Δεν είναι η εποχή των μεγάλων δημιουργών και αυτό αντανακλάται και στη φετινή 75η Μπερλινάλε, ένα φεστιβάλ που έχει βραβεύσει σπουδαίους σύγχρονους σκηνοθέτες, όπως ο Μπέλα Ταρ και ο Λαρς Φον Τρίερ, ενώ έχει προβάλει πολλαπλές προσεγγίσεις του ιρανικού σινεμά, μετά τον Κιαροστάμι, καθώς και σπουδαίους Τούρκους σκηνοθέτες. Το φετινό Διαγωνιστικό, επικεντρωμένο σε δράματα και αισθηματικές ταινίες νέων σκηνοθετών, που φαινομενικά μιλάνε για πολλά, δίχως να ατενίζουν την ουσία, δεν επεφύλασσε καμιά έκπληξη. Μοιάζει να έχει υιοθετήσει μια αποχρωματισμένη πολιτική διάσταση, μακριά από τον άλλοτε ρηξικέλευθο καταγγελτικό χαρακτήρα του, δίνοντας φτωχότερη εντύπωση, παρά τις διασημότητες και τις δαπανηρές παραγωγές, που έφεραν στο χιονισμένο Βερολίνο τη λάμψη των Τζέσικα Τσαστέιν, Ίθαν Χωκ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Τιμοτέ Σαλαμέ, Ρόμπερτ Πάτισον, Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ και την εξαιρετική Τίλντα Σουίντον, που βραβεύτηκε τιμητικά για την συνολική καλλιτεχνική συμβολή της. Αδικήθηκε και η επιλογή του σημαντικού Αμερικανού σκηνοθέτη Τοντ Χέινς, στο τιμόνι της φετινής Κριτικής Επιτροπής ενός  φεστιβάλ γεμάτου ελλείψεις, λόγω περικοπής της κομβικής επιχορήγησης του Γερμανικού Υπουργείου Πολιτισμού, τόσο στη θέρμανση των αιθουσών, παρά την αύξηση του περιβαλλοντικού τέλους στη διαπίστευση, αλλά και με τη γενικευμένη ονλάιν διάθεση. Στο αποκορύφωμα ταλαιπώρησε και η 48ωρη απεργία των Μέσων Μαζικής Μετακίνησης, σε ένα φεστιβάλ που εκτείνεται σε όλο το Βερολίνο.

Από τις 19 ταινίες του Διαγωνιστικού ξεχώρισε η νέα ταινία του 48χρονου Ρουμάνου Ράντου Ζούντε «Kontinental ’25», ίσως η μοναδική κοινωνικο-πολιτικού χαρακτήρα, διατηρώντας ένα δυσεύρετο, σήμερα, φιλοσοφημένο πολιτικό αναστοχασμό, πάντα με περίσσιο σαρκασμό, μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.

Στο όμορφο και γραφικό Κλουζ της Τρανσυλβανίας, ένας ζητιάνος, που βιοπορίζεται συλλέγοντας πεταμένα πλαστικά για ανακύκλωση, έρχεται σε απόγνωση και αυτοκτονεί, μετά την απώλεια του καταλύματος που του είχαν παραχωρήσει σε μια σκοτεινή αποθήκη δημόσιου κτιρίου, λόγω επικείμενης ανέγερσης του πολυτελούς ξενοδοχείου «Κοντινένταλ μπουτίκ». Το γεγονός αυτό συγκλονίζει την προστάτιδά του, πρώην Καθηγήτρια Δικαίου, με το περιβάλλον της να της υπενθυμίζει χαλαρά άλλες περιπτώσεις άστεγων, που αντιμετωπίστηκαν με αντίστοιχη αναλγησία, παρότι ευάλωτοι. Συνειδητοποιώντας τη διαδεδομένη απάθεια της κοινωνίας, η πρωταγωνίστρια πέφτει σταδιακά σε κατάθλιψη. Η τυχαία, όμως, συνάντηση με έναν παλιό φοιτητή της επιφέρει μια χαοτική τροπή, με ευχάριστες και απροσδόκητες αλλαγές στο αρχικό ζοφερό πλαίσιο.

