται μπροστά στο παλιό Γυμνάσιο της Βέροιας.

Το 1943 ζούσαν 850 Εβραίοι στη Βέροια. 680 εκτοπίστηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Ελάχιστοι επέστρεψαν. 140 περίπου διασώθηκαν κρυμμένοι στα βουνά και με τη βοήθεια του ΕΑΜ…

Πώς αποφασίσατε να γράψετε για τους «μπρούτζινους κύβους»;

Λίγο πολύ όπως ο Χάρης, ο ήρωας που εισάγει την ιστορία μου… Σε ένα από τα μαθήματα που παρακολουθούσα στη διάρκεια του μεταπτυχιακού μου, η καθηγήτρια μας ζήτησε να γράψουμε ένα ποίημα για κάποιο γνωστό/άγνωστο ιστορικό πρόσωπο. Ένα πρόσωπο υπαρκτό μεν αλλά ωστόσο «ξεχασμένο» κατά κάποιον τρόπο από την ιστορία. Αυτή ήταν η αφορμή να δω με διαφορετική ματιά τους λίθους μνήμης που το 2019 τοποθετήθηκαν σε ένα από τα πεζοδρόμια της πόλης μου, στη μνήμη των Εβραίων κατοίκων της που έχασαν τη ζωή τους στο Ολοκαύτωμα. Ένα κομμάτι της ιστορίας γνωστό βέβαια, η μοίρα χιλιάδων Εβραίων κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου. Αλλά οι λίθοι της μνήμης της Βέροιας δεν αναφέρονται γενικά, αόριστα σε κάποιους «Εβραίους συμπολίτες». Έχουν χαραγμένα πάνω τους ονόματα, ονόματα παιδιών που έζησαν στην πόλη που μεγάλωσα, που περπάτησαν κι έπαιξαν στους ίδιους δρόμους, που πέρασαν από τις τάξεις του ίδιου σχολείου όπως κι εγώ. Το να συνεισφέρω με τη γραφή μου στη διατήρηση της μνήμης τους είναι ένας φόρος τιμής που ένοιωσα πως οφείλω.

Πού τελειώνει η Ιστορία και αρχίζει η μυθοπλασία;

Τεκμηριωμένη ιστορικά είναι η εβραϊκή παρουσία στην πόλη από τους ρωμαϊκούς χρόνους ως την κατάκτησή της απ’ τους Οθωμανούς, οπότε οι Ρωμανιώτες Εβραίοι της Βέροιας φεύγουν για την Κωνσταντινούπολη, ενώ την απουσία τους καλύπτουν στις αρχές του 16ου αιώνα Σεφαραδίτες από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η κοινότητα που δημιουργούν θα σβήσει πέντε αιώνες μετά, στο Ολοκαύτωμα.

Υπαρκτή βεβαίως είναι η εβραϊκή συνοικία της πόλης και γεγονός αποτελεί ο τριήμερος εγκλεισμός των Εβραίων μέσα σε αυτήν πριν τη μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη την Πρωτομαγιά του 1943 και κατόπιν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Πολωνία. Πραγματικά πρόσωπα είναι ο Ασσέρ Δανιέλ και οι γονείς του (όχι όμως και οι δίδυμες αδερφές του), όπως επίσης και ο Γεώργιος Σταυρίδης, διοικητής της Χωροφυλακής στην πόλη την εποχή εκείνη, στον οποίο απονεμήθηκε η διάκριση του Δικαίου των Εθνών το 2017 για τη βοήθεια που πρόσφερε στους Βεροιείς Εβραίους κατά την Κατοχή. Κι εδώ κάπου ξεκινά η δική μου φαντασία: οι ζωές των χαρακτήρων, η καθημερινότητα και οι ελπίδες τους, οι φόβοι και οι αγωνίες τους… Ωστόσο ακόμα και το μυθοπλαστικό κομμάτι που, θέλω να πιστεύω, δημιούργησα με τον σεβασμό και την υπευθυνότητα που οφείλει κανείς απέναντι σ’ ένα ιστορικό γεγονός, απηχεί κι άλλες σκληρές αλήθειες της εποχής…

Πώς υποδέχθηκαν παιδιά και ενήλικοι αναγνώστες το βιβλίο σας;

