Η μελέτη των Εθνικών Λογαριασμών και των Στατιστικών Δελτίων επιβεβαιώνει το στρατηγικό ρόλο των δημόσιων επενδύσεων στη συνολική και ανά τομέα οικονομική ανάπτυξη. Επίσης, φανερώνει τη θεμελιώδη αναντιστοιχία ανάμεσα σε υδροκέφαλες κρατικές δαπάνες και παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις.
Την περίοδο 1950-’60 το ελληνικό κράτος είχε εισπράξει από τη φορολογία περίπου 65,98 τρισ. δρχ., που αντιστοιχούσαν σε 2,5 δισ. δολ. περίπου. Το 80% του ποσού προερχόταν από την έμμεση φορολογία, ενώ το σύνολο των φόρων αποτελούσαν το 90% των εσωτερικών κρατικών εσόδων.
«Δεν έφτανε ο πληθωρισμός, το υψηλό κόστος της ζωής, η υποτίμηση της δραχμής», όπως σημείωνε το 1975 στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας (Β΄, σ. 85) ο Ψυρούκης, «με μέσο της έμμεσης φορολογίας το κράτος -κατά τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς- ιδιοποιόταν το 50% του εισοδήματος των εργαζομένων (Φόρος Κύκλου Εργασιών, δηλαδή φορολογία όλων των αγαθών που κυκλοφορούσαν στην αγορά, φόρος πάνω στον καπνό, φόρος στη ζάχαρη, φόρος στα οινοπνευματώδη κ.λπ., τέλη, δασμοί, υποχρεωτικές εισφορές κ.λπ., όλα έπεφταν στην πλάτη του κοσμάκη)».
Στα χρόνια 1950-‘56 οι κρατικές δαπάνες ξεπέρασαν τα 85 δισ. δραχμές, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις δεν έφταναν ούτε τα 11 δισ. δραχμές. Δηλαδή οι δημόσιες επενδύσεις, όπως πρόσθετε ο Ψυρούκης (1975), αντιπροσώπευαν μόλις και μετά βίας το 12% του όγκου των δημοσίων δαπανών.
Οι συνολικές εγχώριες δαπάνες για μεταφορικά μέσα και για τον εξοπλισμό τους (εξαιρουμένων των ποντοπόρων πλοίων) έφτασαν το 1967 τα 4,66 δισ. δρχ., αποτελώντας το 9,66% του συνόλου των ακαθάριστων επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών. Επτά χρόνια μετά, το 1974 οι εγχώριες δαπάνες για μεταφορικά μέσα και τον εξοπλισμό τους ήταν 9,75 δισ. δρχ., ποσό που αντιστοιχούσε στο 6,45% του συνόλου των εγχώριων ακαθάριστων επενδύσεων. Οι συνολικές όμως ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, μέσα κι έξω από τη χώρα, στον τομέα μεταφορών και επικοινωνιών ήταν την ίδια χρονιά 22,97 δισ. δρχ., ποσοστό 15,20% του συνόλου των ακαθάριστων επενδύσεων.1
Πού κατευθύνθηκαν οι ιδιωτικές επενδύσεις
Γενικά μιλώντας, οι τομείς της μανιφακτούρας (μεταποίησης) και της κατοικίας είναι οι βασικοί τομείς όπου πραγματοποιήθηκαν οι μεγαλύτερες ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου από το 1958 ως το 1975, σύμφωνα με τους Εθνικούς Λογαριασμούς που κυκλοφόρησαν το έτος 1976. Αντίθετα, στους τομείς της ενέργειας, της ύδρευσης και της αποχέτευσης, όπως και στους τομείς των μεταφορών και των επικοινωνιών, η επενδυτική πρωτοβουλία του δημοσίου ήταν πιο ενισχυμένη.
