Μέρες του 1437 μ.Χ.

Κάθιδροι φτάναν οι μαντατοφόροι
απ’ την Ασία
και φέρναν τα μηνύματα.
Και καταλάβαινε.

Έβλεπε τα μικρά πουλιά
που φέρνουν τη βροχή
να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σύστοιχα.
Και καταλάβαινε.

Δεν την φοβότανε την καταιγίδα
ο Αυτοκράτορας
ούτε τον κεραυνό,
τους Ενετούς φοβότανε, τους Γενουάτες
και την έρπουσα βροχή,
που είχε σαπίσει τα χωράφια από χρόνια
και τον κλειστό περίκλειστο Κεράτιο Κόλπο
και την αλυσίδα του.
Από τη συλλογή ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2009

Αντί προλόγου, στη συνέντευξη του Χρήστου Ρουμελιωτάκη, στο Σταμάτη Μαυοειδή, προτιμήσαμε να δημοσιεύσουμε το ποίημά του Μέρες του 1437 μ.Χ. Είναι η χρονιά που ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος αναχωρεί για τη Δύση, αναζητώντας βοήθεια για τη σωτηρία της Πόλης, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την υποταγή στην Καθολικισμό. Παρ’ ότι το ποίημα γράφτηκε προ Μνημονίου, οι συνειρμός με τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην πάλαι ποτέ «αυτοκρατορία της ισχυρής Ελλάδας» είναι αναπόφευκτος…

Μια και η συνάντησή μας γίνεται στο Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, θα ήθελα να ξεκινήσουμε με κάτι συναφές: Ποιος είναι ο λόγος που μετά από θητεία 11 χρόνων αποφασίσατε να αποχωρήσετε από τη θέση του προέδρου του Ιδρύματος;
Ναι, υπήρξα 11 χρόνια πρόεδρος του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος- Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης. Από τον Φεβρουάριο δεν είμαι πια. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα γίνει θεσμός, νόμισα ότι αυτό είναι επικίνδυνο, μέτρησα και ορισμένα πολιτικά δεδομένα που έχουν σχέση με το Δήμο Νέας Ιωνίας, ο οποίο διορίζει το Δ.Σ. και χρηματοδοτεί το Ίδρυμα, και αποχώρησα.

Γιατί ο θεσμός είναι επικίνδυνος;
Ο θεσμός αυτός καθ’ εαυτός δεν είναι επικίνδυνος, το να γίνεσαι εσύ θεσμός είναι επικίνδυνο. Διότι χωρίς να το καταλάβεις γίνεσαι συντηρητικός κι αυτό είναι εις βάρος του σκοπού, τον οποίο θέλεις να υπηρετήσεις. Κάποια στιγμή, λοιπόν, αισθάνθηκα ότι άρχιζα να αραχνιάζω και με την ελπίδα ότι κάποιοι άλλοι θα δώσουν μια περαιτέρω ώθηση στο Ίδρυμα αποχώρησα.

Ας πάμε τώρα σε πιο οικεία χωράφια. Είναι σωστή η διαπίστωση ότι στις μέρες μας η ποίηση δεν μιλάει πια στις ψυχές των ανθρώπων, κ. Ρουμελιωτάκη;
Δεν δέχομαι αυτή τη διαπίστωση. Η ποίηση πάντα μιλάει στην ψυχή των ανθρώπων, αυτών που την επιζητούν και που την έχουν ανάγκη. Απλώς, σήμερα, δεν έχει τον κοινωνικό ρόλο που ίσως είχε σε άλλες εποχές. Στην Αρχαία Αθήνα π.χ. ή στη Σοβιετική Ρωσία τη δεκαετία του ’20. Η ποίηση συμπορεύεται πάντοτε με την κοινωνία, ο ποιητής ζει πάντοτε στην κοινωνία και στην κοινωνία αποκτά τα βιώματα από τα οποία, ενδεχομένως, κάποια σπάνια στιγμή, όπως λέει ο Ρίλκε, θα ξεπηδήσει το ποίημα.

