«Το καλοκαίρι του 1939 παραήταν σύντομο. Σηματοδότησε το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου, του πολέμου της εφηβείας μου, και το ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του πολέμου της νεότητάς μου. Η Ιστορία καθόρισε και τη δική μου ιστορία. Ίσως να ήταν όλα διαφορετικά αν είχα γεννηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα ή αργότερα. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έκανα επιλογές. Έκανα. Μέσα, όμως, σε ένα πολύ συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο».
Ολόκληρη η ζωή του Χόρχε Σεμπρούν, που πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 88 χρονών, στροβιλιζόταν στις δίνες που συγκλόνισαν τον 20ό αιώνα. «Μνήμη Ευρώπης» είναι ο πολύ επιτυχημένος τίτλος ενός πολύωρου ντοκιμαντέρ-συνέντευξης του συγγραφέα στην ισπανική τηλεόραση. Η Ευρώπη για τον Σεμπρούν, γιο ενός μεγαλοαστού διπλωμάτη και μιας κόρης παλιού πρωθυπουργού, ήταν θέμα στενά συνδεδεμένο με την καθημερινότητα, γιατί, αντίθετα από ό,τι θα υπέθετε κανείς, η ισπανική κοινωνία, στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν ήταν κλεισμένη στον εαυτό της, απομονωμένη στην Ιβηρική Χερσόνησο, όπως αργότερα, επί Φράνκο. Τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα μεταφράζονταν στα ισπανικά. Μαζί τους και οι σπουδαιότεροι Γερμανοί φιλόσοφοι, που αποτελούσαν σημείο αναφοράς για τους διανοούμενους της Μαδρίτης.
Ο Σεμπρούν μεγάλωσε με Γερμανίδες νταντάδες.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος, εξαιτίας της συστράτευσης του πατέρα του με τους Δημοκρατικούς, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη Γαλλία. Μπορούσε να εκτιμήσει τους Γερμανούς φιλοσόφους και τη χάρη του Ουγκό και του Θερβάντες διαβάζοντάς τους στο πρωτότυπο. Έγραφε στα γαλλικά και τα ισπανικά με παραπομπές στον Ρεμπό και στον Φόκνερ. Στο τρένο που τον οδηγούσε στο Μπούχενβαλντ, έψαχνε, όπως έγραψε, παρηγοριά στον Προυστ.
Από τις στάχτες τού ναζιστικού στρατοπέδου, όπου οδηγήθηκε εξαιτίας της συμμετοχής του στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη γαλλική αντίσταση, ξεκίνησε ένα Μακρύ ταξίδι (ο τίτλος του πρώτου του έργου) στη λογοτεχνία. Για να γράψει, όμως, θα περνούσαν 18 χρόνια από την απελευθέρωσή του.
Τη μεγάλη αυτή σιωπή την εξηγεί στο τρίτο του βιβλίο ήδη από τον τίτλο: Η γραφή ή η ζωή. Είτε θα έπρεπε να περιγράψει την εμπειρία του και να ξαναβυθιστεί σε αυτή είτε να ξαναρχίσει να ζει μακριά από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. «Έπρεπε να ξεχάσω, αλλιώς η ζωή θα μού ήταν αφόρητη».
Άλλωστε, πολύ σύντομα, είχε έναν επιπλέον λόγο να αποφεύγει οποιαδήποτε δημοσιότητα. Βγαίνοντας από το Μπούχενβαλντ επέστρεψε στη Γαλλία, έπιασε δουλειά ως διερμηνέας στην Ουνέσκο, αλλά εκμεταλλευόμενος το ότι η θέση του δικαιολογούσε συχνές απουσίες, άρχισε να ταξιδεύει στην Ισπανία του Φράνκο αναλαμβάνοντας μυστικές αποστολές για λογαριασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος με το ψευδώνυμο Φεδερίκο Σάντσεθ. «Αύριο! Αύριο γενική απεργία! Αύριο θα νικήσουμε! Υπήρχε πάντα ένα αύριο στις κουβέντες όσων αγωνίζονταν κατά του Φράνκο», έλεγε. «Δεν δίστασα λεπτό να βοηθήσω τον αγώνα τους».
