Στην πολυτάραχη Αθήνα της δεκαετίας του ’60, διαδραματίζεται το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Χριστόφορου Βεϊνόγλου «Συζυγικό καθήκον» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν. Μια αστυνομική ιστορία που θυμίζει την ατμόσφαιρα των βιβλίων του Γιάννη Μαρή, με έντονη την παρουσία της περιρρέουσας πολιτικής πραγματικότητας, αφού η ιστορία διαδραματίζεται την εποχή του θανάτου του τότε Βασιλιά Παύλου.
Τρεις κεντρικοί ήρωες, τρεις φίλοι, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, σε μια Αθήνα που περιγράφεται με γλαφυρότητα και αίσθηση του χιούμορ αφού ο συγγραφέας προτιμά να αλλάξει όλα τα ονόματα εμβληματικών σημείων συνάντησης της πόλης, αφήνοντάς τα όμως απολύτως αναγνωρίσιμα. Ωστόσο, η πόλη και η ατμόσφαιρα της εποχής αποτυπώνονται με ακρίβεια, μέσα από διάφορες λεπτομέρειες που αφορούν σε συνήθειες, ντυσίματα, τραγούδια, κέντρα διασκέδασης κ.ά.
Ρίχνουμε μια ματιά στον τρόπο που δουλεύουν οι επιχειρηματίες, στο πώς οι διάφορες εξουσίες διαπλέκονται μεταξύ τους, πώς λειτουργεί η πάντα… ανεξάρτητη δικαιοσύνη, η δημοσιογραφία, ο αθλητισμός – και στην περίοδο εκείνη μιλάμε και για το Φαληρικό Δέλτα με τον Ιππόδρομο στις δόξες του. Παρουσιάζεται και η σκοτεινή πλευρά της πόλης που σε κάποια σημεία εφάπτεται με τις καλές της συνοικίες, ακόμη κι αν δεν συναντιούνται γεωγραφικά.
Πέρα από την ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας δομεί πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, προσεγγίζει ηθικά διλήμματα, ερωτικές και φιλικές σχέσεις, οικογενειακά πάθη. Το αποτέλεσμα είναι μια συναρπαστική ιστορία που θα σας χαρίσει όμορφες αναγνωστικές στιγμές…
Πώς επιλέξατε το μυθιστόρημά σας να διαδραματίζεται τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο; Σας δυσκόλεψε η αποτύπωση της εποχής;
Το «Συζυγικό καθήκον» περιγράφει μία ιστορία που εκτυλίσσεται στις αρχές του 1964, λίγο πριν και λίγο μετά τις εθνικές εκλογές του Φεβρουαρίου. Η εποχή ήταν μία εποχή αισιοδοξίας, μετά τις δύο προηγούμενες σκοτεινές δεκαετίες. Υπήρχε μία αίσθηση αισιοδοξίας και μία άνθηση της κοινωνίας στους περισσότερους τομείς: στην πολιτική, στις τέχνες, στην μουσική, στην λογοτεχνία, στον κινηματογράφο.
Το βιοτικό επίπεδο είχε αρχίσει να βελτιώνεται και υπήρχε και η προοπτική της ΕΟΚ, που φάνταζε ιδιαίτερα ελκυστική. Ήταν μία άνοιξη, λίγο πριν την «χαμένη άνοιξη» που περιγράφει ο Τσίρκας στο σχετικό βιβλίο του.