Στον αγροτικό τομέα, αφού δόθηκε μια γερή ώθηση από τις δημόσιες επενδύσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της επόμενης, οι ιδιωτικές επενδύσεις σταδιακά υπερίσχυσαν, χωρίς όμως να λείψουν και οι δημόσιες. Για παράδειγμα, το 1958 επενδύθηκαν από το δημόσιο συνολικά 778 εκατομμύρια δρχ. στη γεωργία, την κτηνοτροφία, σε εγγειοβελτιωτικά έργα κ.λπ. Την ίδια χρονιά οι ιδιωτικές επενδύσεις ήταν 1,5 δισ. δρχ. Όμως το 1961 οι δημόσιες επενδύσεις στον αγροτικό τομέα ξεπέρασαν τις ιδιωτικές, φθάνοντας τα 1,88 δισ. δρχ., και, μάλιστα, συνέχισαν να υπερτερούν έναντι των ιδιωτικών και την επόμενη διετία 1962-63 (1,8 δισ. δρχ. κάθε χρόνο).2 Από κει και πέρα οι ιδιωτικές επενδύσεις στον αγροτικό τομέα ξεπερνούν τις δημόσιες, ενώ αυξάνονται αμφότερες (4,72 δισ. δρχ. οι δημόσιες το 1974 και 7,31 δισ. δρχ. οι ιδιωτικές).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό όλης της περιόδου είναι ότι οι συνολικές ιδιωτικές επενδύσεις είναι κάθε χρόνο αρκετά μεγαλύτερες από τις δημόσιες, ακόμα και αν εξαιρέσουμε από τη συνολική εικόνα τα ποντοπόρα πλοία. Για παράδειγμα, το 1974 οι συνολικές ακαθάριστες δημόσιες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου ήταν 37,58 δισ. δρχ., ενώ οι αντίστοιχες ιδιωτικές έφταναν τα 87,77 δισ. δρχ. Πρόκειται για μια περίοδο κρίσης, αλλά ο δημόσιος τομέας δεν καθοδηγείται κατάλληλα ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας. Αντίθετα, εκχωρεί ατιμώρητα τη δημόσια περιουσία για να προωθεί τις αστικές πολιτικές φατρίες, όπως έκαναν ο Μάνος και ο Μητσοτάκης, όταν ξεπούλησαν ληστρικά την ΑΓΕΤ, η οποία διέθετε περιουσία μέχρι και στις ΗΠΑ (ανθρακωρυχεία).
Ο στοχευμένος τομέας μεταφορές-επικοινωνίες γνώρισε, από το 1950 και μετά, μια αξιοσημείωτη αύξηση στη συνολική επενδυτική δραστηριότητα, δημόσια ή ιδιωτική, η οποία από 2,62 δισ. δρχ. το 1958 εκτινάχθηκε στα 22,97 δισ. δρχ. το 1974.3 Ο τομέας των μεταφορών και επικοινωνιών εμφανίζει πάντως μεγαλύτερες τις δημόσιες από τις ιδιωτικές ακαθάριστες επενδύσεις μόνο και μόνο επειδή δεν περιλαμβάνονται στο σύνολο τα ποντοπόρα πλοία.
Αναφορικά, πάντως με το μερίδιο της ποντοπόρου ναυτιλίας στις ιδιωτικές επενδύσεις, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αναβάθμιση του ελληνικού κλάδου του αγγλοαμερικανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, από τη θέση του περιφερειακού υποτελή (π.χ. ελληνικές κοινότητες Αιγύπτου) στη θέση του ενεργητικού συμπαίκτη (π.χ. ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο), οφείλεται, όπως έγραψε ο Ψυρούκης το 1975: 1) στην υψηλή τεχνολογική πρόοδο που επιτάχυνε τη διεθνοποίηση των αγορών, 2) στις πολεμικές αποζημιώσεις που έφτασαν στο 500% της αξίας ολόκληρου του εμπορικού στόλου, και 3) στα 100 Λίμπερτυ που χάρισαν οι ΗΠΑ στους Έλληνες εφοπλιστές το 1947, με τα οποία τριπλασιάστηκε η χωρητικότητα του στόλου. Έτσι, έφθανε να υποστηρίζει ο εφοπλιστής Λαιμός (1969) ότι το 1967 η αξία των πλοίων του εμπορικού στόλου ελληνικών συμφερόντων ήταν 5,5 δισ. δολ., τη στιγμή που ο εθνικός πλούτος χωρίς τη ναυτιλία άξιζε 10,5 δισ. δολ.