Με συγγένειες με τον Ρούμπεν Έστλουντ, ως προς τις πρωτότυπες και πάντα ταξικές και χιουμοριστικές αιχμές στις ταινίες του, ο Ζούντε επικεντρώνεται στα απαράδεκτα ζητήματα-ταμπού, των σύγχρονων καλλωπισμένων ευρωπαϊκών «δημοκρατιών». Με αφετηρία το ανύπαρκτο πολιτικό πλαίσιο για το στεγαστικό, ξεγυμνώνει μικροαστικές νοοτροπίες και υποκρισία, όπως οι δωρεές πολιτών σε ανθρωπιστικά ιδρύματα, επιφέροντας ξέπλυμα της ενοχής στη συνενοχή ενός απάνθρωπου συστήματος, με κομβικό σημείο την καταλυτική επίδραση της βίαιης αυτοκτονίας ενός άστεγου, στην πρωταγωνίστρια, κάτι που θα προσπερνούσαν αδιάφορα πολλοί φιλήσυχοι πολίτες. Ο Ζούντε, στην πιο πολιτική ταινία τού φετινού Διαγωνιστικού, σχολιάζει σχεδόν τα πάντα -εθνικισμό, ρατσισμό, σωβινισμό, σεξισμό, τη θέση της εκκλησίας και τις ταξικές ανισότητες- με μια ειρωνεία που σπάει κόκκαλα, σε μια ταινία γεμάτη γκροτέσκα ανέκδοτα για καλόγερους ζεν, γερό σαρκασμό αλλά και όψεις των παλιών κτιρίων μια όμορφης πόλης, γεμάτης μνημεία και αγάλματα ποιητών και έφιππων βασιλιάδων, που τρυπώνουν στην αφήγηση, αποδεικνύοντας πως όποιος έχει κάτι αξιόλογο να πει, είναι ικανός να το εκφράσει και με τα πιο απλά μέσα.

Σε καιρούς όπου ανεχόμαστε απίστευτες προκλητικές πολιτικές δηλώσεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ίσως η στροφή προς το σαρκασμό να είναι μια κρίσιμη αντίδραση.

Στη συνέντευξη τύπου, ο Ζούντε μίλησε με το άψογο χιούμορ του και για την αναφορά του στην ταινία «Ευρώπη ’51» του Ροσελίνι, τις ιδέες του από τον Παζολίνι και τον Τσέχωφ για την ηθική κρίση της κοινωνίας, τη μεταφυσική προσέγγιση και μια ποιητική διάσταση, κυρίως επιλέγοντας μια αφηγηματική ασυνέχεια, προκειμένου σ’ αυτή την ταινία να φρενάρει τη δράση, για να ενεργοποιήσει περισσότερο τη σκέψη και το στοχασμό, μέσα από τους διαλόγους και τις αντιδράσεις των χαρακτήρων. Δηλώνοντας οπαδός του πριμιτιβισμού, εξήγησε ότι με ελάχιστα και απλά μέσα ήθελε να επιστρέψει πίσω, στους Λυμιέρ και την πρωτόγονη απλή σκηνοθεσία τους. Διερωτώμενος πώς θα κινηματογραφούσαν οι Λυμιέρ σήμερα, αν είχαν ένα κινητό, έκανε μια χαμηλού προϋπολογισμού ταινία, που γυρίστηκε μονάχα σε δέκα μέρες και κινηματογραφήθηκε από το σμαρτ φον κινητό του, με βασική ιδέα να επιστρέψει στο σινεμά του Ροσελίνι και των αδερφών Λυμιέρ για να αγγίξει την ουσία της ιστορίας του. Τέλος, επισήμανε πως «Αν το μικροσκόπιο βοηθάει να δούμε πολύ μικρά πράγματα για το ανθρώπινο μάτι, τότε μια κινηματογραφική κάμερα μας βοηθάει να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στη σύγχρονη κοινωνία».

