Βόιτσεκ: «Κύριε λοχαγέ, καίει η γη όπως η κόλαση κι εγώ παγώνω, παγώνω». Γράφει η Χριστίνα Ανδρέου

Θραύσματα, σχεδιάσματα, σκόρπια φύλλα… Ένας σκελετός με γερά κόκαλα, αλλά χωρίς σώμα. Μια ανολοκλήρωτη δημιουργία. Μια πνευματική παρακαταθήκη μισή… Αυτός είναι ο γοητευτικός «Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ που για χάρη του έχουν χυθεί τόνοι φιλολογικής μελάνης στην προσπάθεια ανασύνθεσης των χειρογράφων που άφησε πίσω του ο συγγραφέας μετά το θάνατό του. Γραμμένος το 1836 στη Γερμανία, αν και αποτελεί ένα αίνιγμα, όσον αφορά την αλληλουχία των σκηνών, είναι ένα έργο-ορόσημο της σύγχρονης δραματουργίας αφού εμπεριέχει όλες τις υφολογικές τάσεις που συνοψίζουν αυτό που λέμε θέατρο του 20ού αιώνα: νατουραλισμός, εξπρεσιονισμός, επικό θέατρο, θέατρο του παραλόγου παρατάσσονται σε μια εμπνευσμένη σύνθεση, φαινομενικά απλή ως προς την αφήγηση της ιστορίας, αλλά πολυεπίπεδη όσον αφορά την οξύνοια των νοημάτων. Το έργο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα της εποχής. Ο Μπίχνερ εμπνέεται και δανείζεται σχεδόν με ντοκιουμενταριστική διάθεση στοιχεία από την αληθινή ιστορία του βετεράνου του σουηδικού και πρωσικού στρατού Γιόχαν Κρίστιαν Βόιτσεκ που εκτελέστηκε στη Λειψία το 1824, για τον φόνο της ερωμένης του. Ο στρατιώτης Βόιτσεκ του Μπίχνερ, λοιπόν, ξυρίζει καθημερινά τον λοχαγό του και αντί πινακίου φακής κάνει το πειραματόζωο σ’ ένα γιατρό. Αγαπάει -τυφλά και αφόρητα- την όμορφη Μαρία, τη μάνα του παιδιού του, που θα τον απατήσει με τον λοχαγό. Στο μυαλό του η μόνη λύση είναι ο φόνος. Όχι των δυναστών του, αλλά της αιώνιας αγαπημένης. Ο Βόιτσεκ θα σκοτώσει τη Μαρία και μαζί με αυτή θα σκοτώσει και ό,τι όμορφο και αληθινό τον κρατάει στη ζωή. Όμως, δυστυχώς, η σχέση του με τη βία είναι μια αναπόδραστη σχέση. Όπως αναπόδραστη είναι και η σχέση των ηρώων του Μπίχνερ με το πεπρωμένο τους. Ένα πεπρωμένο που ορίζεται και καθορίζεται από την κοινωνική τους θέση. Γι’ αυτό και ο κόσμος που περιγράφει ο Μπίχνερ είναι πνιγηρός, μια φυλακή χωρίς κάγκελα, αλλά χωρίς έξοδο κινδύνου…
Ο Βόιτσεκ είναι ένα τραγικό παράδειγμα παρία που όλοι τον περιφρονούν και τον αντιμετωπίζουν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Η κοινωνία του επιδεικνύει απροκάλυπτα το ανήθικο πρόσωπό της, οδηγώντας τον ουσιαστικά στην τρέλα. Η άρχουσα τάξη είναι ο χυδαίος βασανιστής του Βόιτσεκ, η μπότα που λιώνει χωρίς έλεος το ταπεινό σκουλήκι. Αυτό, όμως, που κάνει σπουδαίο το έργο του Μπίχνερ δεν είναι η έννοια ενός απλουστευτικού «κατηγορώ» των κοινωνικών ανισοτήτων. Ο Μπίχνερ διεισδύει ακόμη πιο βαθιά, ψάχνοντας για τη ρίζα του Κακού και πώς αυτό δημιουργείται. Πώς δημιουργείται στην ψυχή και στο μυαλό επηρεάζοντας στο όλον την ύπαρξη. Γι’ αυτό και ο «Βόιτσεκ» πάνω από όλα είναι ένα σπαρακτικό υπαρξιακό δράμα.

Τα της παράστασης
Όπως προανέφερα, ως θεατρικό έργο, με την έννοια ενός «περιφραγμένου» κειμένου στο οποίο ο συγγραφέας έχει δώσει την τελική του μορφή, ο «Βόιτσεκ» δεν υφίσταται. Το γεγονός αυτό δίνει στον εκάστοτε σκηνοθέτη την ελευθερία μιας αναμέτρησης: Το πώς θα καταφέρει ο ίδιος να συγκροτήσει τα υπάρχοντα θραύσματα σε ένα κολάζ με πλήρη θεατρική υπόσταση. Ο Σάββας Στρούμπος, λοιπόν, ως προς αυτό βγήκε αλώβητος από την αναμέτρηση. Ο Βόιτσέκ του ήταν μια ολοκληρωμένη πρόταση. Ο Μιλτιάδης Φιορεντζής στον πρωταγωνιστικό ρόλο, για μία ακόμη φορά, χωρίς να επαναπαύεται στην κεκτημένη υποκριτική του δεινότητα, δουλεύει με υπαρξιακή αγωνία επί σκηνής το τρίπτυχο ψυχή, σώμα και νου, φυλακίζοντας τα βλέμματα. Αποκάλυψη στο ρόλο του γιατρού η Δέσποινα Χατζηπαυλίδου που αν και τον περιέγραψε υποκριτικά ως καρικατούρα δεν ενέπεσε στην παγίδα να ομοιάσει με μαριονέτα, πράγμα που ο Δαυίδ Μαλτέζε ως λοχαγός δεν απέφυγε σε σημεία. Η Ελεάνα Γεωργούλη στο ρόλο της Μαρίας είναι εντυπωσιακή, αλλά με ένα ναρκισσιστικό τρόπο που μπορεί μεν να υπαγόρευε ο ρόλος, αλλά ενοχλούσε εντέλει. Στη σκηνή, μάλιστα, που προσομοίαζε σε σύγχρονη μαινάδα -στριφογυρίζοντας το κεφάλι με ιλιγγιώδη ρυθμό- τολμώ να πω πως με έκανε να αποστρέψω το βλέμμα εξαιτίας της τόσης υπερβολής. Το σωματοποιημένο θέατρο σίγουρα έχει τους ιδιαίτερους κώδικές του, αλλά και αυτοί χρειάζονται μια μικρή επεξεργασία, όταν δεν βρίσκεσαι σε ώρα πρόβας αλλά σε παράσταση. Το μινιμαλιστικό σκηνικό του Γιώργου Κολιού εξαιρετικής αισθητικής και άποψης.

To tip του θεατή
Η Ομάδα Σημείο Μηδέν στο νέο χώρο του Θεάτρου Αττίς παραδίδει στη σκηνή μια παράσταση θεατρικού ήθους. Με γοητεύει ιδιαίτερα το πάθος και το δόσιμο που αποπνέουν όλα σε κάθε τους δουλειά, με τις όποιες αδυναμίες. Ένα πάθος και ένα δόσιμο που αξίζει να το ακολουθείς και να το παρακολουθείς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!