του Γιάννη Σχίζα
Για μένα ήταν με το Χαραυγιακό –ομάδα της Ηλιούπολης, που έπαιζε τότε στο πρωτάθλημα της Β2 κατηγορίας Αθηνών– το πρώτο βάπτισμα του ποδοσφαιρικού πυρός… Ήταν τότε στην εποχή των «φίφτις» και των «σίξτις» – που λέμε σε απλά ελληνικά. Τότε που οι προπονητές πίστευαν τόσο στην προετοιμασία των ομάδων με βάση τους κανόνες της επιστημονικής αθλητικής αγωγής, ώστε μπορούσαν να συνοψίζουν την προπονητική τους αγωγή σε παραγγέλματα του τύπου: «Άντρες είστε, μουστάκια έχετε, παίξτε μπάλα για να κερδίσετε»!
Στα περίχωρα της Αθήνας και του Πειραιά αφθονούσαν τα αυτοσχέδια γήπεδα, ενώ γύρω από τα επίσημα γήπεδα των μικρών κατηγοριών δεν απουσίαζαν οι μορφές φιλάθλων αγροτικής προελεύσεως που συνοδεύονταν στο κυριακάτικο ματς από την κατσίκα τους… Εκεί γύρω τριγύριζε ένας οπαδός που συνήθιζε να βρίζει τον «λάινσμαν» με τη κραυγή «ψωμόλυσσα» – δηλωτική εποχών πείνας… Θυμάμαι κάποιο παλιό «ντέρμπι» Χαραυγιακού-Καλλιθέας, όπου οι δεύτεροι, πολυαριθμότεροι και χουλιγκανικότεροι των πρώτων, φώναζαν στην ομάδα τους «Σκίστε – τους βλάχους – της Ηλιούπολης»!
Το ποδόσφαιρο είχε εντοπιότητα
Το ποδόσφαιρο είχε ανέκαθεν μίσος. Τότε όπως και τώρα ήταν ένα σπορ ανταγωνιστικό και επιθετικό, στο πλαίσιο του οποίου έβγαινε αγωνία και χυδαιότητα, όπου η αποτυχία ήταν ασυγχώρητη ενώ η κάθε νίκη λειτουργούσε σαν απλή «δόση» στα πρεζόνια της αιώνιας επιτυχίας. Τότε όπως και τώρα ήταν πρωτίστως θέαμα, με την έννοια ότι η ποδοσφαιρική ενέργεια που καταναλωνόταν στις προπονήσεις και στους αγώνες ήταν ένα ασήμαντο ποσοστό της ψυχολογικής ενέργειας των φιλάθλων και των παραγόντων του αθλήματος. Υπήρχε όμως ένα βασικό στοιχείο, που χαρακτήριζε την ερασιτεχνική ή ψιλοεπαγγελματική φάση του: Το ποδόσφαιρο είχε εντοπιότητα. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι ομάδες απαρτίζονταν από τους πιο εύρωστους και γυμνασμένους νέους της κάθε περιοχής. Οι επιδόσεις των ομάδων δήλωναν το επίπεδο της αθλητικής αγωγής του αντίστοιχου χώρου. Η υπερηφάνεια ή η ντροπή έδεναν τις τοπικές κοινωνίες, ο συνεκτικός ιστός χωριών και πόλεων ενισχυόταν κατά ένα πρόσθετο στοιχείο.
Οι παραδοσιακοί Αθηναίοι («γκάγκαροι») ήταν Παναθηναϊκοί, οι Πειραιώτες ήταν Ολυμπιακοί. Και οι εξαιρέσεις δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνουν τον κανόνα: Φερειπείν, οι Παναθηναϊκοί των Καμινίων ήταν –τηρουμένων των αναλογιών – ολιγαριθμότεροι και σιωπηλότεροι και αυτών των Σλαβομακεδόνων της Φλώρινας!
