Με το προσύμφωνο Τσίπρα-Ιερώνυμου το νεοελληνικό κράτος δείχνει να κλείνει έναν μεγάλο κύκλο. Τελειώνει πλέον η μακρά ομοτράπεζη και ομόκλινη συμβίωση των δύο πολιτειακών θεσμών του: της πολιτικής και της εκκλησιαστικής του διοίκησης. Είναι άλλωστε κοινό μυστικό πως εδώ και κάποιες δεκαετίες, ιδίως από τη δεκαετία του ‘90, που η χώρα μπήκε ολοκληρωτικά και χωρίς αναστολές στην τροχιά του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού, το πολιτικό σύστημα και η Ελλαδική Εκκλησία ζουν εν διαστάσει. Φαίνεται πως ήρθε τώρα η ώρα για το οριστικό διαζύγιο. Και το μόνο που μένει είναι να ρυθμιστούν τα περιουσιακά και το καθεστώς της διατροφής.

Ως μείζον θέμα αναδεικνύεται η μισθοδοσία του κλήρου και σε δεύτερο πλάνο η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Διότι, πραγματικά, δεν υπάρχουν και πολλά άλλα ζητήματα να ρυθμιστούν. Όπως τονίζουν εδώ και καιρό οι συνταγματολόγοι «πατέρες» του πολιτικού μας συστήματος (βλ. ενδεικτικά τη συζήτηση Ν. Αλιβιζάτου, Ευ. Βενιζέλου κ.ά. στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας, 28/11/2016), τα περισσότερα από τα νομικά και άλλα πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με τον θρυλούμενο χωρισμό κράτους-εκκλησίας έχουν ήδη διευθετηθεί, προς την κατεύθυνση –εννοείται– της περιθωριοποίησης της Εκκλησίας.

Επομένως ο θόρυβος που γίνεται τα τελευταία χρόνια από τους ακραίους φιλελεύθερους (του κέντρου, της κεντροαριστεράς και της ριζοσπαστικής δικαιωματιστικής αριστεράς) για πλήρη και ολοκληρωτικό χωρισμό, δεν έχει παρά συμβολική και ψυχολογική μόνο σημασία. Κάτι που, όπως φαίνεται, αφήνει ολωσδιόλου αδιάφορη την κυβέρνηση Τσίπρα, για την οποία ο χωρισμός κράτους-εκκλησίας δεν είναι παρά ένα τεχνοπολιτικό εγχείρημα: Ας λέει το προοίμιο του Συντάγματος περί Αγίας Τριάδος ό,τι θέλει. Θα έχει κι αυτό τη γραφικότητά του. Μεταμοντέρνα πράγματα!

Και Θεός και Αγορές!

Αυτό υποχρεώνει και εμάς τους υπόλοιπους να συνειδητοποιήσουμε πως δεν βρισκόμαστε πλέον ούτε στον 19ο ούτε καν στον 20ο αιώνα, και επομένως, οφείλουμε να δούμε τις καταστάσεις και τα γεγονότα όχι μέσα από τα κληρονομημένα ιδεολογήματά μας, αλλά μέσα από την πραγματική τους υπόσταση στην τρέχουσα πραγματικότητα. Διότι, διαβάζοντας την υπόθεση με τα συνήθη αντανακλαστικά –είτε προοδευτικά, είτε συντηρητικά– θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα καθυστερημένο βήμα θρησκευτικού απογαλακτισμού του κράτους (για τους μεν), ή ξεριζωμού του από την εκκλησία (για τους δε).

Για την κοινή γνώμη η ανακοίνωση της συμφωνίας ήταν κάτι ξαφνικό. Φαίνεται όμως πως προετοιμάστηκε με τη διακριτική συνεργασία των δύο πλευρών εδώ και πολύ καιρό. Και ίσως αυτό να εξηγεί και τις αλλεπάλληλες μετατοπίσεις του Αρχιεπισκόπου όλο αυτό το διάστημα μεταξύ σφοδρού αντικυβερνητισμού και θεσμικής ορθότητας. Ήταν ζήτημα διαπραγμάτευσης και όχι ουσίας.

Κάπως έτσι θέλει, άλλωστε, η κυβέρνηση να εμφανίσει την υπόθεση αυτή στην προοδευτική εκλογική πελατεία και στο κεντροαριστερό φιλελεύθερο πολιτικό προσωπικό που απευθύνεται. Όμως στις μέρες μας, και με δεδομένη την αποικιοποίηση της χώρας και την απόλυτη υποταγή της στη θρησκεία των «αγορών», όλα τα ιδεολογικά στοιχεία αυτού του χωρισμού δεν είναι παρά προσχηματικά επικαλύμματα μιας οικονομοτεχνικής, εν τέλει, ρύθμισης, προς ένα απολύτως νεοφιλελεύθερο κράτος.