Παρά το ότι ξεκίνησα να γράφω έχοντας στο μυαλό μου παιδιά ηλικίας από 12 ετών ως αναγνώστες, στην πορεία αντιλήφθηκα πως το είδος της γραφής μου άγγιζε εξ ίσου, αν όχι περισσότερο, τους ενήλικες. Ίσως ήταν ο τρόπος που διάλεξα να χειριστώ το θέμα μου, εισχωρώντας στην εποχή και τη ζωή των χαρακτήρων, ίσως να είναι το δικό μου αναγνωστικό παρελθόν που με οδήγησε προς αυτή την κατεύθυνση. Η ιστορία των δυο φίλων, του Ασσέρ και του Θεμιστοκλή, συγκίνησε τους ενήλικες, ενώ κινητοποίησε τους νεότερους αναγνώστεςνα μάθουν περισσότερα για το Ολοκαύτωμα.

Η Βέροια είναι από τις πόλεις που κρατούν ζωντανή τη μνήμη της παρουσίας της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας. Πώς έγινε αυτό εφικτό;

Έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βέροια, ως παιδί άκουσα από τη γιαγιά μου διηγήσεις για τις Εβραίες γειτόνισσές της, έπαιξα στα δρομάκια της «Χάβρας», της εβραϊκής γειτονιάς της πόλης που όμως δεν κατοικούνταν πια από Εβραίους, αναρωτήθηκα για την πάντα κλειστή Συναγωγή της… Υποθέτω πως κι άλλοι συμπολίτες μου αναρωτήθηκαν, όπως κι εγώ, για το κομμάτι αυτό της τοπικής ιστορίας.

«Θεωρώ στρουθοκαμηλισμό το να κρύβουμε από τα ίδια παιδιά τις σκληρές ιστορικές αλήθειες με το σκεπτικό πως δεν είναι ώριμα ακόμα να τις ακούσουν. Πιστεύω πως πρέπει να επικεντρωθούμε στον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσουμε γι’ αυτές στα παιδιά μας, όχι στο πώς να τις αποφύγουμε»

Ωστόσο, πιστεύω πως σε συλλογικό επίπεδο η πόλη, όπως και άλλες ελληνικές πόλεις, επέλεξε να γυρίσει την πλάτη στην ιστορία του Εβραϊκού της κομματιού. Θεωρώ πως σε μεγάλο βαθμό ανήκει στον συντοπίτη μου συγγραφέα κύριο Γιώργο Λιόλιο, στο βιβλίο του «Σκιές της πόλης» και στη συνολική του προσπάθεια, το ότι, δεκαετίες μετά, η πόλη δέχτηκε, πρόθυμα ή μη, να επανενσωματώσει στην ιστορία της τη μνήμητου εβραϊκού της πληθυσμού.

Το βιβλίο δεν έχει καλό τέλος – όπως γίνεται φανερό από την αρχή ότι θα γίνει. Πολλοί ίσως να ήθελαν ένα «happy end»; Ποια είναι γενικότερα η γνώμη σας για την «αλήθεια που πρέπει να λέμε στα παιδιά»;

Ζούμε σε μια εποχή που οι ειδήσεις εισβάλλουν αφιλτράριστες στην καθημερινότητά μας, για πολλούς από εμάς μάλιστα μόνο ως τίτλοι, κενοί περιεχομένου. Ως παραγωγοί ειδήσεων μετράμε κλικ και λεπτά δημοσιότητας, ως καταναλωτές μετράμε αριθμούς θυμάτων από είδηση σε είδηση. Μια κοινωνία εθισμένη τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση ειδήσεων, με τρόπο τολμώ να πω κανιβαλικό.Θα ήταν πιστεύω υποκριτικό να ισχυριστούμε πως προστατεύουμε, ως κοινωνία, τα παιδιά μας από την ωμή, την κυνική πλευρά της ζωής. Κατά συνέπεια, θεωρώ στρουθοκαμηλισμό το να κρύβουμε από αυτά τα ίδια παιδιά τις σκληρές ιστορικές αλήθειες με το σκεπτικό πως δεν είναι ώριμα ακόμα να τις ακούσουν. Αν με ρωτάτε, πιστεύω πως πρέπει να επικεντρωθούμε στον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσουμε γι’ αυτές στα παιδιά μας, όχι στο πώς να τις αποφύγουμε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!