Τότε η «Καταστασιακή Διεθνής» (Σιτουασιονίστες) δεν είχε προλάβει να ρίψει ανά την υφήλιο τους σπόρους της κριτικής της καθημερινότητας. Η Αριστερά έπασχε από τη μονομανία της ανατροπής του πλέγματος παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων. Η «εναλλακτική» προσέγγιση ως υπογράμμιση της ανάγκης για την κριτική της ολότητας των δομών του συστήματος, δεν υπήρχε καν. Η μπάλα παιζόταν έτσι, αθώα, χωρίς αμφισβήτηση, ενώ το μόνο που εξείχε ή είχε αρχίσει να εξέχει ήταν η διασύνδεση των λατινοαμερικάνικων δικτατοριών με την ποδοσφαιρική ψύχωση των μεγάλων μαζών.
Στην Ελλάδα η δικτατορία έμελλε επίσης να αγκαλιάσει το ποδόσφαιρο και η Δέσποινα Παπαδοπούλου έμελλε να δώσει ένα αξέχαστο φιλάκι στον «στρατηγό» Δομάζο, ύστερα από κάποιον αγώνα. Η νίκη του Παναθηναϊκού επί του Ερυθρού Αστέρα το 1971 θα προκαλέσει απίθανο ξεφάντωμα στους δρόμους. Θυμάμαι σαν και τώρα τη φελινική μορφή μιας σούπερ-χονδρής, όρθιας πάνω σε μια ανοιχτή αμερικάνικη αυτοκινητάρα στου Μακρυγιάννη, να ανεμίζει αριστερά και δεξιά τη ζακέτα της…
Ο αθλητισμός συνδέεται με το ομαδικό πανηγύρι, με τη γιορτή, με τη μέθεξη πολυπρόσωπων συνόλων, με τις ισχυρές φορτίσεις στο φάσμα των ανθρώπινων αισθημάτων. Σε μια κοινωνία «όπου απουσιάζουν οι πραγματικές γιορτές» (Έριχ Φρομ) η αθλητική γιορτή μετά τη Χ ή την Ψ νίκη, υποδηλώνει την σπανιότητα ενός κλίματος διάχυτης αγαλλίασης
Ενηλικίωση
Στις δεκαετίες που πέρασαν το ποδόσφαιρο ενηλικιώθηκε σαν θέαμα, επιστημονικοποιήθηκε, διασυνδέθηκε με τον τζόγο, έγινε υπερτοπικό. Οι περιγραφές αγώνων σε στυλ «αγαπητοί μου ακροατές, οι Γιαννιώτες με επικεφαλής τον Αλβαρέζ επιχειρούν να στρώσουν το παιχνίδι τους, ενώ οι Πατρινοί με τον Βουγιαντίνοβιτς επιδίδονται σε αντεπιθέσεις» δεν προκαλούν καμιά απολύτως αίσθηση! Οι ομάδες είναι θίασοι, οι αγώνες είναι καιάδες της πιο υβριστικής υβρεολογίας, οι φανέλες συμβολοποιούν την υπόκωφη επιθετικότητα και τις πιο πολεμοχαρείς ή μεγαλομανιακές φαντασιώσεις: «Η προέλαση της ΑΕΚ στον βαθμολογικό πίνακα – η άλωση του οχυρού της Νέας Σμύρνης – η Καλαμαριά δεν άντεξε στον κανονιοβολισμό του Ολυμπιακού – η ελαφρά ταξιαρχία του Απόλλωνα σε δράση – ο ΠΑΟΚ βαδίζει στον δρόμο των ιστορικών του πεπρωμένων», κ.λπ. κ.λπ.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 θα ανοίξει ο δρόμος για τους Κοσκωτάδες και τους μεγάλους ποδοσφαιροπατέρες. Το ποδόσφαιρο θα γίνει πόλος της νέας «γλειψιματοκρατικής» τάξης πραγμάτων, που προωθείται από τους ισχυρούς του χρήματος αλλά και από διάφορους φτωχομπινέδες της μαζικής ενημέρωσης. Φωτεινή και αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι ο «αποδυτηριάκιας» στην εφημερίδα ο Φίλαθλος, ο οποίος ακόμη και επί των κραταιών ημερών του Κοσκωτά θα επιμείνει να τον ανεβοκατεβάζει με παιδιάστικη αφέλεια άλλοτε σαν «χοντρό» και άλλοτε σαν Τάμπυ (σύντροφο της «μικρής Λουλούς» στις ιστορίες του Γουόλτ Ντίσνεϊ…). Την ίδια περίοδο ο τζόγος θα εκτινάσσεται σε απίθανα ύψη, ξεπερνώντας ακόμη και τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις των οργανωτών του. Η Ελλάδα θα γίνεται χώρα «ΛΟΤΤΟφάγος» – κατά πώς έγραφε ο κ. Τσαούσης (1).