Η ποίηση, όμως, σήμερα δεν εμπνέει, δεν συνεγείρει…
Δεν είναι εποχή που η ποίηση μπορεί να συνεγείρει. Και δεν ξέρω καμία εποχή που η ποίηση κατέβαζε τους ανθρώπους στους δρόμους, όπως υπονοείτε. Το δράμα των ποιητών είναι το ότι ενώ επιμένουν να απευθύνονται σε μια πλήθουσα αγορά, η αγορά αυτή δεν υπάρχει, δεν τους ακούει. Έχει αλλού στραμμένα τα αφτιά της. Αυτοί, όμως, εξακολουθούν να απευθύνονται στην αγορά. Εντεύθεν και η μοναξιά του ποιητή και ο μονόλογος που, αν τον διαβάσετε καλύτερα, θα δείτε ότι δεν είναι μονόλογος. Ο ποιητής σήμερα, με τις πικρές εμπειρίες που του φόρτωσε ο 20ός αιώνας είναι περισσότερο πολίτης από άλλες εποχές και δεν χειραγωγείται εύκολα από κόμματα και μεγάλους -δήθεν- σκοπούς.

Εσείς που συμμετείχατε ενεργά στην Αριστερά αισθανθήκατε κι εκεί τη χειραγώγηση που αναφέρετε;
Ναι, την αισθάνθηκα. Αδιόρατη, υπόγεια και γι’ αυτό πιο επικίνδυνη. Διαρκώς βρίσκεσαι ανάμεσα στο κομματικώς δέον και τη δική σου προσωπική αλήθεια. Ευτυχώς, πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η μελαγχολία π.χ., δεν είναι αντίθετη με το κομματικώς δέον ή με την κομματική σκοπιμότητα της στιγμής…

Η εμπλοκή με την Αριστερά δεν αποτέλεσε, όμως, κι ένα δοκίμιο αυτογνωσίας;
Φοβερό δοκίμιο. Δεν θα άλλαζα με τίποτα αυτή την εμπειρία που διαμόρφωσε την προσωπικότητά μου και κατ’ ακολουθίαν την ποίησή μου. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι στις Αποθήκες Υφάλων Όπλων, που είναι το απόσταγμα της εμπειρίας μου από τον τετράχρονο εγκλεισμό μου σ’ ένα στρατόπεδο, έβαλα ως υπότιτλο την επεξήγηση: Δοκίμιο Αυτογνωσίας.

Μου εξηγείτε το στίχο Ξένος ειμί και μισθοφόρος, που είναι και ο τίτλος μιας ποιητικής συλλογής σας;
Ξένος και μισθοφόρος είμαι, βέβαια, πρωτίστως εγώ. Αν, όμως, ήμουν μόνο εγώ, τότε το ποίημα δεν θα ήταν ποίημα, θα ήταν ανέκδοτο. Γι’ αυτό και για να του δώσω κάποια καθολική διάσταση μετέρχομαι τα τεχνάσματα που πολλές φορές μετέρχονται οι ποιητές. Χρησιμοποιώ, δηλαδή, ένα αρχαιοπρεπές ένδυμα και κάνω μια έμμεση αλλά σαφή αναφορά στον Ξενοφώντα που ήταν όντως κατ’ επάγγελμα μισθοφόρος αλλά και μεγάλος συγγραφέας. Δεν ξέρω, βέβαια, αν τελικά καταφέρνω να καταδείξω το σημερινό αλλοτριωμένο άνθρωπο που αναγκάζεται να πουλάει διαρκώς την ψυχή του. Όπως και χτες, όπως ίσως και αύριο.