Και από την άποψη αυτή δεν έχουν ίσως άδικο όσοι διαβλέπουν πως η «ΜΚΟποίηση» της Εκκλησίας θα αποτελέσει το πρότυπο και για άλλους ανάλογους αποχωρισμούς του κράτους με όλες εν γένει τις πτυχών της κοινωνικής μέριμνας και της πολιτιστικής ζωής που ως τώρα ήταν διασυνδεδεμένες μ’ αυτό (χωρισμός κράτους-παιδείας, κράτους-υγείας κ.ο.κ.).

Βέβαια δεν πρέπει να μας διαφεύγει η μικρή, αλλά ουσιώδης λεπτομέρεια, πως όλα τα παραπάνω γίνονται «διά χειρός» ΣΥΡΙΖΑ. Που σημαίνει πως κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πόσο τοις εκατό απ’ αυτά εκφράζουν πραγματικές προθέσεις και πόσο τοις εκατό δεν είναι παρά επικοινωνιακοί χειρισμοί. Διότι είναι τόσες πολλές και τόσο περίπλοκες οι διοικητικές και οικονομοτεχνικές λεπτομέρειες που πρέπει να κανονιστούν και να συμφωνηθούν, που είναι βέβαιο πως για την τελική θεσμοθέτησή τους θα χρειαστεί πάρα πολύς χρόνος· που κατά πάσα πιθανότητα ξεπερνά τον χρονικό ορίζοντα αυτής της κυβέρνησης. Έτσι ο μεν ΣΥΡΙΖΑ θα έχει κάνει το κομμάτι του προς το προοδευτικό του ακροατήριο, ενώ η καυτή πατάτα θα περάσει στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης μαζί με όλο το πακέτο της Συνταγματικής Αναθεώρησης.

Η εκκλησιαστική διάσταση και η ετερογονία των σκοπών

Πώς θα μπορούσε να δει κανείς το ζήτημα από τη σκοπιά της εκκλησίας; Μιλήσαμε παραπάνω για γάμο και χωρισμό –όπως το έκαναν και πολλά άλλα δημοσιογραφικά μέσα. Δεν πρέπει όμως να το δούμε σαν απλό ευφυολόγημα. Διότι μιλώντας με την εικονολογική γλώσσα της θεολογίας, η Εκκλησία είναι ούτως ή άλλως μια νύφη. Το ερώτημα είναι ποιος είναι ο νυμφίος.

Από συστάσεως νεοελληνικού κράτους η Εκκλησία λοξοκοιτάζει. Έχοντας εν πολλοίς δεχθεί τον ρόλο της εθνοκρατικής θεραπαινίδας, έχει στριμώξει την πνευματική της υπόσταση και την έχει υπαγάγει στα όρια ενός κρατικού ιδεολογικού μηχανισμού (όπως θα έλεγε και ο Αλτουσέρ). Πολλές είναι οι αλλοιώσεις και οι μεταλλάξεις που υπέστη η εκκλησία για να προσαρμοστεί σ’ αυτόν τον ρόλο, και δεν είναι εδώ η θέση για να τις απαριθμήσουμε. Βασικός σταθμός ήταν η βίαια αποκοπή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το αυτοκέφαλο του 1833 (το οποίο, παρεμπιπτόντως, μας το θυμίζει τώρα η υπόθεση της Ουκρανικής αυτοκεφαλίας).

Πώς θα λειτουργήσει τώρα ο χωρισμός σε σχέση με την πνευματική φυσιογνωμία της Εκκλησίας δεν το ξέρουμε. Σίγουρα θα τη φέρει μπροστά σε τεράστια διλλήματα και θα είναι πρόξενος μεγάλης αμηχανίας. Μια μεγάλη μερίδα θα αντιδράσει ασφαλώς με συντηρητικά αντανακλαστικά, φοβούμενη την αλλοίωση τους έθνους, την αποκοπή του από τις θρησκευτικές του ρίζες κ.λπ. Υπάρχει όμως και μια άλλη μερίδα –του γράφοντος περιλαμβανομένου– που εδώ και κάποιες δεκαετίες υποστηρίζει τον χωρισμό, με την α΄ ή β΄ έννοια, ελπίζοντας στην απελευθέρωση της εκκλησίας από τις κρατικές της δουλείες.

Στα δύο χιλιάδες χρόνια της ύπαρξής της η εκκλησία έχει δείξει πως οι πιο αυθεντικές της πτυχές στα δύσκολα ανθίζουν, εν μέσω ανυδρίας και πόνου. Δεν αποκλείεται λοιπόν να ισχύσει και σ’ αυτή την περίπτωση αυτό που είπε ο Μεφιστοφελής στον Φάουστ για τη δύναμη εκείνη που αιώνια θέλει το κακό και πάντα πράττει το καλό.

* Ο Βασίλης Ξυδιάς είναι εκπαιδευτικός-θεολόγος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!