Όλα αυτά θα τα διηγηθεί, χρόνια αργότερα πάλι, στην Αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ. Στο Αντίο φως της νιότης θα ανασύρει αναμνήσεις από την εφηβεία και τη νιότη του, από την κατάρρευση της προπολεμικής Ισπανικής Δημοκρατίας και από τον εμφύλιο. Στα Χαιρετίσματα από τον Φεδερίκο Σάντσεθ, θα μιλήσει για τη διαγραφή του από το Κ.Κ. Ισπανίας -μαζί με τον Σαντιάγο Καρίλιο- και θα απαντήσει σε όσους τον κατηγόρησαν για αναθεωρητισμό, στο Είκοσι χρόνια και μια μέρα θα αναφερθεί στους πολιτικούς κρατούμενους και τους νεκρούς της δικτατορίας του Φράνκο, στο Τι ωραία Κυριακή! στα γκουλάγκ.
Στο Μπούχενβαλντ επέστρεφε διαρκώς, σε διαφορετικές εποχές, ταυτόχρονα ως συγγραφέας, ως μάρτυρας και ως μυθιστορηματικό πρόσωπο, αναστοχαζόμενος διαρκώς αναμνήσεις και μπλέκοντάς τις με επινοημένες ιστορίες άλλων. Αυτή η μείξη φανταστικού και μαρτυρίας προκάλεσε την αντίδραση ορισμένων εβραϊκών οργανώσεων, που θεωρούν πως ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να μιλήσει κανείς για τα ναζιστικά στρατόπεδα είναι η παράθεση ντοκουμέντων. «Ο τρόπος για να αντέξει κανείς τη φρίκη και να την αντιληφθεί πλήρως είναι η λογοτεχνία. Γιατί μόνο η λογοτεχνία μπορεί να αναδείξει την αλήθεια», ήταν η απάντηση του Σεμπρούν.
Στο Ο νεκρός που μας χρειάζεται περιγράφει μια σκηνή όπου απαγγέλλει Βαλερί στις τουαλέτες του στρατοπέδου (όπως ο Πρίμο Λέβι απήγγειλε Δάντη στο Άουσβιτς). «Δεν είναι φανταστική αυτή η σκηνή. Στο λάγκερ κινδύνευες, εκτός των άλλων, να χάσεις τον εαυτό σου, να τρελαθείς. Ψιθυρίζοντας ποιήματα κατάφερνες να απομονωθείς λίγο, να ξανανιώσεις πως ανήκεις στον εαυτό σου, υπάρχεις. Ήταν σαν θεραπεία».
Ισπανικός Εμφύλιος, πόλεμος, αντίσταση, δικτατορία του Φράνκο, Στάλιν, γκουλάγκ, πτώση του τείχους του Βερολίνου: ο Σεμπρούν δεν είναι παρατηρητής, αλλά ακτιβιστής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέρ μιας ενωμένης Ευρώπης η οποία «θα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια οικονομική ένωση, θα αγωνίζεται για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, θα προσφέρει στους νέους ένα αίσθημα αλληλεγγύης, θα είναι φιλόξενη σε όλους, θα θυμάται όσα το παρελθόν της τη δίδαξε, θα ξαναβρεί τις ουμανιστικές της αξίες».
«Με ανησυχεί», έλεγε, «που σε λίγο θα έχουμε εξαφανισθεί όλοι όσοι θυμόμαστε ακόμα τη μυρωδιά της καμένης ανθρώπινης σάρκας. Αυτή τη μυρωδιά που μας τυραννά, μας εμποδίζει να μένουμε απαθείς. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ευρώπη είναι το να αποκτήσει πολίτες απαθείς».