Από τον Δημήτρη Ουλή. Δεν θα το κρύψω: O βασικότερος λόγος για τον οποίο βρίσκω ενδιαφέρουσα τη χρήση του μετρό στην Αθήνα, είναι ότι προσφέρει ένα λαμπρό πεδίο ανθρωπολογικής παρατήρησης σ’ εκείνον που θα τολμούσε να αφήσει το βλέμμα του να περιπλανηθεί στα γύρω του πρόσωπα – εννοώ τους συνεπιβάτες του.
Θα διαπιστώσει τότε ότι αναδύονται μέσα του σημαντικές διαισθήσεις σε σχέση με το στατιστικό εκείνο φάντασμα που καλείται «μέσος άνθρωπος», αλλά και την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική συνθήκη στην οποία αυτός είναι ενταγμένος. Από την άποψη αυτή, δεν θεωρώ υπερβολή να ισχυριστώ ότι μία χορταστική βόλτα με το τρένο από τον Άγιο Δημήτριο μέχρι την Κηφισιά λόγου χάρη, συνιστά πληροφοριακή πηγή πολύ πιο αποκαλυπτική από τέσσερα δελτία ειδήσεων μαζί.
Πάρτε για παράδειγμα το φαινόμενο της ανάκαμψης των ατόμων που μπαίνουν στο τρένο για να ζητήσουν ελεημοσύνη (μολονότι αρνούνται κατηγορηματικά ότι κάνουν κάτι τέτοιο). Κανένα δελτίο ειδήσεων δεν θα μπορούσε ποτέ να ανιχνεύσει το μέγα χάσμα που χωρίζει τα συγκεκριμένα άτομα από τους παλαιότερους συναδέλφους τους, με τις θρυλικές εκείνες φωτοτυπίες που κράδαιναν ως τεκμήρια της κακοτυχίας τους ή με τις υπέροχες εκείνες αποστροφές τού τύπου: «Ήμουν οδηγός σε φορτηγό, ώσπου τράκαρα», «Κρατήστε σας παρακαλώ μία αναπτήρα» ή «Δεν έχω τα οικονομικά μου έξοδα».
Μολονότι ποτέ δεν εκλείπουν περιπτώσεις που αιφνιδιάζουν με την πρωτοτυπία τους, οφείλω να ομολογήσω ότι η «μεταμοντέρνα» μετεξέλιξη της επαιτείας εμφανίζει ένα πολύ πιο σοβαροφανές προφίλ σε σύγκριση με το παρελθόν. Απόδειξη ότι οι επαίτες των τρένων δικαιολογούν πλέον την πράξη τους μέσα από βιογραφικές αφηγήσεις ρεαλιστικές, ευλογοφανείς και ελάχιστα σπαραξικάρδιες, οι οποίες φιλοδοξούν να περάσουν στο ακροατήριό τους την ιδέα ότι ο ομιλών δεν είναι κάποιος παρίας ή απόκληρος της Ιστορίας, αλλά ένας άνθρωπος όπως όλοι μας. Σε όλους τους τόνους και τα ημιτόνια, ο σύγχρονος επαίτης μοιάζει δηλαδή σαν να μεταφέρει το μήνυμα ότι δεν υπάρχουν ασφαλή όρια ανάμεσα σ’ εκείνον και τους επιβάτες, ότι κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει την ευζωία του μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης – και άρα ότι δυνάμει, είμαστε όλοι επαίτες: «Σήμερα είμαι εγώ. Πιθανόν αύριο να είσαι εσύ».
Πάρτε ένα δεύτερο παράδειγμα: Το εκκωφαντικό μήνυμα που ακούγεται ανά δίλεπτο σε όλες τις στάσεις και τους σταθμούς του μετρό: «Αγαπητοί επιβάτες· παραλείσθε να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα». Και αγγλιστί: «Dear passengers; please, mind your personal belongings». Στο άκουσμα του μηνύματος, νομίζω ότι ακόμα και ο πιο ανυποψίαστος επιβάτης έχει την τάση -σχεδόν σαν από ανακλαστικό- να κοιτάξει αν το πορτοφόλι είναι όντως στην τσέπη του ή αν η τσάντα εξακολουθεί να κρέμεται στον ώμο του. Και ιδού πώς μετεξελισσόμαστε σε κοινωνία φοβική: Από τη μία μεριά, το διαρκές ενδεχόμενο της πτώχευσης (κρατικής και προσωπικής), το οποίο ο επαίτης δεν παύει να σου θυμίζει εμφαντικά· από την άλλη, η ανάγκη να καθηλώσεις την προσοχή σου στα προσωπικά σου αντικείμενα, να τα σφίξεις πάνω σου, να τα υπερασπιστείς απέναντι σε κάθε επιτήδειο που θα τα εποφθαλμιούσε. Πώς να ζήσεις έτσι; Πώς να υποφέρεις το γεγονός ότι ο «θρίαμβος του αντικειμένου» επιβεβαιώνεται ακόμα και στις πιο πεζές στιγμές της καθημερινότητάς σου – όπως είναι μια βόλτα με το μετρό; Πνίγομαι, χρειάζομαι αέρα. Και καταγγέλλω το φωστήρα που είχε την ιδέα της ηχογράφησης του μηνύματος των «προσωπικών αντικειμένων», για να μας κάνει να φοβόμαστε και να υποπτευόμαστε ακόμα και τη σκιά μας.