Πολύ μικρότερη όμως ήταν η συμβολή του ιδιωτικού τομέα στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου για παραγωγή ενέργειας, ύδρευση και αποχέτευση. Το 1958 το Δημόσιο επένδυσε 1,01 δισ. δρχ. για ενέργεια, ύδρευση, αποχέτευση, ενώ ο ιδιωτικός τομέας μόνο 141 εκατομμύρια δρχ. Δέκα χρόνια μετά, το 1968, οι δημόσιες επενδύσεις στους ίδιους τομείς ήταν 4,74 δισ. δρχ., ενώ οι ιδιωτικές είχαν καθηλωθεί στα 97 εκατομμύρια δραχμές. Η ίδια εικόνα επικρατούσε και το 1974, όταν οι δημόσιες επενδύσεις για ενέργεια, ύδρευση, αποχέτευση, είχαν φτάσει τα 13,84 δισ. δρχ., ενώ οι ιδιωτικές ήταν μόνο 341 εκατομμύρια δρχ.4
Καθοριστικό το πολιτικό
Τα οικονομικά στοιχεία, όμως, δεν αρκούν για τη θεώρηση μιας εποχής μεγάλης πολιτικής καταπίεσης, με πιστοποιητικά φρονημάτων, ξερονήσια, διωγμούς και τρομοκρατία. Έτσι, ελεγχόμενοι από το μακρύ χέρι των ΗΠΑ, οδηγηθήκαμε και στη μετάβαση, στη μεταπολίτευση, χωρίς ριζική πρόοδο στα δημοκρατικά και οικονομικά προβλήματα. Αφού ολόκληρες περιοχές και παραγωγικοί κλάδοι κατηγοριοποιήθηκαν ως «προβληματικές», για να αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες για όπλα και γραφειοκράτες, ενώ μειώνονταν οι δημόσιες επενδύσεις.
Κι ενώ τίποτα άλλο δεν φαινόταν στον αναπτυξιακό ορίζοντα εκτός από το πανί της μικρομεσαίας οικονομικής μονάδας (που υμνούσε ο Ρίγκαν), φτάσαμε, με πλαστά στοιχεία στα μνημόνια και την κατάρρευση των δημόσιων ταμείων που συρρικνώθηκαν κατά 30% με το PSI· για να νέμονται οι χρηματιστές κέρδη μέχρι και 100% από τα τριετή ομόλογα, και να ανάγεται ο χρυσός σε παγκόσμιο οικονομικό μέτρο, υποτιμώντας έτσι το ρόλο των έγγραφων τίτλων, άλλων μετάλλων κ.λπ., ενώ διογκώνεται ο παράνομος τζόγος και η αγορά ακινήτων στην Ισπανία, την Τουρκία κ.ά. Γιατί, εκεί θα έπρεπε κανείς ν’ αναζητήσει το φημολογούμενο ρόλο της νεοελληνικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας και όχι βέβαια σε οποιαδήποτε παραγωγική τοποθέτηση. «Εξαίρεση» φυσικά αποτελούν οι τοποθετήσεις στη ναυτιλία (σταθερά καλύπτει το 80% των παγκόσμιων μεταφορών), από τις οποίες όμως το 90% είναι με ξένη σημαία, αφού επωφελούνται μόνο από τη διεθνοποίηση των αγορών κι όχι από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
1 Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείον Συντονισμού, Γενική Διεύθυνσις Εθνικών Λογαριασμών, Εθνικοί Λογαριασμοί της Ελλάδος, 1958-1975, Αθήναι, 1976, σσ. 124-25, Πίναξ 16.
2 ο.π., Πίναξ 17.
3 Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείον Συντονισμού, Γενική Διεύθυνσις Εθνικών Λογαριασμών, Εθνικοί Λογαριασμοί της Ελλάδος, 1958-1975, Αθήναι, 1976, Πίναξ 17.
4 ο.π.