Τι σημαίνει για έναν αριστερό ποιητή η έκφραση «πιο καλή ζωή», κ. Ρουμελιωτάκη; Ποια λάθος ανάγνωση κάναμε, για να φτάσουμε σήμερα εδώ που φτάσαμε;
Είναι πολύ εύλογη ερώτηση, που όμως δεν επιδέχεται μια εύκολη απάντηση. Θέλει μια πολύ-πολύ μεγάλη ανάλυση που νομίζω ότι υπερβαίνει τις δικές μου δυνάμεις. Οι άνθρωποι πάντοτε ελπίζουμε σε μια καλύτερη ζωή και πάντοτε απογοητευόμαστε. Αλλά πάντα προχωράμε. Δεν είμαστε π.χ. στην εποχή του Σχεδίου Μάρσαλ…

Ούτε και πολύ μακριά, πάντως!
Ναι, πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος για το χειρότερο. Αλλά και πάντοτε υπάρχει και το καλύτερο.

Η γνώμη σας για την Αριστερά του σήμερα;
Η κουλτούρα μου είναι η κουλτούρα της Αριστεράς, που αρχίζει από τον διαφωτισμό και τη μεγάλη κατάκτηση της αστικής δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων και, οπωσδήποτε, περνάει από τον Μαρξ, αλλά δεν αρκείται σ’ αυτά. Αυτή η Αριστερά ήταν πάντοτε μέσα στην κοινωνία και αγωνιζόταν πάντοτε μαζί της.  Σήμερα, ποια Αριστερά; Εγώ δεν βλέπω καμία Αριστερά. Δεν ακούω καμία πρόταση για ένα καλύτερο κόσμο ή έστω για κάποια μικρή αλλαγή στη ζωή μας. Ένα μόρφωμα της οργανωμένης Αριστεράς ονειρεύεται ως λύση την επιστροφή στον Στάλιν και την 3η Συνδιάσκεψη. Και μέχρι τότε πρέπει να περιμένουμε, ενώ ένα άλλο αναζητεί ένα νέο μπολσεβικισμό. Και όλοι θέλουν να μην αλλάξει τίποτε. Όλοι οι Έλληνες να διορισθούν στο Δημόσιο και κανείς να μη πληρώνει φόρους. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Και κανείς δεν μας εξηγεί πώς έγινε και από τη φλόγα του Οκτώβρη καταλήξαμε στον υπαρκτό και την αναπότρεπτη και παταγώδη κατάρρευσή του. Και πώς η Μεγάλη Πορεία κατέληξε στον πιο άγριο καπιταλισμό.
Κι αφού ο λόγος είναι για την ποίηση και την Αριστερά ας κλείσουμε, αγαπητέ μου Σταμάτη, με ένα ποίημα. Ο τίτλος του είναι Δεν είναι τίποτα και περιλαμβάνεται στην ομώνυμη συλλογή μου.

Δεν είναι τίποτα,
είναι η πόρτα σου, που ανοιγοκλείνει μόνη της,
όπως και χθες.
Δεν είναι τίποτα,
είναι η θεία σου Αγγελική, που έχει πεθάνει από χρόνια
και είναι μόνη της.
Δεν είναι τίποτα,
είναι τα χρόνια σου, που επιστρέφουν
και διεκδικούν τα δικαιώματά τους.
Δεν είναι τίποτα,
είναι μεσάνυχτα και είναι αργά, πολύ αργά
για να φοβάσαι.

 

 

Ποιος είναι ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης

Γεννήθηκε το 1938 στην Αργυρούπολη Ρεθύμνης. Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία Αττικής. Σπούδασε νομική, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες. Εργάσθηκε ως δικηγόρος. Έλαβε μέρος στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του και συμμερίσθηκε τη μοίρα της Ελληνικής Αριστεράς.
Εξέδωσε και διηύθυνε το πολιτικό περιοδικό «Σχεδία».
* Από το 1999 ως το 2010 ήταν πρόεδρος του ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης».
Στα γράμματα εμφανίσθηκε με το ποίημα «Πίσω από τα βλέφαρα» στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», το 1957.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και δύο συλλογές δοκιμίων.
Για το έργο του “Ασκήσεις Αυτογνωσίας” τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο Δοκιμίου- Κριτικής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!