Όμως η κοινωνική κριτική εξακολούθησε να στέκει αμήχανη έως αδιάφορη απέναντι σε αυτά τα θέματα «Β΄ και Γ΄ κατηγορίας», όπως περίπου σαν τους οπαδούς του Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού απέναντι στη «Χαραυγιακάρα»… Η σχετική αρθρογραφία σπανίζει, μετριέται στα δάχτυλα του ενός χεριού… Γι’ αυτό πριν λίγο καιρό (11/5/95) ήταν ευχάριστη έκπληξη η δημοσίευση άρθρου του Δημήτρη Τσαρδάκη (2) σχετικά με τη λειτουργία του ποδοσφαίρου ως «οπίου των μαζών». Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το άρθρο του Δ.Τ. ήταν μάλλον περιγραφικό ή κοινωνιολογικό παρά διεισδυτικό στα βάθη της κοινωνιοψυχολογικής πραγματικότητας, δεν έπαυε να αποτελεί μιαν αξιόλογη προσέγγιση. Προσέγγιση μάλιστα η οποία αποκτούσε πρόσθετη αξία από τη γενικευμένη ύφεση του κριτικού λόγου και την καθήλωση των διανοουμένων στον ρόλο του σχολιαστή της αγοραίας πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό των κοινωνικών και διανοητικών προτεραιοτήτων της χώρας μας, το ότι ακόμη και ο διάλογος για την Ολυμπιάδα του ’96 επικεντρώθηκε στις χωροταξικές και οικονομικές συνέπειες του εγχειρήματος, αφήνοντας στο περιθώριο τον βαθύτερο πυρήνα της διοργάνωσης. Πυρήνα που δεν ήταν άλλος από το αγχωτικό, ψυχοφθόρο και ανθρωποβόρο, ανταγωνιστικό σπορ.
Ο αθλητικός ύφαλος
Δεν είναι καθόλου υπερβολική η διαπίστωση ότι «ξεμένουμε» στον σχολιασμό των πιο κορυφαίων σημείων του αθλητικού υφάλου. Ελλείψει ακραίων καταστάσεων όπως της μαζικής αποδοκιμασίας της ομάδας μπάσκετ της Ν. Γιουγκοσλαβίας ή του θανάτου 35 Ιταλών ποδοσφαιρόφιλων στο Στάδιο των Βρυξελλών, διατελούμεν εν απαθεία ή εστιάζουμε την προσοχή μας στα «κεντρικά δρώμενα». Και όμως, έστω και δίχως τέτοιες «εξάρσεις», η αθλητική ζωή συνεχίζεται. Ο αθλητισμός εξακολουθεί να υποδέχεται εκείνο το αδιέξοδο, περισσότερο ή λιγότερο απωθημένο, ανταγωνιστικό πνεύμα, παρέχοντάς του μια δεύτερη ευκαιρία ζωής μέσω των φαντασιώσεων. Συμβάλλοντας εκ πρώτης όψεως στην εκτόνωσή του, αλλά στην πραγματικότητα προβαίνοντας στη διευρυμένη αναπαραγωγή του. Το σύγχρονο αθλητικό θέαμα είναι παιδαγωγός μίσους, καθυπόταξης του άλλου, θριαμβολογίας δίπλα στη θλίψη, ευτυχίας εφαπτόμενης στα συντρίμμια της αποτυχίας. Ο ανταγωνιστικός αθλητισμός ιδιωτικοποιεί τη χαρά, ή αλλιώτικα δείχνει την αδυναμία της να γίνει κτήμα όλων.