Ο χώρος που διαδραματίζεται η ιστορία είναι το κέντρο της Αθήνας, όπου το αστικό τοπίο δεν έχει αλλάξει και πολύ. Οι κεντρικοί ήρωες, τρείς φίλοι, ένας ευκατάστατος δικηγόρος, ένας δημοσιογράφος και ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ κινούνται σ’ αυτόν τον χώρο, που εύκολα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει και σήμερα, και είναι βγαλμένοι από διαφορετικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Στην ουσία δεν υπάρχει κάθαρση και οι ένοχοι μένουν ατιμώρητοι. Το διαλέξατε αυτό ως μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση;
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ αναλαμβάνει να διερευνήσει κάποιες υποθέσεις που αφορούν ή έχουν επιπτώσεις στους άλλους δύο, καθώς και σε κάποια κοντινά τους πρόσωπα. Οι υποθέσεις αυτές είναι μία σχετικά μικρή επαγγελματική κομπίνα και μία υποψία συζυγικής απιστίας, καθώς και μία «παραβατική» ενέργεια που σχετίζεται με τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχει κάποιο τρομερό έγκλημα ή κάποιοι αδίστακτοι κακοποιοί. Όλα είναι μικροϋποθέσεις από την καθημερινή ζωή, που μπορούν να συμβούν στον καθένα.
Ο ντετέκτιβ χρησιμοποιώντας απλές μεθόδους, κυρίως τη διαίσθησή του, την παρατηρητικότητα και την λογική του, αλλά και λόγω μιας σειράς συμπτώσεων, αρχίζει να ανακαλύπτει διάφορα «ευρήματα» που φέρνουν σε δύσκολη θέση τον ίδιο, αλλά και τους δύο φίλους του. Του δημιουργούνται αρκετές απορίες, αλλά και αρκετά ηθικά διλήμματα: τι να αποκαλύψει και τι να κρατήσει για τον εαυτό του. Τελικά φέρνει σε πέρας την αποστολή του χωρίς να διαταράξει ισορροπίες.
Ο αναγνώστης δεν ταυτίζεται απαραίτητα με κάποιον από τους ήρωες της ιστορίας. Αυτοί βιώνουν πράγματα χαμηλής έντασης που συμβαίνουν στη ζωή. Δεν υπάρχει το μεγάλο έγκλημα, κάποιος φόνος ή κάποια ιδιαίτερα κακουργηματική πράξη. Δεν υπάρχει συμμετοχή της αστυνομίας ή της Ασφάλειας στις έρευνες. Υπάρχει μόνο ένας ντετέκτιβ που συνήθως ασχολείται με μικροϋποθέσεις. Δεν υπάρχουν δικαστήρια, καταδίκες ή κάποιο βίαιο τέλος.
Γιατί διαλέξατε τη μορφή αστυνομικού μυθιστορήματος;
Το μυθιστόρημα μπορεί να χαρακτηριστεί «αστυνομικό» αλλά αυτή δεν είναι η κύρια φύση του. Είναι κυρίως μία ιστορία προσωπικών σχέσεων, σε μία κοινωνία που δεν διαφέρει πολύ από τη σύγχρονη. Εξάλλου, ακόμη και ο Ντίκενς, στις περισσότερες ιστορίες του, έχει στον πυρήνα μία υπόθεση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αστυνομική».
Πρωταγωνιστής με μία έννοια είναι το κέντρο της Αθήνας και η εποχή. Θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί «αθηναϊκό μυθιστόρημα» αν τον τίτλο δεν τον είχε ήδη κατοχυρώσει ο Κ. Χρηστομάνος, με την «Κερένια Κούκλα» έναν αιώνα πριν.
Η επιλογή του πολυτονικού έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία για σας;
Η αποτύπωση της εποχής δεν θα μπορούσε εύκολα να γίνει με το σημερινό μονοτονικό σύστημα γραφής. Ήταν απαραίτητο το πολυτονικό, με βάση τη δημοτική όμως. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι στη δεκαετία του εξήντα έγινε μία μικρής διάρκειας κατάργηση της καθαρεύουσας και στη θέση της μπήκε η δημοτική με πολυτονικό σύστημα (η χούντα βέβαια επανέφερε την καθαρεύουσα). Εξάλλου αυτά τα σημαδάκια πάνω από τα φωνήεντα (τόνοι και πνεύματα) μάλλον ομορφαίνουν αισθητικά το τυπωμένο κείμενο στο βιβλίο. Ας ελπιστεί ότι αυτό δεν θα αποτρέψει υποψήφιους αναγνώστες από το να το διαβάσουν.