Φεύ! Προσθέτουμε εμείς, καθώς σε έναν κόσμο πλημμυρισμένο από μικρές και μεγάλες κάμερες και οθόνες, ελάχιστοι εστιάζουν στην πολιτική κατάσταση και τις ανισότητες.

Στο Διαγωνιστικό, αξιόλογη ήταν και η γερμανική ταινία «Yunan» του 33χρονου Αμέρ Φακέρ Ελντίν, Σύριου σκηνοθέτη, γεννημένου στο Κιέβο και εγκαταστημένου στο Αμβούργο.

Σε βαθιά υπαρξιακή κρίση, ένας μεσήλικας εξόριστος Άραβας συγγραφέας που διαμένει στο Αμβούργο, υποφέρει από κατάθλιψη και κρίσεις πανικού που του κόβουν την ανάσα. Γεμάτος  σκοτεινές σκέψεις, τα παρατάει όλα -Γερμανίδα φιλενάδα και πιστό σκύλο- και διαφεύγει μες στο καταχείμωνο σε ένα απομονωμένο γερμανικό νησί, όπου το ξέσπασμα σφοδρής καταιγίδας και πλημμύρας έχει κλονίσει τις σχέσεις των λιγοστών κατοίκων. Εκεί, δημιουργεί μια αναπάντεχη φιλία με την αγέρωχη ηλικιωμένη ξενοδόχο (Χάνα Σιγκούλα), του μοναδικού πανδοχείου της περιοχής.

Δεύτερο μέρος μιας τριλογίας για την εξορία και το νόστο, σε ένα σινεμά γεμάτο επιδράσεις από Ταρκόφσκι και Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, η γεμάτη από εκπληκτικά χειμερινά τοπία ταινία υποστηρίζει την εσώτερη σιωπή του πρωταγωνιστή, με αργούς ρυθμούς και τα νοσταλγικά ηχοχρώματα ακορντεόν και κλαρίνου, της μελαγχολικής μουσικής του Σουάντ Μπασνάκ, επαναφέροντας μέσα από την παράλληλη ιστορία βιβλικής αισθητικής, σε έναν άχρονο τόπο, ενός μονόφθαλμου βοσκού και της γυναίκας του, την πανέμορφη Σιμπέλ Κεκιλί, γνωστή από το σινεμά του Φατίχ Ακίν. Στην εξαιρετική σκηνή του τέλους, όπου ένα γερμανικό τραγούδι ενώνει όλους τους κατοίκους, μαζί με ένα αραβικό τραγούδι με χορό, η ταινία έρχεται να αποκαταστήσει στην ομήγυρη το σεβασμό για τον ξένο.

Στη συνέντευξη τύπου, ο σκηνοθέτης στάθηκε στην έννοια της εξορίας και τη διερεύνηση της ελπίδας που σχηματοποίησαν την ιδέα αυτής της ταινίας, ενώ φανέρωσε πως έγραψε ο ίδιος την αραβική ποίηση, που ακούγεται. Επίσης, αναφέρθηκε με μεγάλο θαυμασμό στο σινεμά του Θόδωρου Αγγελόπουλου, κλείνοντας με τη φράση «Πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να φτάσουμε στο σπίτι;», από την ταινία «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Την παράσταση έκλεψε ωστόσο η αειθαλής 82χρονη Χάνα Σιγκούλα, που δήλωσε δημόσια τον προβληματισμό και την αντίθεσή της για την επάνοδο του εθνικισμού στη χώρα της, που έφερε μόνο δυστυχία, δάκρυα, πολέμους και την εκμετάλλευση ανθρώπων, που παλεύουν για τη γη και την ελευθερία τους, επισημαίνοντας ότι είμαστε όλοι μείγματα κινήσεων και ανακατατάξεων, ενάντια στον ανερχόμενο ρατσισμό και την ξενοφοβία που κλιμακώνονται επικίνδυνα.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!