Η γιορτή που απουσιάζει
Όμως υπάρχει και μια άλλη πτυχή του ζητήματος που τεκμηριώνει την καθολικότητα της διαλεκτικής, που αποδεικνύει την απουσία μιας απόλυτής διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο «μαύρο» και στο «άσπρο». Ο αθλητισμός συνδέεται με το ομαδικό πανηγύρι, με τη γιορτή, με τη μέθεξη πολυπρόσωπων συνόλων, με τις ισχυρές φορτίσεις στο φάσμα των ανθρώπινων αισθημάτων. Σε μια κοινωνία «όπου απουσιάζουν οι πραγματικές γιορτές» (Έριχ Φρομ) η αθλητική γιορτή μετά τη Χ ή την Ψ νίκη, υποδηλώνει την σπανιότητα ενός κλίματος διάχυτης αγαλλίασης. Οι χαζοχαρούμενοι πανηγυριστές της αθλητικής νίκης που αγκαλιάζονται και ανοίγουν σαμπάνιες μάς κάνουν στη χειρότερη περίπτωση να ζηλεύουμε και στην καλύτερη να οπτασιαζόμαστε για την ανώτατη και δίχως εξαιρέσεις πλειοδοσία χαράς. Οι φίλαθλοι μέτοχοι μιας αποτυχίας ή επιτυχίας δηλώνουν –μέσα στη σημερινή κατάλυση των συλλογικοτήτων– την αξία της συμμετοχής σε μια συλλογικότητα, έστω και αν αυτή είναι μια θύρα 7 ή 13. Η λατρεία των χουλιγκάνων υπογραμμίζει, έστω και με τον πλέον διαστρεβλωμένο τρόπο, την καταλυτική σημασία ενός μεγάλου συναισθήματος. Σε μια εποχή που ο εγωισμός και το συμφέρον παρεμποδίζει κάθε ισχυρή σχέση, όπου τα συναισθήματα στη συντριπτική πλειοψηφία τους παραμένουν ποώδεις ή θαμνώδεις μορφές, ένα συναίσθημα «σεγκόια» (δέντρο-γίγας ύψους 160 μέτρων!) όπως αυτό που αναδύεται από τον χουλιγκάνικο αλαλαγμό, δείχνει ότι η ζωή υπάρχει, έστω και «εν (τω αθλητικώ) τάφω».
Ερωτευμένος με μια φαντασίωση, ο φίλαθλος έχει αυτοκαταδικαστεί να ζει τη στιγμή του νικητήριου γκολ πιο έντονα και από αυτήν της εκσπερμάτωσης. Διάγοντας μια μπάσταρδη κατάσταση έρωτα και σεξισμού, αγάπης και επιβολής, δεν παύει να αναλαμβάνει το ρίσκο της ήττας και της καψούρας. Εδώ κοτζάμ Έλληνες εξεστράτευσαν εναντίον των Τρώων κατά λάθος, «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη» – κατά πώς έγραψε στο ομώνυμο ποίημα ο Σεφέρης: Γιατί λοιπόν να μην δικαιούται κι αυτός τον έρωτα μιας φαντασίωσης, μιας άνευ περιεχομένου εικόνας; Γιατί να μην παθιάζεται για μια φανέλα αδειανή, για μια Χαραυγιακάρα;
* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εποχή» στις 24/9/95
Σημειώσεις
1) Κ. Τσαούσης, «Στη χώρα των ΛΟΤΤΟφάγων», Βήμα, 9/5/95
2) Δ. Τσαρδάκης, «Η κυρίαρχη ιδεολογία του ποδοσφαίρου», Βήμα, 9/5/95