Η αδυναμία ψήφισης του προϋπολογισμού οδήγησε τον περασμένο Νοέμβριο σε πτώση την κεντροαριστερή πορτογαλική κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα ενώ βρισκόταν στο μέσο της θητείας της*. Είχαν μεσολαβήσει οι εκλογές του 2019, όπου κυριάρχησε καταρχήν η αποχή (ξεπέρασε το 50%), και σε δεύτερο βαθμό η αδυναμία της Κεντροδεξιάς να πείσει την ευρωκρατία και τους ψηφοφόρους ότι μπορεί να είναι αποτελεσματικότερος διαχειριστής. Έτσι ο Κόστα, πρωθυπουργός από το 2015, εξακολούθησε να κυβερνά – πάντα με την υποστήριξη της Αριστεράς, δηλαδή του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Μπλόκο. Χάρη σ’ αυτήν την υποστήριξη εφάρμοσε χωρίς πολλούς-πολλούς κλυδωνισμούς μια μνημονιακή πολιτική με… ανθρώπινο πρόσωπο, κερδίζοντας έτσι την εύνοια του Βερολίνου και των Βρυξελλών ως χρησιμότερος της Κεντροδεξιάς.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες ένα μεγάλο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, μη βλέποντας διέξοδο (δεδομένης και της στάσης της Αριστεράς, που κατάπινε τα πάντα «για να μην επιστρέψει η Δεξιά»), αποστασιοποιήθηκε από την κεντρική πολιτική σκηνή. Αλλά η απογοήτευση από τη διάψευση των προσδοκιών για διαφορετική πολιτική συνυπήρχε με μια ογκούμενη ορφανή δυσαρέσκεια – που εξηγεί την τεράστια αποχή του 2019**, όπως και, εν μέρει, την εμφάνιση και ενίσχυση (για πρώτη φορά από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων) ενός ακροδεξιού σχηματισμού. Τελικά η συνέχιση της, γερμανικής έμπνευσης, πολιτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας από τον Κόστα κατάφερε να εξαντλήσει την «κατανόηση» της Αριστεράς – που, υπό την πίεση της απηυδισμένης και όλο και συρρικνούμενης λαϊκής βάσης της, δεν υπερψήφισε τον φετινό προϋπολογισμό, οδηγώντας σε πρόωρες εκλογές.
Αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού
Υπάρχει βέβαια και μια ελαφρά διαφορετική ανάγνωση των εξελίξεων: η πολιτική τάξη της Πορτογαλίας, ήδη σπιλωμένη από μια διαχείριση της πανδημίας σχεδόν εφάμιλλη της… ελληνικής (χάρη και στη διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας), χρειαζόταν μια νέα διευθέτηση ώστε να επιβάλλει τις ακόμη αντιλαϊκότερες πολιτικές που απαιτούν οι ξένοι «εταίροι» της. Εδώ και καιρό οι «δυναμικοί παράγοντες της οικονομίας» (τραπεζίτες, χρηματιστές και λοιποί αεριτζήδες), καθώς και οι ευρωκράτες, ζητούν αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και «τολμηρότερη» διακυβέρνηση. Με άλλα λόγια, κρίνουν ότι τα αριστερά δεκανίκια της κυβέρνησης έπαιξαν όποιο ρόλο μπορούσαν να παίξουν (να αποτρέψουν δηλαδή την έκφραση της λαϊκής δυσαρέσκειας στο δρόμο), και πλέον είναι αχρείαστα βαρίδια.
Ο ίδιος ο Κόστα το είπε απερίφραστα στη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας: «Η ενότητα της Αριστεράς [έτσι χαρακτήριζαν όλοι τη στήριξη της κυβέρνησης από το Κ.Κ. και το Μπλόκο] είναι μια λύση που, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν μπορεί να συνεχιστεί»… Εν ολίγοις, οι λεμονόκουπες είναι πια εντελώς στυμμένες – και άρα άχρηστες. Οι κυβερνώντες «σοσιαλιστές» δεν φοβούνται διαρροή ψηφοφόρων στα αριστερά τους, καθώς η λαϊκή βάση που ψήφιζε το Μπλόκο και το Κ.Κ. είτε έχει αποστρατευθεί απογοητευμένη, είτε έχει εμποτιστεί σε μεγάλο βαθμό από τη λογική του «μικρότερου κακού».
Ζητείται ψήφος εν λευκώ
Κάπως έτσι ο Κόστα υπολογίζει ότι θα αποσπάσει πάνω-κάτω το ίδιο ποσοστό με το 2019 (που χάρη στον εκλογικό νόμο θα αβγατίσει τις έδρες του), ενώ τα δύο κόμματα της Αριστεράς θα υποστούν σημαντικές απώλειες. Όσο για τη στήριξη που θα απαιτηθεί εάν δεν αποσπάσει απόλυτη πλειοψηφία, υπάρχουν στα μικρότερα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα αρκετοί πρόθυμοι. Εν ανάγκη (κι αυτό είναι ένα σενάριο που κάνει Βερολίνο και Βρυξέλλες να χαμογελούν, καθώς εγγυάται απρόσκοπτη υλοποίηση των οδηγιών τους) υπάρχει και η λύση ενός «μεγάλου συνασπισμού» με την νυν κεντροδεξιά αξιωματική αντιπολίτευση…
Σε ένα τέτοιο στημένο σκηνικό καλούνται να λειτουργήσουν ως κομπάρσοι οι Πορτογάλοι πολίτες, με το πολιτικό σύστημα να ελπίζει ότι θα αποφύγει την περαιτέρω απονομιμοποίησή του από μια αποχή παρόμοια ή μεγαλύτερη αυτής του 2019. Κομπάρσοι, διότι κανένα κόμμα δεν δεσμεύεται για τις «κόκκινες γραμμές» του, ούτε για το με ποιον θα συμμαχήσει ή όχι την επαύριο των εκλογών. Οι Πορτογάλοι καλούνται να ψηφίσουν εν λευκώ, για να σχηματιστεί μια οποιαδήποτε κυβέρνηση – αρκεί να συνεχίσει στην ίδια ρότα με τις προηγούμενες και να επανέλθει η «σταθερότητα». Τα μεγάλα προβλήματα, από το τεράστιο εξωτερικό χρέος (269 δισεκατομμύρια ευρώ, 132% του ΑΕΠ) ως την αποσάθρωση της δημόσιας υγείας και παιδείας και τη διαρκή φτωχοποίηση των λαϊκών τάξεων, θα παραμείνουν άλυτα – ή θα διογκωθούν κι άλλο. Μαζί με τη βαριά αίσθηση ότι σε όλα αυτά έβαλε το χεράκι της η Αριστερά…
* «Και η Πορτογαλία στον “κανόνα” της αστάθειας» (φύλλο 563).
** «Η μισή Πορτογαλία είναι αλλού…» (φύλλο 470).